Με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από την ημέρα που η Ελλάδα μπήκε «στον γύψο» για επτά χρόνια, το Documento συνάντησε την ιστορικό Ελένη Κούκη – η οποία πρόσφατα ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τίτλο: «Πολιτικές για τον έλεγχο του παρελθόντος από το καθεστώς της 21ης Απριλίου. Τελετές και μνημεία της Επταετίας» – για μια ξενάγηση στα σημεία που κρατούν ακόμα ζωντανή τη μνήμη της εποχής εκείνης.
Η συζήτηση ξεκίνησε από τον λόφο Γαλατσίου, το σημείο όπου επρόκειτο να φιλοξενηθεί το Τάμα του Εθνους, το μεγαλύτερο μνημείο που ξεκίνησε να φτιάχνει η χούντα αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Οπως λέει η κ. Κούκη: «Η πρώτη φορά που ανακοινώθηκε ότι πρέπει να φτιαχτεί ένας ναός του Σωτήρα Χριστού ήταν στην 4η Εθνοσυνέλευση του 1829 επί Καποδίστρια. Επειτα από αρκετές προσπάθειες μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, το 1965 το ανέσυρε για τελευταία φορά ο Ιερώνυμος και φαίνεται ότι υπήρχε και η έγκριση του βασιλιά για να το προχωρήσουν. Ωστόσο εγέρθηκαν έντονες αντιδράσεις και έτσι πάλι ξεχάστηκε. Οταν επιβλήθηκε η χούντα, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος θεώρησε ότι επρόκειτο για το ιδανικό πρότζεκτ με το οποίο θα συνέδεε το όνομά του. Δεκάδες περιοχές ανά την Αθήνα είχαν προταθεί μέχρι τότε. Ο Ιερώνυμος ήθελε το έργο να γίνει στον Λυκαβηττό, όμως ήταν δύσκολο γιατί ήδη υπήρχαν πολλές διαμάχες από τη δεκαετία του 1960 για να σταματήσει οποιοδήποτε σχέδιο κατασκευών εκεί».
Η χούντα έδωσε στο έργο το όνομα Τάμα του Εθνους, του άλλαξε και τη χωροθέτηση, το μετέφερε στον λόφο Γαλατσίου και όλα ξεκίνησαν από την αρχή. Γιατί όμως συνέβη αυτό; «Υπάρχει μια μυθολογία γύρω από το ανάγλυφο της Αθήνας, κυρίως επειδή το εμβληματικό της μνημείο, η Ακρόπολη, βρίσκεται πάνω σε λόφο. Υπάρχει επίσης μια συζήτηση για το ανάγλυφο της Αττικής που εκφράζει την ίδια της την ιστορία. Πάνω σε αυτήν τη συζήτηση η χούντα αποφάσισε ότι στην αρχαιότητα είναι αφιερωμένος ο βράχος της Ακρόπολης και ότι ο Λυκαβηττός ανήκει στο Βυζάντιο, επειδή υπήρχε το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, το οποίο όμως είναι χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα. Αντιστοίχως, ο λόφος Γαλατσίου επιλέχθηκε για να εκφράσει το “λαμπρό μέλλον της Επαναστάσεως” και γι’ αυτό εκεί σκόπευαν να χτίσουν το Τάμα του Εθνους. Στις προδιαγραφές που υπήρχαν στην προκήρυξη το έργο έπρεπε μεταξύ άλλων να εκφράζει το μέλλον της Ελλάδας και να είναι ορατό από μακριά, όπως και άλλα έργα που έγιναν στην Ευρώπη στο πλαίσιο της κουλτούρας του ψυχρού πολέμου. Μια σειρά από περιπλοκές όμως μεταξύ αυτών και το θέμα των απαλλοτριώσεων στην περιοχή ανέτρεψαν τα πλάνα και τελικά το έργο καταγράφηκε ως μια απίστευτη ιστορία οπισθοδρόμησης και γελοιότητας».
