Τα στέκια είναι η φάτνη της ψυχής μας. Στα στέκια ξαποσταίνουμε και αναβαπτιζόμαστε. Με τον αείμνηστο Νίκο Τριανταφυλλίδη, τον Φάλσταφ της Κυψέλης, είχαμε προ δεκαετίας και βάλε στήσει τη σειρά «Τα στέκια», ένα είδος κινηματογραφικής πατριδογνωσίας, από όπου παρέλασαν φαγάδικα, ποτοσχολαστήρια (όπως άρεσε στον ποιητή Νίκο Καρούζο να αποκαλεί τα μπαρ), πατσατζίδικα, παλαιοβιβλιοπωλεία, τυπογραφεία, λέσχες.
Διατελέσαμε –και ακόμη διατελούμε– θαμώνες του σκακιστικού καφενείου Πανελλήνιον ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τότε που βρισκόταν στην οδό Κιάφας. Μεταφέρθηκε στην οδό Μαυρομιχάλη, όπου στεγάζεται και σήμερα. Eχουμε περάσει εκλεκτοί φίλοι μου κι εγώ αμέτρητες ώρες, άλλοτε παίζοντας περιπαθώς σκάκι, άλλοτε πίνοντας και συζητώντας, επίσης περιπαθώς, περί φιλοσοφίας και ποίησης, περί κινηματογράφου και μουσικής, περί έρωτος και αναρχίας, υπό το βλέμμα του Λάσκερ, του Κασπάροφ, του Φίσερ, του Κάρποφ (ο οποίος μάλιστα έχει τιμήσει το στέκι με την παρουσία του) αλλά και του Νίκου Ξυλούρη, του Καζαντζίδη, καθώς και του Σάμιουελ Μπέκετ!
Τα ίδια τραπέζια, οι ίδιες σκακιέρες, τα ίδια ξύλινα κουτιά με τους ίδιους πεσσούς. Στο θαλπερό κουζινάκι, όπου ο Γιάννης ετοιμάζει καφέδες και μεζέδες, δεσπόζει ο Τσε Γκεβάρα. Εχουν περάσει από εδώ μείζονες Eλληνες παίκτες, ανάμεσά τους ο Βασίλης Κοτρωνιάς, ο Παναγιώτης Φρεντζάς και ο Νίκος Σκαλκώτας, γιος του σπουδαίου μουσουργού. Με τον αείμνηστο Νίκο κάναμε παρέα τόσο στο Πανελλήνιον όσο και στο άλλο μας στέκι, τον Καπετάν Μιχάλη, στην οδό Φειδίου. Ηταν ηδύτατος άνθρωπος, μονίμως μειδιούσε και διακρινόταν από ένα ευγενές χιούμορ.
Με το γέρμα του 2024, μιας χρονιάς που μου πρόσφερε αφειδώς, ιδίως από τον Σεπτέμβριο και μετά, στιγμές μεγάλης και βαρύτιμης ευδαιμονίας, είχα τη χαρά, ύστερα από επίμονες παροτρύνσεις της έξοχης Ελληνοϊρλανδέζας ποιήτριας Eva H.D., να δω την ταινία «Πανελλήνιον» του Σπύρου Μαντζαβίνου και του Κώστα Αντάραχα, ένα ήδη βραβευμένο ντοκιμαντέρ που δεν εστιάζει στην ιστορία του στεκιού μας αλλά στις αφηγήσεις θαμώνων, παθιασμένων με το σκάκι, που θαρρείς αυτό που τους συνέχει είναι μια σπάνια αξιοπρέπεια.
Ευφυέστατα εναλλάσσονται έγχρωμα και ασπρόμαυρα πλάνα και πλανάται μια βαθιά ανθρώπινη ατμόσφαιρα που θυμίζει κινηματογραφήσεις καφενείων από τον μέγιστο Μπέλα Ταρ. Ο Γιώργος Σπανός στο κείμενό του «Ζωές σε κατάσταση πατ» σημειώνει εύστοχα: «Οι δύο δημιουργοί, προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα, επισκέπτονταν το καφενείο για χρόνια, μέσα στα οποία έπαιξαν σκάκι, αναμείχθηκαν με τους θαμώνες του, γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι μαζί τους. Ως φίλοι προς φίλο θα μιλήσουν και μπροστά στην κάμερα οι θαμώνες με τον Σπύρο Μαντζαβίνο, ενώ βλέπουμε και τον ίδιο να συμμετέχει στα δρώμενα: στο πασχαλινό τραπέζι όπου η μεγάλη συντροφιά μνημονεύει ονόματα χαμένων φίλων, στη θαλπωρή κάποιας ήσυχης βραδιάς παραμονής Χριστουγέννων υπό τους ήχους μιας μοναχικής φυσαρμόνικας, στις μανιασμένες επιτραπέζιες μάχες της μέρας και στους στοχασμούς μεθυσμένων νυχτών».
Ο Μαντζαβίνος, βλέποντας στο Facebook μια φωτογραφία που μου τράβηξε η Χλόη Ακριθάκη στο στέκι μας, επικοινώνησε μαζί μου και, λες και γνωριζόμασταν δεκαετίες, γίναμε μεμιάς φίλοι. Ξαναείδα την ταινία, βούρκωσα σε πολλές σκηνές, καθώς μνήμες ανάβλυσαν εντός μου: να παίζουμε σκάκι ο μακαρίτης φίλος μου και λαμπρός ποιητής Ηλίας Λάγιος, θαμώνας επίσης, με τον στοχαστή Βαγγέλη Μπιτσώρη· να συναντιέμαι εδώ με τον φίλο ποιητή Κώστα Καναβούρη ένα βροχερό μεσημέρι που μου άλλαξε άρδην τη ζωή, το 2002· να τα λέμε ώρες ολόκληρες με τον Στέλιο Ελληνιάδη, με την Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, με τον μακαρίτη Δημήτρη Φύσσα, που είχε μάλιστα την υπέροχη ιδέα να οργανώνουμε λογοτεχνικές εκδηλώσεις ανάμεσα στις σκακιέρες και τις παρτίδες· να κάνουμε γυρίσματα ενός ασπρόμαυρου φιλμ με τον εκλεκτό Νίκο Τσώλη και τον Γιώργο Μοσχόπουλο κι εγώ να υποδύομαι τον Βίκτορα Κορτσνόι με γυαλιά-καθρέφτες, γκρίζο κοστούμι και γραβάτα.
Ολοι οι πρωταγωνιστές της ταινίας του Μαντζαβίνου και του Αντάραχα βρίσκουν στο «Πανελλήνιον» τον τρόπο να εκδηλώσουν τον βαθύτερο ψυχισμό τους, να πουν πράγματα που φροντίζουν να τα κρατούν μέσα τους στην άλλη, την εκτός του καφενείου μας, καθημερινότητα, να ιερουργούν πάνω από τις σκακιέρες, να επιδίδονται σε ό,τι αρέσκομαι να αποκαλώ «χορογραφία των βλεμμάτων».
Ξεχωριστός ανάμεσα στους ξεχωριστούς θαμώνες ο σκακιστής και πιανίστας Βέντσισλαβ, με τα βελούδινα ελληνικά του, θα μας οδηγήσει συγκλονιστικά στο φινάλε της ταινίας, μια μεταντανταϊστική σκηνή που συνδέει το σκάκι, το πάθος και την ανθρωπινότητα με τις καλλιτεχνικές αβανγκάρντ, ιδίως αυτήν του Fluxus. Ενα μεγάλο, από καρδιάς εύγε!
Face Control
Είναι Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, έχω ραντεβού με τον Σπύρο Μαντζαβίνο στο Πανελλήνιον, αλλά περνούν από το σπίτι μου ο ζωγράφος Κώστας Τσώλης κι ο μαθητής του ο Αναστάσιος, με ξηροκάρπια και ρακή, οπότε καλούμε τον Σπύρο να έρθει από εδώ και έρχεται και φέρνει και καλούδια (ένα βιβλίο κι ένα χαρακτικό), και κυλάνε οι ώρες, και είναι λες και γνωριζόμαστε δεκαετίες, και εγκωμιάζω την ταινία του, και μιλάμε για τον Κωστή Παπαγιώργη και τον Ευγένιο Αρανίτση και τη λογοτεχνία και τα εικαστικά και το σκάκι, κι είναι μια εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, ρέει η ρακή και ανθίζει έτσι μια γόνιμη κι ωραία φιλία.