Τα Ριζά (Θεμιστοκλής Καρποδίνης, Κωστής Ζουλιάτης, Πέτρος Λαμπρίδης) είναι μια δημιουργική συνάντηση με την παράδοση μέσα από έναν απρόσμενα ταιριαστό συνδυασμό πιάνου, κοντραμπάσου και φωνής.
Τα ριζά, οι πρόποδες του βουνού, οι ρίζες. Οχι φολκλόρ επιστροφή στις ρίζες αλλά μια βαθιά ριζωμένη συνάντηση με την παραδοσιακή και τη λαϊκή μουσική. Αυτό είναι τα Ριζά, η φωνή του Θεμιστοκλή Καρποδίνη, το πιάνο του Κωστή Ζουλιάτη (aka Costinho) και το κοντραμπάσο του Πέτρου Λαμπρίδη. Πριν από λίγους μήνες μας συστήθηκαν δισκογραφικά (εδώ και στο Ηνωμένο Βασίλειο) με τον ομότιτλο δίσκο τους, ο οποίος ήδη έχει κάνει αίσθηση προτείνοντας κάτι εντελώς διαφορετικό στη μουσική ανάγνωση γνωστών παραδοσιακών τραγουδιών. Αφαιρετική ενορχήστρωση, επιβλητική φωνή, τζαζ επιρροές, ακουστικός χαρακτήρας. Οι βασικές αρχές του πανηγυριού (ο τραγουδιστής μπροστά, οι μουσικοί συνοδεύουν) παραμένουν και συναντιούνται απρόσμενα και γοητευτικά με κείμενα, φωνές και ανθρώπινες ιστορίες.
Πίσω από –τρεις στην προκειμένη– πετυχημένους άντρες βρίσκεται συνήθως μια γυναίκα, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Βασιλική Μπόγδανου (ουσιαστικά το τέταρτο μέλος της ομάδας και ιδρυτικό). Είναι εκείνη που έθεσε την ιδέα γι’ αυτήν τη μουσική σύμπραξη στους τρεις φίλους μια καλοκαιρινή ημέρα του ’17 στην Πάρο. Εκτοτε είναι αυτή που φροντίζει όλο το σχήμα. Τα Ριζά είναι μια υπόθεση σχεδόν οικογενειακή, προσωπική, χειροποίητη. Αυτό φάνηκε και στη συζήτησή μας, από το πώς συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, πώς κινούνται πάνω σε μια κοινή αισθητική.
«Επιλέξαμε κομμάτια που άρεσαν στον καθένα ξεχωριστά –και τελικά σε όλους μας– με το σκεπτικό ότι θέλουμε εμείς πρώτα να τα ακούσουμε με έναν τρόπο διαφορετικό, πιο αφαιρετικό. Συμπτωματικά, είναι όλα τραγούδια θαλασσινά, από την περιοχή του Αιγαίου» εξηγεί ο Θεμιστοκλής. «Ο Θέμης λόγω της καταγωγής του από την Πάρο είχε και βιωματική σχέση με τα τραγούδια αυτά. Ο Πέτρος πιο ακαδημαϊκή. Εγώ δεν είχα κάνει σπουδές σχετικές με την παράδοση –είμαι και παιδί της πόλης–, ωστόσο με γοήτευε το να προσπαθώ να τα αποδώσω στο πιάνο, ένα όργανο που δεν ταιριάζει σε αυτήν τη μουσική, δεν μπορεί να αποδώσει τις κλίμακες, τους τρόπους, ακόμη και την ενέργεια» συμπληρώνει ο Κωστής. Από την πρώτη τους εμφάνιση στην Πάρο έως την κυκλοφορία του δίσκου τους μεσολάβησε ενάμισης χρόνος. Με τα μέλη να χωρίζονται με φυσική απόσταση (ο Κωστής διαμένει στο Λονδίνο) οι πρόβες για το τελικό αποτέλεσμα ήταν λίγες. Οι μέρες ηχογράφησης μόλις δυόμισι.
Παπαδιαμάντης, Σκαρίμπας μέρος της παράδοσης
Από εκεί και πέρα το κάθε κομμάτι στον δίσκο τους έχει μετατραπεί σε σκηνοθετημένη ιστορία, προσδίδοντάς τους νέα υπόσταση, καθιστώντας τα άχρονα και σύγχρονα ταυτοχρόνως. Τραγούδια και σκοποί από τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, την Εύβοια, την Αίγινα, αλλά και από τα παράλια της Μικρασίας όπως αυτά ταξίδεψαν μέχρι την Αγιάσο της Λέσβου μπλέκονται με θεατρική πρόζα, παλιές ηχογραφήσεις, φωνές ανθρώπων από τη Νάουσα της Πάρου, αφηγήσεις μεταναστών στη νήσο Ελις. Ο «σκηνοθέτης» των τραγουδιών, ο Κωστής, εξηγεί: «Μας βγήκε φυσικό να επεξεργαστούμε τις αρχικές ηχογραφήσεις. Μέρος της παράδοσης θεωρούμε και τον Σκαρίμπα και τον Παπαδιαμάντη, δεν είναι ξένο σώμα, είναι ένας κόσμος παρόλο που έχουν πια αποσυνδεθεί – τα βιβλία στα βιβλιοπωλεία, η μουσική στις μουσικές σκηνές. Στον Παπαδιαμάντη ενυπάρχει ο “σκοπός του Προύζου”».