Η απαξίωση που οδήγησε στην απονομιμοποίηση
Την 28η Οκτωβρίου 1971 πραγματοποιήθηκε η τελετή θεμελίωσης του έργου στη Μονή του Προφήτη Ηλία στον λόφο Γαλατσίου. Σύμφωνα με την κ. Κούκη: «Το σημείο αυτό χρησιμοποίησε αργότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στις “Μέρες του ’36” για να γυρίσει ένα πλάνο που αναφέρεται στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, κάνοντας υπαινικτικά σύνδεση του Παπαδόπουλου και του Μεταξά. Σύντομα έγινε εμφανές ότι αντί το Τάμα του Εθνους να προσθέτει υπεραξία στη χούντα, δημιουργούσε απαξίωση».
Το φθινόπωρο του 1974 εκδόθηκε ένα διάταγμα με το οποίο διαλύθηκε το ταμείο του Τάματος ως ένα από τα μέτρα της αποχουντοποίησης. Τότε πάρθηκε μια σημαντική απόφαση: ο λόφος να γίνει χώρος πρασίνου. Η κ. Κούκη αναφέρει: «Αντί για ένα μνημειώδες έργο που θα θάμπωνε τους πολίτες, θα δημιουργούνταν ένα έργο που θα συνέβαλε στην ποιότητα ζωής των κατοίκων της περιοχής. Τον Σεπτέμβριο του 1975 άγνωστοι έσπασαν με σφυρί την αναμνηστική πλάκα που είχε τοποθετήσει ο Γ. Παπαδόπουλος στο σημείο που επρόκειτο να ανεγερθεί ο ναός του Σωτήρα και το κύμα απαξίωσης που ακολούθησε τον έκανε να ξεχαστεί. Η ιστορία αυτού του μνημείου συμπυκνώνει την ιστορία της χούντας για την Αθήνα. Μια μνήμη παρούσα στο σώμα της πόλης, για την οποία ταυτόχρονα υπάρχει μια περίεργη λήθη. Η χούντα απονομιμοποιήθηκε στην κοινή γνώμη μέσω της γελοιοποίησης για καθετί οπισθοδρομικό που έκανε. Ωστόσο θα πρέπει να κατανοήσουμε πώς το δικτατορικό καθεστώς προσπάθησε να πλασαριστεί ως δύναμη εκσυγχρονισμού, για να καταφέρουμε να διαβάσουμε τα ίχνη του μέσα στην πόλη».
Ενα από τα μεγαλύτερα πρότζεκτ που ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της επταετίας ήταν το Πολεμικό Μουσείο Αθηνών. «Πρόκειται για ένα μουσείο βγαλμένο από τον πυρήνα της 21ης Απριλίου, αν και σήμερα το ίδιο διατρανώνει στην ιστοσελίδα του ότι φτιάχτηκε το 1964. Ο αρχιτέκτονας Θουκυδίδης Βαλεντής που το ανέλαβε βασίστηκε στα σχέδια του Αυστριακού Περίπτερου στην Παγκόσμια Εκθεση των Βρυξελλών του 1958, γνωστότερο και ως “20er Haus”, δηλαδή το σπίτι του 20ού αιώνα, του Καρλ Σβάντσερ, που είχε τιμηθεί με το Grand Prix d’ Architecture το 1958. Και σε αυτή την περίπτωση είναι εμφανής η προσπάθεια να δημιουργηθούν στην Αθήνα τα εμβληματικά σύμβολα που θα αποδείκνυαν ότι είχε ενταχθεί στο κλίμα μεταπολεμικού εκσυγχρονισμού».
Ελένη Κούκη – Δρ Ιστορίας: «Θα πρέπει να κατανοήσουμε πώς το δικτατορικό καθεστώς προσπάθησε να πλασαριστεί ως δύναμη εκσυγχρονισμού»
Μεταξύ όλων των πρωτοβουλιών της χούντας αυτή που έμεινε στη συνείδηση του κόσμου ως πιο καταστροφική είναι το νομοθέτημα του 1968 που έδινε το «δικαίωμα υψούν», με αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν πολύ κάποιες συνοικίες. Η κ. Κούκη λέει: «Δεν ήταν η μόνη κυβέρνηση που ακολούθησε μια τέτοια “φιλολαϊκή” πολιτική. Το νομοθέτημα αυτό λειτούργησε ως πελατειακό μέσο, ταυτόχρονα όμως εξέφραζε το όραμα της χούντας περί εκσυγχρονισμού. Το καθεστώς είχε στόχο να γεμίσει την Αθήνα με ουρανοξύστες, προσκρούοντας πάνω σε ένα μεγάλο ταμπού που απαγορεύει να υψωθούν κτίρια που μπορεί να επισκιάζουν την Ακρόπολη. Ωστόσο η χούντα ποθούσε αόριστα να επιβάλει ένα φουτουριστικό μοντέλο αλλά δεν είχε ούτε τα μέσα ούτε και το πραγματικό ενδιαφέρον να το εφαρμόσει λόγω των εσωτερικών διενέξεων. Σύντομα το όλο εγχείρημα ξεφούσκωσε και το μόνο που έχει απομείνει σήμερα να μας το θυμίζει είναι ο ημιτελής ουρανοξύστης του Πειραιά, που ξεκίνησε να χτίζεται επί Σκυλίτση, ο Πύργος Αθηνών, που θεμελιώθηκε το 1971, και άλλα ψηλά κτίρια που όμως δεν δημιουργούσαν το Μανχάταν που ονειρευόταν ο Παττακός».
Η μεγαλούπολη προσφέρει συνθήκες για αντίσταση
Η χούντα επιβλήθηκε με πραξικοπηματικό και βίαιο τρόπο σε μια εποχή που η Αθήνα ήταν μια πόλη σε μετασχηματισμό. Ηδη από την απογραφή του 1961 για πρώτη φορά στα χρονικά του ελληνικού κράτους ο πληθυσμός της χώρας ισομοιραζόταν σε ποσοστό 50% στα αστικά κέντρα και 50% στα αγροτικά. Ετσι δημιουργήθηκε η μεγαλούπολη όπως την ξέρουμε σήμερα. Σύμφωνα με την κ. Κούκη: «Την εποχή εκείνη σημειώθηκε μια τρομακτική καταστροφή σε τοπόσημα που σαρώθηκαν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Σκυλίτσης γκρέμισε το Ρολόι του Πειραιά, προσπαθώντας να αναδείξει την περιοχή ως κέντρο του ελληνικού εφοπλισμού. Σε άλλες περιπτώσεις σαρώθηκαν τοπόσημα της πόλης που αφηγούνταν ιστορίες καταπίεσης, όπως για παράδειγμα οι φυλακές Αβέρωφ, που ήταν από τους εμβληματικούς τόπους φυλάκισης, συνδεδεμένες με τις διώξεις κατά της Αριστεράς μέχρι και τα μεταπολεμικά χρόνια. Το κτίριο βρισκόταν στη Λ. Αλεξάνδρας, εκεί που σήμερα είναι τα δικαστικά μέγαρα. Το μόνο πράγμα που σήμερα θυμίζει ότι κάποτε εκεί υπήρξαν οι φυλακές είναι το τέρμα Αβέρωφ της λεωφορειακής γραμμής 813. Η χούντα γκρέμισε τις φυλακές Αβέρωφ και έφτιαξε καινούργιες στον Κορυδαλλό, όπου τελικά φιλοξενήθηκαν τα μέλη της».
Οσο μεγάλωνε η πόλη δημιουργούσε συνθήκες για την ανάπτυξη μιας νεανικής κουλτούρας αντίρρησης αλλά και συνθήκες για αντίσταση, γιατί πρόσφερε τη δυνατότητα της ανωνυμίας, ενώ ταυτόχρονα γινόταν σημείο για μαζική συνάντηση. «Το κατεξοχήν μνημείο είναι για όλους δεδομένο και είναι το Πολυτεχνείο. Εχει ενδιαφέρον περπατώντας στη γειτονιά γύρω του να δούμε πώς διαμορφώνεται η κουλτούρα αντίστασης που δεν είναι στενά πολιτικό γεγονός, αλλά συνδέεται πολύ και με μια πολιτιστική δραστηριότητα, με τη δημιουργία μιας νέας νεανικής κουλτούρας» αναφέρει η ιστορικός.
Χώροι πολιτισμού και χώροι βασανισμού
Γύρω από το τετράγωνο του Πολυτεχνείου συγκεντρώνονται πολλά πράγματα που συνιστούν την πολιτισμική αντίσταση της εποχής. Σύμφωνα με την κ. Κούκη: «Το Θέατρο Αλφα, ένα εναλλακτικό πολιτικοποιημένο θέατρο, δημιουργήθηκε μέσα στη χούντα. Εδωσε χώρο και φωνή στους νέους συγγραφείς να γράψουν έργα για την κοινωνική πραγματικότητα, έργα υπαινικτικά, ενώ ταυτόχρονα θέλησε να λειτουργεί ως πολυχώρος, ως ένα από τα πολιτισμικά οράματα των ανθρώπων που θέλουν να ξεφύγουν από το περιβάλλον της χούντας. Εδώ έγιναν κάποιες πολύ σημαντικές εκδηλώσεις. Εμβληματική είναι η ομιλία-καταπέλτης του Γκίντερ Γκρας που δόθηκε το 1972, με αποτέλεσμα το θέατρο να κλείνει και να ξανακλείνει από το καθεστώς. Λίγο παραπέρα στην Πατησίων σώζεται ακόμη του κουφάρι του Αθήναιον. Το θέατρο λειτουργούσε στην περιοχή από παλιά, το 1973 όμως το πήραν ο Καζάκος και η Καρέζη και επηρεασμένοι από τον χώρο της πρωτοπορίας έφτιαξαν την ιδιόμορφη επιθεώρηση “Το μεγάλο μας τσίρκο” που έγινε τεράστια επιτυχία. Το εναλλακτικό θέατρο και ο λόγος της αμφισβήτησης πλέον είχαν μπολιάσει το mainstream θέαμα. Η δικτατορία είχε κινητοποιήσει έναν κόσμο που ίσως παλιότερα είχε μείνει πιο περιχαρακωμένος στο δικό του πολιτισμικό πλαίσιο. Φυσικά, όλα αυτά δεν γίνονταν χωρίς αντίτιμο».
Η χούντα δεν προχώρησε σε μαζικές δολοφονίες, όπως συνέβη στη Χιλή ή την Αργεντινή. Ωστόσο ο τρόπος της για να τρομοκρατεί τον πληθυσμό ήταν τα βασανιστήρια και η κράτηση πέρα από κάθε έννοια τύπου. «Η χούντα δημιούργησε πάρα πολλά πρόσκαιρα κέντρα κράτησης άτυπα, σε στρατόπεδα και σε άλλα σημεία. Τις πρώτες μέρες επιστρατεύτηκαν μέχρι και ξενοδοχεία γι’ αυτό τον σκοπό. Πολύ λίγες συλλήψεις κατέληξαν σε εκτελέσεις, αν και υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για εικονικές εκτελέσεις στο πλαίσιο των συστηματικών βασανιστηρίων που το καθεστώς χρησιμοποίησε για να εξουθενώσει τους αντιφρονούντες. Οι περισσότεροι χώροι πλέον έχουν κατεδαφιστεί, όπως ο ιππόδρομος, ένας από τους χώρους μαζικής κράτησης για τις πρώτες συλλήψεις. Η μνήμη των βασανιστηρίων όμως έχει πλέον συμπυκνωθεί σε δύο χώρους στην Αθήνα, ο ένας είναι το κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας, ακριβώς πίσω από το Πολυτεχνείο, και ο δεύτερος είναι ο χώρος του ΕΑΤ-ΕΣΑ στο Πάρκο Ελευθερίας, που μέχρι σήμερα στεγάζει το Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης».
Γιατί σήμερα δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε το παρελθόν της πόλης; Σύμφωνα με την κ. Κούκη αυτό συμβαίνει επειδή «με τη μεταπολίτευση έγιναν, πολύ λογικά, προσπάθειες να αποξεστούν τα ίχνη του καθεστώτος. Αντιθέτως, για την Αντίσταση και το Πολυτεχνείο η μνήμη είναι εξαιρετικά δυνατή. Το κτίριο του Πολυτεχνείου λειτουργεί έως σήμερα ως τόπος μνήμης που γεννά πολιτική αξία παρά τις αντιμαχίες και τα αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα που έχουν διατυπωθεί εκεί. Η μνήμη αυτή είναι ζώσα. Ο τρόπος που οι καταλήψεις και οι συνελεύσεις γίνονται ακόμη μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου αποτελεί έμπρακτη χειρονομία μνήμης που πηγάζει από τον βαθιά πολιτικό ρόλο του».