«Συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά των επιδρομέων αλλόφυλων – εποίκων» τιτλοφορήθηκε το φασιστικό συλλαλητήριο που διοργανώθηκε στο όνομά μας (διοργανωτής ο ελληνικός λαός) στο Σύνταγμα στις 19 Γενάρη. Η ίδια η γλώσσα του καλέσματος είναι ενδεικτική για τους τρόπους με τους οποίους συνδέεται η ρητορική των νεοναζί με τη συνθήκη έκτακτης ανάγκης που στοιχειώνει, όποτε χρειάζεται, την πολιτική σκηνή της Ευρώπης τους τελευταίους αιώνες: στις 24 Δεκεμβρίου του 1811 ένα πολύ σημαντικό διάταγμα εκδόθηκε από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Σύμφωνα με αυτό, ο ηγεμόνας μπορούσε να θέσει την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας δίχως να αιτιολογείται πραγματικά. Η επίκληση του φανταστικού κινδύνου για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία των ευρωπαϊκών κρατών επέτρεπε την εκ νέου επαναθέσμιση της εξουσίας του ηγεμόνα σε όλο και αυταρχικότερο πλαίσιο, εφόσον παρουσιαζόταν η ανάγκη (του) μέσα από τη διαρκή επανεφεύρεση ενός επαπειλούμενου συνόλου που θα μακέλευε δυνάμει ακόμη και τον διαφορετικό διπλανό του, αποτελώντας το ίδιο ιστορικά τη μέγιστη απειλή. Το πρώτο διάταγμα του Χίτλερ, καθόλου τυχαία, το μόνο ίσως που είχε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια του Γ΄ Ράιχ, ήταν η επικαιροποίηση εκείνου του διατάγματος.
Το ιστορικό αυτό παράδειγμα επικαλείται ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν για να θυμίσει πως ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός που μπαίνει όλο και πιο βαθιά στις «δημοκρατίες» αποτελεί θέσμιση ενός υποδόριου, διαρκούς εμφυλίου εναντίον μας, που για να αυτοαναπαράγεται δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιεί και να γενικεύει τη γλώσσα του φόβου. Και το αντίθετο της αγάπης είναι ο φόβος… Κι ο φόβος δημιουργεί αποκλειστικά αποδεκτά πρότυπα ανθρώπων και συμπεριφορών καταργώντας το σχετικό και το παλίμψηστο της αληθινής εμπειρίας.
Ώστε λοιπόν είτε ενάντια στους γεμάτους αρρώστιες τουρκόσπορους και στις «παστρικές» τους (ο φόβος για την καταστροφή της οικογένειας στη μορφή των γυναικών ή των γκέι) του ’22 είτε ενάντια στους κομμουνιστές πράκτορες που θα έπαιρναν τις γυναίκες και τα σπίτια των μικροαστών είτε ενάντια στους μουσουλμάνους εποίκους σήμερα (εποίκους που θέλουν να φύγουν σαν τρελοί δεν ξαναείδε η Ιστορία και αντίφαση για κίνδυνο αλλοίωσης όσων κορδώνονται για την επί 400 χρόνια αντοχή του ελληνικού DNA επίσης, ούτε υποκρισία όσων κλαίγονται για τα αθώα Ελληνόπουλα που μετανάστευσαν λόγω οικονομικής κρίσης αλλά θεωρούν ένοχα τα παιδιά που μετανάστευσαν λόγω πολέμων) είτε ενάντια στην παγκόσμια εβραϊκή συνωμοσία πάντοτε, τα σύνορα της ενδοχώρας συγκροτούνται. Η υστερική αίσθηση πως ζούμε στα σύνορα ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας… Ο έσω εχθρός καλύπτει τους αληθινούς εξωτερικούς κινδύνους αλλά και στο εσωτερικό τις ευθύνες του ατομικού και συλλογικού μας εαυτού απέναντι στην κοινότητα, συγκροτώντας υποκείμενα διαρκώς ανήλικα ψυχολογικά (προς δόξα του ατομικού άλλοτε, ψιλοσυλλογικού τώρα πατερούλη) και αναθέτοντας την ευθύνη της Ιστορίας σε οντότητες υπερτοπικές και υπερβατικές. Η αίσθηση του υπεράνω και του αθώου μαζί, η χειραγώγηση της υπαρκτής και σεβαστής ανάγκης για ασφάλεια από την άλλη καθιστούν την κατάσταση εξαίρεσης κανόνα. Και «κυρίαρχος είναι αυτός που αυτό τον κανόνα επιβάλλει».
Αν όμως στόχος της σκέψης και της γραφής δεν είναι η απελευθέρωση από αυτήν τη βαθιά φυλακή όπου συναντιούνται ως δεσμοφύλακες στην πόρτα όχι μόνο οι ανάγκες των ισχυρών αλλά και οι ναρκισσευόμενες βολέψεις του εαυτού μας (να το μόνο ουσιαστικά –αφού περιλαμβάνει όλα τα άλλα– πρόταγμα της ανθρωπιστικής παιδείας, το κέρατό μου), τότε ούτε η σκέψη ούτε η γραφή με τις προσδοκώμενες πράξεις ούτε το σύνολο υπάρχουν. Ούτε καν η ίδια η Ιστορία, αφού παραδίδεται στην ηγεμονική μεταφυσική. Κι αυτό ανοίγει πάντοτε αργά ή γρήγορα την πόρτα στο θηρίο.
Η Ελένη Καρασαββίδου είναι διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων