Τα ψάρια χάνονται, οι μέδουσες έρχονται

Τα ψάρια χάνονται, οι μέδουσες έρχονται

Αντιμέτωποι με ένα επώδυνο τσίμπημα μέδουσας ενδέχεται να βρεθούν φέτος οι λουόμενοι στις ελληνικές θάλασσες λόγω της αύξησης του πληθυσμού του είδους.

Οι καθημερινές αναρτήσεις στα social media παρουσιάζουν παραλίες πότε στον Σαρωνικό, πότε σε άλλες περιοχές της Ελλάδας με μοβ μέδουσες, οι οποίες έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους σκορπώντας τον πανικό. Οι ειδικοί ωστόσο μιλούν για φαινόμενο που είχε εμφανιστεί και τα προηγούμενα χρόνια, δεν παραμένει στάσιμο αλλά μεταφέρεται ανάλογα με την κυματική δραστηριότητα και ξεκαθαρίζουν ότι δεν υπάρχει λόγος πανικού. Μάλιστα, όπως εξηγούν οι ίδιοι, αυτό που θα πρέπει πραγματικά να μας προβληματίζει είναι η συχνότητα του φαινομένου, γεγονός το οποίο υποδηλώνει πόσο καταστροφικό είναι το ανθρώπινο αποτύπωμα στο περιβάλλον, αλλά και το μερίδιο ευθύνης που έχει καθένας μας ξεχωριστά στην υπεραλίευση, η οποία αποτελεί και έναν από τους βασικούς παράγοντες που προκαλούν αυτού του είδους τα φαινόμενα.

«Αυτό που βλέπουμε στις θάλασσες δεν είναι αυτό που βλέπαμε πριν από δέκα χρόνια. Αλλάζει το θαλάσσιο οικοσύστημα, αλλάζουν οι θερμοκρασίες και τεράστια ευθύνη έχει ένας πληθυσμός ο οποίος λέγεται άνθρωπος, με όλες τις δραστηριότητές του. Αυτήν τη στιγμή παρατηρούμε αυτές τις επιπτώσεις» εξηγούν στο Documento επιστήμονες.

Εν τω μεταξύ τα επιστημονικά συμπεράσματα που έχουν προκύψει ύστερα από παρακολούθηση των πληθυσμιακών εξάρσεων των μεδουσών είναι σαφή: οι μέδουσες συνδέονται με την έντονη αλιευτική δραστηριότητα. Με απλά λόγια, από τα οικοσυστήματα που υφίστανται υπεραλίευση αφαιρείται μεγάλος αριθμός ψαριών, με αποτέλεσμα να ευνοείται η ραγδαία ανάπτυξη των μεδουσών, προκαλώντας πολλαπλές επιπτώσεις σε αυτά, στην παραγωγικότητα της αλιείας αλλά και στον τουρισμό.

Σε κάθε περίπτωση πάντως οι επιστήμονες είναι καθησυχαστικοί σε σχέση με την παρουσία των μεδουσών στις ακτές, με δεδομένο ότι πρόκειται για οργανισμούς που είναι πάρα πολύ ευαίσθητοι στην κυματική δράση και αναμένεται, όπως εξηγούν, στα μέσα Ιουνίου, όταν αρχίσουν «ν’ αλλάζουν τα νερά», το φαινόμενο αυτό να φύγει να εξαλειφθεί. Ξεκαθαρίζουν βέβαια ότι «η κυματική δράση σε οποιαδήποτε κατεύθυνση θα μειώσει την ένταση του φαινομένου από τις ακτές, αλλά αυτό εξαρτάται από το σημείο που βρίσκονται οι ακτές. Δεν θα γίνει, για παράδειγμα, το ίδιο στον Σαρωνικό ή τον Θερμαϊκό. Δεν θα γίνει στους ίδιους χρόνους».
Είναι γνωστό ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα καταστρέφει τα θαλάσσια οικοσυστήματα και συνολικά το περιβάλλον, ωστόσο οι επιστήμονες μιλώντας στο Documento εξηγούν παράλληλα πως αυτή η δραστηριότητα ευθύνεται και για την επέλαση των μεδουσών.

«Το γεγονός ότι αυτά τα φαινόμενα επαναλαμβάνονται δείχνει μια τάση –δεν μπορούμε να κάνουμε πρόβλεψη– ότι αυτό το φαινόμενο έρχεται για να μείνει» εξηγούν.

«Είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο που σχετίζεται με τον κύκλο ζωής του είδους, με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες και τις αλληλεπιδράσεις που έχει αυτό το είδος με άλλα είδη» επισημαίνουν.

Ευνοϊκές οι υψηλές θερμοκρασίες

Το βέβαιο είναι ότι η αναπαραγωγή αυτών των οργανισμών εξαρτάται από τις υψηλές θερμοκρασίες, οπότε αν ο υδράργυρος ανέβει, ενεργοποιεί απευθείας τον κύκλο αναπαραγωγής τους. «Παίρνουν μήνυμα οι οργανισμοί να ξεκινήσουν την αναπαραγωγική τους διαδικασία, οπότε έχουμε αυτές τις πληθυσμιακές εκρήξεις στον κύκλο τους πριν από την καθορισμένη ημερομηνία. Αυτό το φαινόμενο θα εμφανιζόταν τον Ιούλιο με μέσα Αυγούστου, με τις υψηλές θερμοκρασίες της εποχής, τώρα όμως αυτό το φαινόμενο παρατείνεται» εξηγεί στο Documento ο καθηγητής Θαλάσσιας Βιοποικιλότητας και πρόεδρος του τμήματος Γεωπονίας, Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Δημήτρης Βαφείδης.

Το ζήτημα όμως που προκύπτει με αυτή την πρώιμη αναπαραγωγική διαδικασία των μεδουσών δεν έγκειται μόνο στο ότι αυξάνεται ο πληθυσμός, αλλά και στο ότι παράλληλα οι βασικοί θηρευτές του δεν έχουν λάβει ακόμη το «μήνυμα» ώστε να τον αναζητήσουν ως τροφή και έτσι να τον ελέγξουν. «Παραδοσιακά όταν έχουμε αυτό τον κύκλο αναπαραγωγής τους υπάρχει και ένας “κύκλος εργασιών” που εκτείνεται συνήθως την εποχή του Ιουλίου και του Αυγούστου. Οι οργανισμοί που τα θηρεύουν ξέρουν ότι έχουν αυτή την πληθυσμιακή έκρηξη, οπότε και ελέγχουν τον πληθυσμό, τα τρώνε δηλαδή. Για παράδειγμα, οι κυνηγοί, τα μεγάλα πελαγικά όπως είναι ο τόνος, το σκουμπρί, ο ξιφίας, αυτοί οι θηρευτές έχουν το μήνυμα ότι εκείνη την εποχή, σε εκείνη τη χρονική στιγμή, σε εκείνο τον τόπο, θα έχουμε πληθυσμιακή έκρηξη. Αυτός είναι ο παράγοντας της αλληλεπίδρασης με τα υπόλοιπα είδη» εξηγεί ο καθηγητής Θαλάσσιας Βιοποικιλότητας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Με αυτά τα δεδομένα το πρόβλημα διογκώνεται καθώς δεν φτάνει μόνο το γεγονός ότι έχει παραταθεί η παρουσία των μεδουσών στις θάλασσες λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας, λείπουν και από τον βυθό οι «εχθροί» τους. «Αντιλαμβάνεστε ότι όταν αυτά τα είδη –τα μεγάλα πελαγικά– εκλείπουν από την υπεραλίευση, το πρόβλημα εντείνεται ακόμη περισσότερο. Δηλαδή όταν κυνηγούμε εμείς, υπεραλιεύουμε τόνο και ξιφία, οι εχθροί του είδους μειώνονται» λέει στο Documento ο καθηγητής Δ. Βαφείδης και συνοψίζει: «Οπότε ο πρώτος παράγοντας είναι η θερμοκρασία, ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι εκλείπουν οι θηρευτές και ο τρίτος, ο πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας, είναι αυτός που βιώνουμε και που τον περιγράφουμε με τον όρο κλιματική αλλαγή».

«Καζάνι που βράζει η Μεσόγειος»

«H δική μας θάλασσα, η Μεσόγειος, τείνει να μετατραπεί σε καζάνι που βράζει» αναφέρει σε έρευνά της η WWF. Tα στοιχεία της έρευνας της περιβαλλοντικής οργάνωσης σοκάρουν και αποδεικνύουν ότι η εμφάνιση των μεδουσών στις ακτές είναι το λιγότερο που έχουν προκαλέσει η κλιματική αλλαγή και η υπεραλίευση.
Η κατάσταση περιγράφεται γλαφυρά στην εν λόγω έρευνα: «Η Μεσόγειος συγκαταλέγεται στις περιοχές που πλήττονται σοβαρά από τις κρίσεις της κλιματικής αλλαγής και της βιοποικιλότητας. Πρόκειται για την πιο υπεραλιευμένη θάλασσα παγκοσμίως, με ραγδαία απώλεια βιοποικιλότητας, ενώ θερμαίνεται 20% ταχύτερα συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη. Οπότε, όσο οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης εντείνονται, αναμένονται και εδώ μεταναστεύσεις ειδών σε περιοχές με ευνοϊκότερες συνθήκες, αλλαγές στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά των ψαριών στην προσπάθεια να προσαρμοστούν στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και εντεινόμενη εισβολή ξενικών ειδών όπως οι αγριόσαλπες και το λεοντόψαρο. Επαναλαμβάνεται δε ότι ο γαύρος και η σαρδέλα, από τα πλέον εμπορικά ψάρια στην Ελλάδα και τη Μεσόγειο, επηρεάζονται σοβαρά από το κλίμα. Φυσικά, οι αρνητικές αυτές εξελίξεις απειλούν ευθέως και τον βιοπορισμό των παράκτιων ψαράδων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 80% του μεσογειακού στόλου και καλύπτουν περίπου 134.300 θέσεις εργασίας».

«Να αναλογιστούμε την ευθύνη μας»

«Επειδή σκεφτόμαστε τη θάλασσα τις πέντε δέκα μέρες που πάμε να ξαπλώσουμε στην παραλία και μας ενοχλεί αισθητικά ή πρακτικά η μέδουσα και δεν σκεφτόμαστε ότι εμείς επηρεάζουμε τις θάλασσές μας» απαντά στην ερώτηση για τις αιτίες του φαινομένου η διευθύντρια Ερευνας Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας Αρχιπέλαγος Αναστασία Μήλιου.

Ταυτόχρονα εξηγεί ότι θα πρέπει να αναλογιστούμε την ευθύνη μας: «Δεν θα έπρεπε να μας προκαλεί εντύπωση ότι έχουμε αυξητικές τάσεις στις μέδουσες και στα εισβολικά αλλά και τα ξενικά είδη, δεδομένου ότι μέσα σε λίγα χρόνια έχουμε συμβάλει όλοι μαζί στην υπεραλίευση και την εξάντληση των αλιευμάτων και των θαλάσσιων πόρων, άρα πρέπει να αναλογιστούμε και την ευθύνη που έχει και καθένας μας σε αυτή την κατάσταση».

Πάντως, όπως εξηγεί, το φαινόμενο αυτό δεν διαφέρει πολύ από το αντίστοιχο περυσινό, όταν πάλι εμφανίστηκε έξαρση σε μέδουσες. «Προφανώς και έχουμε μια αυξητική τάση σε μια θάλασσα που είναι υπεραλιευμένη. Εχουμε υπεραλιεύσει τους φυσικούς θηρευτές της μέδουσας και ο πολίτης δεν έχει εκπαιδευτεί να ενδιαφέρεται από πού προέρχεται το ψάρι το οποίο τρώει και τι επιπτώσεις και τι αποτύπωμα έχει στη θάλασσα η επιλογή του. Αυτά που είναι αυτονόητα σε άλλες χώρες εμείς ακόμη δεν τα έχουμε σκεφτεί ως έννοιες. Συμβάλλουμε ως καταναλωτές και ως έμποροι στο άδειασμα της θάλασσάς μας» σημειώνει η Αν. Μήλιου.
Καταλήγοντας εξηγεί ότι «δεν πρέπει να μας προκαλεί πανικό η αυξητική τάση αλλά προβληματισμό σχετικά με το πώς εμείς όλοι συμβάλλουμε σε αυτό και τι μπορούμε να κάνουμε τον επόμενο χρόνο ώστε να μην έχουμε τόσο καταστροφικό αποτύπωμα πάνω στη θάλασσα».

Πώς αντιμετωπίζουμε το τσίμπημα

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας Αρχιπέλαγος, η μέδουσα Pelagia noctiluca έχει διάμετρο 6-10 εκατοστά και σχήμα καμπάνας με κυματοειδείς άκρες. Το χρώμα της είναι ροζ με μοβ χρώμα, με κάθετες ρίγες. Εχει οκτώ απλά πλοκάμια και τέσσερα παχύτερα γύρω από τη στοματική κοιλότητα. Εχει διακριτούς ιστούς, αλλά όχι όργανα και μόνο ένα άνοιγμα του σώματος.

Η Pelagia noctiluca είναι ικανή να παρέχει μια ισχυρή δόση τοξίνης σε κάθε οργανισμό με τον οποίο θα έρθει σε επαφή. Η επαφή με την τοξίνη της μέδουσας μπορεί να είναι επώδυνη αλλά όχι επικίνδυνη. H Pelagia noctiluca έχει μια ευρεία κατανομή και μπορεί να βρεθεί σε όλα τα ζεστά και εύκρατα νερά, συμπεριλαμβανομένης της Μεσογείου. Ομάδες των Pelagia noctiluca μπορούν μερικές φορές να παρασυρθούν και σε παράκτια ύδατα σε πυκνές συγκεντρώσεις μέχρι 600 άτομα ανά κυβικό μέτρο.

«Οταν μας τσιμπάει μέδουσα είναι σαν μας χτυπάει μαστίγιο και έχει συνήθως γραμμοειδή μορφή το χτύπημα» εξηγεί στο Documento ο δερματολόγος Κωνσταντίνος Μηλεούνης. Οι κινήσεις που πρέπει να ακολουθήσουμε για να αντιμετωπίσουμε το τσίμπημα είναι οι ακόλουθες: ξέπλυμα με θαλασσινό νερό ή ξινόνερο και όχι με γλυκό, επειδή σπάνε τα κυστίδια και απελευθερώνεται η τοξίνη της μέδουσας. Παράλληλα τοποθετούμε στο σημείο μια κορτιζονούχα κρέμα για περίπου δύο εβδομάδες. Ο γιατρός εξηγεί ότι «το πρήξιμο μπορεί να παραμένει έως και δύο εβδομάδες, ενώ η δυσχρωμία μπορεί να παραμείνει εβδομάδες αλλά καμία φορά και μήνες».

Ετικέτες

Documento Newsletter