Για τα Ριζά η ηχογράφηση των τραγουδιών δεν σηματοδοτεί την ολοκλήρωσή τους. Αντιθέτως, «είναι συναρπαστική η μετέπειτα διαδικασία στο στούντιο με τον πειραματισμό. Για μένα προσωπικά είναι μια φυσική διαδικασία λόγω των ακουσμάτων που έχω και του πώς αντιλαμβάνομαι τη μουσική. Ουσιαστικά αυτό που κάναμε πλησιάζει την ηχητική ενός πανηγυριού: ακούγονται φωνές και γίνονται αναπόσπαστο μέρος του τραγουδιού».
Τους ρωτώ εάν θα ενοχληθούν ακούγοντας να αναφέρονται τα τραγούδια τους ως διασκευές. «Οχι» απαντά ο Κωστής, «αλλά η έννοια της διασκευής δεν υπάρχει στην παραδοσιακή μουσική. Διασκευή ποιας εκτέλεσης; Πώς ορίζεται το αρχικό και αυθεντικό; Για να φέρω ένα παράδειγμα: η “Μπρατσέρα” (το πρώτο κομμάτι στον δίσκο) ήταν αρχικά οργανικό κομμάτι, γνωστό ως ο “σκοπός του Προύζου” και σταδιακά κάποια αυτοσχεδιαστικά δίστιχα επικράτησαν. Τη δεκαετία του ’50 στην πρώτη ηχογράφηση οι αδερφές Χατζηδάκη το ονόμασαν “Μπρατσέρα” γιατί υπήρχε η τάση να οικειοποιούνται οι ερμηνευτές τραγούδια και ένας τρόπος για να το κάνουν αυτό ήταν αλλάζοντας τον τίτλο. Λόγω του μέσου, του δίσκου, επικράτησε, διαδόθηκε και αναφέρονται σε αυτό σαν να είναι η πρώτη εκτέλεση».
«Αυτό είναι από τα άσχημα που έχει κάνει η δισκογραφία. Αναπαράγονται εκτελέσεις που έχουν κυριαρχήσει, όπως π.χ. το “Ντάρι ντάρι” με τον τρόπο που το λέει ο Γιάννης Πάριος» συμπληρώνει ο Θεμιστοκλής. Ο Πέτρος βλέπει και μια άλλη οπτική: «Ωστόσο αυτή η μουσική έχοντας χάσει το λειτουργικό της νόημα, χωρίς τη δισκογραφία δεν θα είχε καμία ελπίδα να επιβιώσει. Βλέπουμε τις εκτελέσεις σαν μουσειακά κομμάτια που δεν πρέπει να πειράζουμε· είναι ιερά. Αλλά στην πραγματικότητα μιλάμε για μια μουσική η οποία εάν δεν εξελιχθεί, δεν έχει νόημα να υπάρχει, γιατί δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό. Προσωπικά δεν με ενοχλούν ούτε οι τουρμπο-φολκ εκτελέσεις με πλήκτρα – ίσα ίσα θεωρώ υγιές να συμβαίνει αυτό, κρατάει τη μουσική λαϊκή. Δεν είναι μουσική που φτιάχτηκε για να θαυμάζεται, δεν είναι το απόσταγμα κάποιας τεραστίας ιδιοφυΐας. Είναι λειτουργική μουσική και είναι καλό να συνεχίζει να υπάρχει».
«Φαίνεται ότι κάνουμε μια διασκευή, ένα πείραγμα στα κομμάτια, επειδή χρησιμοποιούμε ανορθόδοξα όργανα, που δεν περιμένεις να αποδώσουν αυτήν τη μουσική. Εάν ανατρέξουμε στο παρελθόν, όμως, έχουμε και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: το κλαρίνο που θεωρούμε ως το κατεξοχήν παραδοσιακό όργανο, το οποίο προήλθε από τις στρατιωτικές μπάντες και πολεμήθηκε ως ξενόφερτο. Τότε έπαιζαν με αλλά πνευστά, αλλά ήρθε κι έμεινε. Κάποιοι άλλοι μιλώντας με πιουρίστικη λογική μπορούν να πουν ότι δεν έχουν χώρο τα ντραμς σε αυτήν τη μουσική. Εάν δεν έχουν, θα φύγουν, θα τα αποβάλει ο χρόνος» λέει ο Κωστής. «Ο χρόνος αποφασίζει τι είναι καλό στη μουσική, όχι οι ειδήμονες» καταλήγει ο Πέτρος.
