Κάθε φορά που χρειαζόταν ένα αντίβαρο στην εθνική μας μειονεξία επιστρατεύαμε την πολιτισμική υπεροχή της αρχαιότητας: όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες οι Γερμανοί έτρωγαν βελανίδια, οι Γάλλοι δεν ήξεραν ακόμη να φτιάχνουν κρέπες κ.λπ. Κι έτσι πορευτήκαμε ώσπου εμφανίστηκε ο Μητσοτάκης, ο οποίος θέλοντας να πρωτοτυπήσει επινοούσε καινούργια πεδία όπου η Ελλάδα ήταν ξανά πρωταθλήτρια. Οπως τον πρώτο καιρό της πανδημίας που τα πετσοταϊσμένα ΜΜΕ μας διαβεβαίωναν ότι είχαμε τους λιγότερους νεκρούς. Πολύ σύντομα βέβαια το αφήγημα κατέρρευσε μαζί με άλλα. Το φωτοστέφανο του ηγέτη που φιλοδοξούσε να έχει μείζονα ρόλο στο διεθνές στερέωμα το καλλιεργούσαν συστηματικά οι αυλικοί του. Τις δικές του τάχα ιδέες υιοθετούσαν στην ΕΕ, επέλεξε τη σωστή πλευρά της Ιστορίας στον πόλεμο της Ουκρανίας και ας τίναξε στον αέρα τις σχέσεις μας με τη Ρωσία, με τεράστιο πολιτικό κόστος.
Είχαν συσσωρευτεί πολλά τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Το επιτελικό κράτος αποδείχτηκε μια απάτη, η πολυδιαφημισμένη αριστεία υπήρξε το εκσυγχρονισμένο ρουσφέτι, το αίσθημα της ασφάλειας ταυτίστηκε με την αστυνομική καταστολή, η απαξίωση των θεσμών και η παραβίαση του συντάγματος ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, για να καλύπτονται τα κάθε λογής σκάνδαλα με αποκορύφωμα τους Πάτσηδες και τις υποκλοπές.
Τα Τέμπη ωστόσο λειτούργησαν ως μεγεθυντικός φακός όλων των προηγούμενων και συγκρούστηκαν μετωπικά το θράσος, η υποκρισία, η ξετσιπωσιά και εντέλει η ύβρις. Οι «επιτυχίες τους» εξαϋλώθηκαν στους 1.200 βαθμούς και απέμεινε η φωτογραφία του υπουργικού συμβουλίου με την πορνογραφημένη θλίψη, ο κυνισμός του Αδωνη και οι ποικιλώνυμοι κηφήνες που ρούφηξαν όλο το μέλι, νομίζοντας ότι θα οδηγήσουν το μελίσσι σε αφανισμό. Ομως ο κόσμος είναι στους δρόμους, έξαλλος με τον κατά συρροή εμπαιγμό των γελοίων δικαιολογιών. Η πολιτική τους σκέψη παράλυσε, θεωρώντας πως έχουν απέναντί τους τα κόμματα της αντιπολίτευσης και όχι μια κοινωνία ολόκληρη που ξεσηκώθηκε, γιατί οι μνήμες της διακυβέρνησης είναι νωπές και λειτουργούν αθροιστικά. Μόνο σαν ανέκδοτο ακούγονται οι δηλώσεις του Καιρίδη ότι μόλις αμφισβητήθηκε η κυριαρχία του Μητσοτάκη κατέρρευσαν τα χρηματιστήρια. Και γιατί δεν κάνει ένα διάγγελμα μέσω Γουόλ Στριτ να ηρεμήσουν οι αγορές; Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν φανταζόταν ότι η θεωρία του χάους με την πεταλούδα που πετά στον Αμαζόνιο και προκαλεί κρίση στις τράπεζες έχει την υπογραφή του Ελληνα πρωθυπουργού.
Του ανθρώπου που δεν ήξερε για τον Λιγνάδη, για τη μελέτη των Λύτρα – Τσιόδρα, για τις υποκλοπές ούτε για την κατάσταση των σιδηροδρόμων. Το μόνο που ξέρει είναι ότι χιονίζει και τη μέρα.
Μοιραία λοιπόν αναρωτιούνται οι πολίτες αν είναι ένοχος ή βλαξ. Σε ένα ευφυέστατο πάντως δοκίμιο του Ε. Λεμπέση η βλακεία συνδέεται με την ανηθικότητα. Ο βλαξ είναι συνεχώς πανικόβλητος, στερείται σφαιρικής αντίληψης και αδυνατεί να αμυνθεί με λογικά μέσα. Ετσι καταφεύγει σταθερά στον χαφιεδισμό, έχει ανάγκη τη στήριξη από τους ισχυρούς και γι’ αυτό δίνει τις μάχες του με τα ανηθικότερα όπλα: το ψεύδος, τη ραδιουργία και τη συκοφαντία.
Και όσο οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι βαρέθηκαν να λένε συλλυπητήρια στις οικογένειες των θυμάτων, άλλο τόσο και οι πολίτες βαρέθηκαν να ακούνε για ανύπαρκτα success stories.
*H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης