Τα social media και ο λόξιγκας του Λόγου

Τα social media και ο λόξιγκας του Λόγου
Aκατέργαστος, ασύντακτος, ανορθόγραφος και ανερμάτιστος είναι συνήθως ο λόγος όσων σπεύδουν να αναρτήσουν στα κοινωνικά δίκτυα την άποψή τους επί παντός επιστητού...

Τι αντιπροσωπεύον κοινωνιολογικά οι δύο κατηγορίες αναρτώντων στα social media. 

Σε ένα γουέστερν του μετρ Σαμ Πέκινπα, καθώς τρώνε φασόλια απ’ το τηγάνι πλάι σε μια πυρά δύο κυνηγημένοι πιστολέρο, ο ένας γυρίζει και λέει στον άλλο, χαϊδεύοντας με νόημα τη λαβή του εξάσφαιρού του: «Το μεγάλο κακό με τον θάνατο είναι ότι δεν θα ’μαι πια εδώ να κανονίσω αυτούς που θα μου τα σέρνουν».

Τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης όταν αναχωρούν για το επέκεινα κάποιες διασημότητες μου φέρνουν στον νου αυτήν τη σκηνή, στην οποία απλώνεται βεβαίως η φιλοσοφική σκιά του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, που στο περιλάλητο έργο του «Tractatus Logico-Philosophicus» (1921) είχε αποφανθεί: «Ο θάνατος δεν είναι συμβάν της ζωής. Τον θάνατο δεν τον ζούμε». Τον ζούνε όμως οι άλλοι. Και αντιδρούν καθένας με τον τρόπο του, με την πείρα του, με την ψυχονοητική σκευή του, με την καλλιέργειά του.

Στα λεγόμενα social media, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διακρίνω κοινωνιολογικά δύο κατηγορίες αναρτώντων. Στην πρώτη ανήκουν όσοι έχουν ήδη θητεύσει σε εφημερίδες, περιοδικά, επιθεωρήσεις. Στο χαρτί. Οπου και διδάχτηκαν την τέχνη του διαλόγου, την ευθύνη της υπογραφής, τη συγκρότηση και την επεξεργασία του επιχειρήματος, την επιμονή και την υπομονή, την ευαισθησία και την ενσυναίσθηση.

Στη δεύτερη εντάσσω αυτούς που οφείλω να χαρακτηρίσω λίαν επιεικώς σπασμωδικούς και φουριόζους, οι οποίοι εκτοξεύουν αστόχαστα και με την πρώτη ευκαιρία τις ελάχιστα, έως καθόλου, επεξεργασμένες αποφάνσεις τους για όποιο γεγονός έρχεται στην επικαιρότητα, είτε για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων πρόκειται είτε για τις (κατ’ αυτούς) πιτσικουλιές κάποιου δημιουργού είτε (και εδώ αγγίζουν τα όρια της άσπλαχνης επιπολαιότητας, της χυδαιότητας) για τον θάνατο κάποιας εμβληματικής προσωπικότητας.

Τους ωθεί η ανάγκη τους να παρέμβουν, να κάνουν το κικιρίκου τους, όπως έλεγε ο Νίκος Καρούζος, να αποκομίσουν κι αυτοί τα δεκαπέντε δευτερόλεπτα δημοσιότητας που τους αναλογούν στους καιρούς της ιλιγγιώδους ταχύτητας. Συνήθως ο λόγος τους είναι ακατέργαστος, ασύντακτος, ανορθόγραφος, ανερμάτιστος. Απλώς πρέπει να μιλήσουν, πρέπει να αποφανθούν, πολλές φορές σχολιάζοντας την ανάρτηση κάποιου άλλου σαν και του λόγου τους, κάπως πιο καταρτισμένου και έναρθρου από αυτούς, προσυπογράφοντας και υπερθεματίζοντας.

Το είδαμε στις περιπτώσεις –και θα περιοριστώ εδώ μόνο σε Ελληνες καλλιτέχνες και στοχαστές– του Θόδωρου Αγγελόπουλου, του Κωστή Παπαγιώργη, του Θάνου Μικρούτσικου και, προσφάτως, του Χρήστου Γιανναρά.

Την επαύριον του θανάτου τέτοιων σημαντικών μορφών βυσσοδόμησαν επαίσχυντα: ο Τεό ήταν φιλάργυρος και καταπιεστικός· ο Κωστής ήταν αυτοδίδακτος και δεν ήξερε καλά ελληνικά (αν είναι ποτέ δυνατόν! Κι όμως ειπώθηκαν τέτοια για τον άνθρωπο που ανανέωσε τη δοκιμιακή γλώσσα)· ο Θάνος παρίστανε τον αριστερό αλλά φορούσε σατέν και μεταξωτά (άλλο έγκλημα κι αυτό, το να είσαι καλοντυμένος!)· ο Γιανναράς ήταν πονηρός δεξιός, σκληρός αντιδραστικός, αθρόος προπαγανδιστής ενός συνονθυλεύματος εθνικιστικού λαϊκισμού και μύρια άλλα.

Διάβασα κάμποσα τραγελαφικά και εξοργιστικά μες στις δίνες του διαδικτύου για τον συγγραφέα έργων γλωσσικού πλούτου και υψίστης σημασίας, πέρα από τις όποιες διαφωνίες μας, όπως το «Καταφύγιο ιδεών» (εκδ. Ικαρος) και το «Σχόλιο στο Ασμα Ασμάτων» (εκδ. Δόμος), μεταξύ άλλων ότι αποτελεί τη γέφυρα του διεθνιστικού ΚΚΕ και της ναζιστικής νοοτροπίας του νεορωσισμού, ότι πίστευε στην Κόλαση και θα πάει εκεί τώρα να κάνει καλή παρέα σε Στάλιν και Χίτλερ, αλλά διάβασα και υμνολόγια και εγκώμια έως παραφοράς, και τα μεν και τα δε από (ας το επαναλάβω) θιασώτες και θαμώνες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σπεύδουν με κάθε ευκαιρία να ξεστομίσουν την ασυλλόγιστη και ελάχιστα, έως καθόλου, συγκροτημένη άποψή τους.

Είναι ενδιαφέρον ότι οι πιο εμπεριστατωμένες αναρτήσεις σχετικά με το θέμα προέρχονται από καταρτισμένους αρθρογράφους, συγγραφείς, σχολιαστές και διανοούμενους που διαφωνούσαν (όπως κι εγώ άλλωστε) σχεδόν καθέτως με το ιδεολογικό αφήγημα του εκλιπόντος, αλλά αναγνωρίζουν και σέβονται άλλες πτυχές της προσωπικότητας και της δημόσιας παρουσίας του, όπως τη μειλιχιότητα, ιδίως όταν μιλούσε για την ποίηση, το γλαφυρό ύφος, τη βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας. Οπως και να ’χει, ο Γιανναράς συνέβαλε στη συζήτηση για τη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας από τη μεταπολίτευση και μετά, επηρεάζοντας μάλιστα καλλιτέχνες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Χρήστος Βακαλόπουλος.

Ως φαίνεται, πάντως, η σπουδή όσων δεν έχουν περάσει από τα έντυπα να σερβίρουν ατεκμηρίωτες απόψεις έχει να κάνει με την εκπεφρασμένη τους θέση ότι όταν πεθαίνει κάποιος είναι η καλύτερη στιγμή να πούμε τη γνώμη μας γι’ αυτόν, ειδικά στο διαδίκτυο, γιατί τότε είναι το θέμα στην επικαιρότητα.

Φυσικά, όλοι αυτοί οι μανιακοί της επικαιρότητας αγνοούν κατάφωρα ότι διανοούμενοι όπως ο Γιανναράς, σκηνοθέτες όπως ο Αγγελόπουλος, συνθέτες όπως ο Μικρούτσικος, στοχαστές όπως ο Παπαγιώργης παραμένουν αενάως στην επικαιρότητα ακριβώς διότι σκάπτουν βαθέως στο παρελθόν ώστε να δύνανται να σχολιάσουν το παρόν και να οραματιστούν το μέλλον. Οι φουκαράδες βαστάζοι του «õμφακές είσιν» βαυκαλίζονται θαρρώντας ότι υπάρχουν ως επίκαιροι ενώ είναι αδυσώπητα παρωχημένοι πριν καν τιτιβίσουν. Και η ετυμηγορία είναι αμείλικτη: δεν υπήρξαν, δεν υπάρχουν, δεν θα υπάρξουν.

Στα social media διακρίνω κοινωνιολογικά δύο κατηγορίες αναρτώντων. Στην πρώτη ανήκουν όσοι έχουν ήδη θητεύσει σε εφημερίδες, περιοδικά, επιθεωρήσεις. Στη δεύτερη οι λίαν επιεικώς σπασμωδικοί και φουριόζοι, οι οποίοι εκτοξεύουν αστόχαστα τις ελάχιστα, έως καθόλου, επεξεργασμένες αποφάνσεις τους για όποιο γεγονός έρχεται στην επικαιρότητα

Face Control

Τη γνώρισα από τη φίλη μου Βανέσσα Θεοδωροπούλου, ειδήμονα στον Γκυ Ντεμπόρ και στους καταστασιακούς, που επίσης μου γνώρισε την Αλίς Ντεμπόρ και μάλιστα τη φέραμε παρέα στην Αθήνα. Γοητεύτηκα από την ποίησή της, που εξέδωσε στον αείμνηστο Σάμη Γαβριηλίδη ως Αλεξάνδρα Κανδάνου, το 2014 («Χίλιες σε μία νύχτες») και το 2017 («Τα φτερωτά χαλινάρια του έρωτα». Συναντιόμασταν μες στους εγκλεισμούς του κορονοϊού και τα λέγαμε ασμένως. Αυτό τον καιρό διαβάζω το εμβριθέστατο και συναρπαστικό πόνημά της «Επιβίωση και ιερότητα» (εκδ. Παπαζήση), μια διερεύνηση του χαμένου κρίκου ανάμεσα στη φύση και τον σύγχρονο άνθρωπο. Τη λένε Αλεξάνδρα Θεοδωροπούλου και της βγάζω το καπέλο.

Ετικέτες

Documento Newsletter