Η ανάγκη της πόλης να συνδεθεί με το παρελθόν
Παρά την πολύ πρόσφατη κυκλοφορία του εξαιρετικής αισθητικής δίσκου τους και τις μονάχα δύο εμφανίσεις που έχουν πραγματοποιήσει τα Ριζά στην Αθήνα (οι χώροι επιλέγονται σχολαστικά με κριτήριο τη σωστή ακουστική), η ανταπόκριση του κοινού είναι θερμή. Ποια είναι αυτή η «ευαίσθητη χορδή» που κατάφεραν να ακουμπήσουν; «Χωρίς να θεωρώ ότι κάνουμε κάτι ξεχωριστό, φέρνουμε αυτό που έχει κάπως ξεχαστεί τις τελευταίες δεκαετίες στο παραδοσιακό τραγούδι: τις φυσικές εντάσεις και μια φωνή που βγαίνει χωρίς να χρειάζεται μικρόφωνο» μου λέει ο Κωστής. «Μιλάμε για τραγούδια τόσο ποιοτικά που στέκονται και με τα βασικά τους συστατικά, δεν απαιτείται τίποτε παραπάνω από μια απλή ενορχήστρωση και τη μελωδία· ούτε περίεργες συγχορδίες ούτε τίποτε» συμπληρώνει ο Πέτρος.
«Υπάρχει αφαίρεση σε αυτό που κάνουμε, όπως άλλωστε και στην παραδοσιακή μουσική. Εάν κοιτάξουμε πίσω στον χρόνο, οι ζυγιές αποτελούνταν από δυο τρία όργανα. Δεν υπήρχε όλη αυτή η περίπλοκη ενορχήστρωση που υπάρχει τώρα. Γενικώς και από τις εμφανίσεις που έχουμε κάνει βλέπουμε την ανάγκη του κόσμου να συνδεθεί με την παράδοση. Οι πόλεις είναι γεμάτες από ανθρώπους από χωριά – δεν είναι ότι η αστική τάξη άρχισε να ασχολείται με την παράδοση» λέει η φωνή του σχήματος, ο Θεμιστοκλής.
Κατά πόσο όμως βάζοντας αυτά τα τραγούδια σε χώρους συναυλιακούς τα αποστειρώνουν, αφαιρώντας τη διονυσιακή τους υπόσταση με την οποία έχουν συνδεθεί οι άνθρωποι της υπαίθρου; Ο Θεμιστοκλής διευκρινίζει ότι τα περισσότερα τραγούδια είναι καθιστικά και πως υπάρχει κάποια παρανόηση ως προς το ότι όλη η παραδοσιακή μουσική αφορά τα γλέντια και τα πανηγύρια. Ο Πέτρος συμπληρώνει: «Έχουμε διαλέξει τραγούδια με διάφορες λειτουργίες: καθιστική, χορευτική, πένθιμη. Αλλά εμείς δεν τα ερμηνεύουμε ως τέτοια. Ετσι κι αλλιώς όταν παίρνεις μια μουσική που έχει συγκεκριμένη χρήση και τη φέρνεις σε συναυλιακό χώρο έχεις κάνει ένα βήμα αποξένωσης από το πλαίσιό της. Ωστόσο σε κάποια έχουμε διατηρήσει τη χορευτική τους διάσταση, με την έννοια ότι αυτός που αναγνωρίζει τον ρυθμό εάν θελήσει να χορέψει στις εμφανίσεις μας, έχει καλώς».
Η χούντα, η παράδοση και η έννοια του εθνικού
Η συζήτηση μεταφέρεται στα παράλια της Μικράς Ασίας και στους μετανάστες που έφεραν μαζί με το βιος και τις ελπίδες τους τις μουσικές τους, τις οποίες έπειτα από χρόνια οικειοποιήθηκαν οι γηγενείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το οργανικό «Τα ξύλα» (στον δίσκο ακούγεται σε μια απρόσμενη εκτέλεση σόλο πιάνο), που θεωρείται παραδοσιακό της Μυτιλήνης. «Πού να τους πεις ότι είναι τουρκικό στρατιωτικό εμβατήριο» σχολιάζει ο Κωστής.
«Το έθνος είναι μια κατασκευή τριών αιώνων και γι’ αυτό δεν μπορεί τίποτε να είναι εθνικό. Η αγωνία κάποιων να οικειοποιηθούν οτιδήποτε και να το αναγάγουν σε εθνικό δείχνει ότι παραμένουν μόνο στην επιφάνεια. Και βέβαια η χούντα έκανε ζημιά στην παραδοσιακή μουσική.
Χωρίς να κατανοεί αυτά τα κομμάτια, τους αφαίρεσε τον λαϊκό χαρακτήρα τους προσπαθώντας να τα επιβάλει ως εθνικά, με φυσικό αποτέλεσμα οι δημοκρατικοί πολίτες να αποτραβηχτούν από την παράδοση. Ευτυχώς τις τελευταίες δύο δεκαετίες αρχίζουν οι νέοι να την επαναπροσεγγίζουν, όχι ως κάτι που τους κληροδοτήθηκε από τους γονείς τους αλλά ανακαλύπτοντας εξαρχής την ομορφιά της».
INFΟ
O δίσκος «Τα Ριζά» κυκλοφορεί σε βινύλιο και CD
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento