Βρεθήκαμε στα Γιάννενα για τα εγκαίνια της έκθεσης «Plásmata II: Ioannina», όπου οι μύθοι, οι θρύλοι, οι παραδόσεις και η Ιστορία συνομιλούν με την τεχνολογία και το φυσικό τοπίο
Αρχές καλοκαιριού, στα Γιάννενα όμως χαράζει ξανά η δική τους εποχή. Ενα κουβάρι πυκνά σύννεφα που πλέκουν μπόρες το καταμεσήμερο και πλατάνια που επιμένουν να υψώνονται μες στην πρωινή πάχνη, φιλοξενώντας ανάμεσα στα κλαδιά τους τα πρώτα κελαηδίσματα της ημέρας. Σκόρπια σκουφοβουτηχτάρια βουτάνε ανάμεσα στις καλαμιές της Παμβώτιδας, δίπλα σε όσες κι όσους δεν πτοούνται απ’ τις χοντρές στάλες της βροχής και ποδηλατούν ή βαδίζουν κατά μήκος της λίμνης. Τα τείχη του κάστρου εκτείνονται στη νοτιοανατολική γωνία της σύγχρονης πόλης αγκαλιάζοντας με τη βυζαντινή αρχιτεκτονική τούς αιώνες που έφυγαν και προσμένοντας αυτούς που θα έρθουν.
Στο μαγικό γκριζοπράσινο με μπλε ανταύγειες τοπίο έμελλε να γεννηθούν τα «Plásmata II: Ioannina», μια εικαστική διαδρομή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Εκεί, στην παραλίμνια διαδρομή ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν αχνοφαίνεται το μέλλον, μέσω μιας μοναδικής εμπειρίας που προτείνει νέες διαδρομές και συμβιώσεις. Οι μύθοι, οι θρύλοι και οι παραδόσεις συνομιλούν με την τεχνολογία, τέμνονται εκεί όπου το φυσικό τοπίο συναντά το αστικό.
Από το Πεδίον του Αρεως στη «ΜΑΝΑ» Ηπειρο
Ενα σχεδόν χρόνο μετά την Αθήνα, όπου τα «Plásmata» περιηγήθηκαν εντυπωσιάζοντας τους περαστικούς στο Πεδίον του Αρεως, τα Γιάννενα επεκτείνουν τον διάλογο ανάμεσα στο υλικό και το άυλο καλώντας το κοινό να περιπλανηθεί σε μια διαδρομή περίπου δύο χιλιομέτρων στο παραλίμνιο μέτωπο των Ιωαννίνων.
Οσες κι όσοι είχαμε την ευκαιρία να περπατήσουμε κάτω από την ασταμάτητη βροχή, ανάμεσα ή και μες στις εντυπωσιακές και κυρίως συγκινητικές δημιουργίες, διαπιστώσαμε από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι ο τρόπος με τον οποίο έχουν τοποθετηθεί στον χώρο δεν αφορά μια συμβατική εικαστική παρέμβαση αλλά «μια σειρά από συμβάντα στον δημόσιο χώρο», όπως επισήμανε η καλλιτεχνική διευθύντρια της έκθεσης και διευθύντρια πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου, η οποία συμμετέχει και η ίδια ως εικαστική καλλιτέχνιδα με το έργο «ΜΑΝΑ», το οποίο συνδημιούργησε με τον Μανώλη Μανουσάκη. Το έργο τους φιλοξενείται μέσα σε ένα από τα καταφύγια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο για πρώτη φορά ανοίγει την πόρτα του στο κοινό. Ενα δημόσιο ευχαριστώ της Αφροδίτης Παναγιωτάκου στη μητέρα της, ακαδημαϊκό και σημαντικό πρόσωπο για την πόλη των Ιωαννίνων Ελένη Κουρμαντζή. «Γιαννιώτης δεν είναι όποιος έχει γεννηθεί στα Γιάννενα αλλά όποιος έχει ξαναγεννηθεί στα Γιάννενα» μας λέει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου συγκινημένη, λίγο προτού περάσουμε την πέτρινη πύλη.
Το καταφύγιο μοιάζει με μικρογραφία της πόλης. Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου έχει καταγράψει ακόμη και με το κινητό της κάθε ήχο και κίνηση των Ιωαννίνων. Η βροχή που άλλοτε ραπίζει κι άλλοτε χαϊδεύει τον τσίγκο, τα πουλιά που λένε την πρώτη καλημέρα στη λίμνη, οι παφλασμοί του νερού που έχουν καταγραφεί με υγρόφωνο μέσα από την Παμβώτιδα, καλαμιές που χορεύουν κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό των Ιωαννίνων. Μικρές λίμνες υγρασίας, κάποια συνθήματα στους τοίχους και απόλυτη ησυχία για να ακουστούν ανατριχιαστικά οι στίχοι που απαγγέλλει ο Γιάννης Δάλλας.
Η έξοδος από το σπήλαιο στο φως της συννεφιασμένης εκείνης Πέμπτης είχε μια απρόσμενη λύτρωση, μια υπόσχεση ότι όλα συνεχίζονται.
Από την τοπική εμπειρία στο παγκόσμιο συγκείμενο
Περίπου ένα χρόνο χρειάστηκαν οι δημιουργοί για να αναζητήσουν μέσα τους την ύπαρξη των πλασμάτων των Ιωαννίνων, που μετατράπηκαν σε 29 διαφορετικούς σταθμούς, από τους οποίους οι έντεκα είναι νέες αναθέσεις σε Ελληνες καλλιτέχνες. «Υπήρξαν πολλές νέες αναθέσεις στους καλλιτέχνες, με προϋπόθεση –ως επιμελητική οδηγία– τα έργα αυτά να γεννηθούν μέσα από την πόλη, οπότε τα data, τα δεδομένα, τα υλικά έχουν προέλθει μέσα από τα Γιάννενα, ριζωματικά. Για εμάς είναι ζητούμενο βλέποντας οι Γιαννιώτες τα έργα να αναγνωρίσουν τι δουλειά έχουν αυτά εδώ» μας λέει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου και συμπληρώνει: «Οι καλλιτέχνες δούλεψαν στα Γιάννενα, έζησαν εδώ, συνομίλησαν, έψαξαν και βρήκαν καινούργιες ιστορίες». Εργα με έντονο προσωπικό στοιχείο που δεν σταματούν στιγμή να συνομιλούν όχι μόνο με το τοπικό αλλά και με το παγκόσμιο συγκείμενο.
«Ηρθαμε στα Γιάννενα για να μπορέσουμε να αναρωτηθούμε πάνω στο τι σημαίνει να αντιμετωπίζουμε την τεχνολογία ως κάτι το οποίο μαζί με τη φύση και τον άνθρωπο βρίσκουν ένα όλον. Είναι μια έκθεση για τον ψηφιακό κόσμο αλλά δεν εγκλωβίζεται σε αυτόν, ενώ μπορούμε να δούμε εντυπωσιακά έργα με οθόνες, εντάσσοντας οργανικά τα αντικείμενα στη φύση» επισημαίνει ο επιμελητικός διευθυντής Πρόδρομος Τσιαβός, παραθέτοντας παράλληλα μια εντυπωσιακή μεταφορά που αποτυπώνει με ακρίβεια τη φιλοσοφία πάνω στην οποία έχει στηθεί η έκθεση. «Ο κισσός στηρίζει το τείχος και το τείχος στηρίζει τον κισσό – έτσι παρουσιάζουμε την τεχνολογία στην έκθεση, μια συμβιωτική σχέση που έχει μέσα της και την έγνοια και την προστασία και την αγάπη και το νοιάξιμο, αλλά και τη σκληρότητα και την πέτρα και όλα αυτά προτείνουν ίσως ένα μοντέλο για την κατανόηση της τεχνολογίας και του σχεδιασμού της, το οποίο δεν είναι ηγεμονικό αλλά έχει τον χαρακτήρα της αγκαλιάς».
Μιλώντας κάποιος για τα Γιάννενα δεν πρέπει να ξεχνά ότι είναι τόπος με πλούσιο πνευματικό, δημιουργικό, πολιτικό παρελθόν, που παρέχει σχεδόν ανεξάντλητο υλικό για τέτοιες φιλόδοξες διεργασίες. Τα «Plásmata II» πλαισιώνουν όλη αυτή την πολύτιμη κληρονομιά ως ένα καλλιτεχνικό οικοσύστημα, αφυπνιστικό για τη σημασία της λίμνης στην πόλη των Ιωαννίνων και την επίδραση στη σημερινή ταυτότητά της, για το πώς η ηπειρωτική παράδοση μπορεί να επαναδιατυπωθεί μέσα από τωρινά αιτήματα και τεχνολογικά εργαλεία, για το πώς οι τοπικοί θρύλοι και μύθοι κατασκευάζουν ένα καινούργιο αφήγημα και κυρίως για το πώς η φύση λειτουργεί ως πυροδοτικός παράγοντας της μνήμης, άρα και της Ιστορίας.
«Plásmata» στη βροχή
Οσες κι όσοι βρεθήκαμε το περασμένο Σαββατοκύριακο στην πρωτεύουσα της Ηπείρου τριγυρίσαμε ανάμεσα στα πλάσματα κυρίως με βροχή είτε ήταν μέρα είτε ήταν νύχτα, διαπιστώνοντας ότι κάθε φυσικό φως ή καιρικό φαινόμενο αναδεικνύει κάθε φορά και κάτι διαφορετικό απ’ την προσωπικότητα του έργου.
Από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές είναι το αντάμωμα με την περφόρμανς του Πάνου Σκλαβενίτη «#thehead | Zéte». Ενα διονυσιακό καρναβαλικό αποτύπωμα που αντλεί έμπνευση από τα ηπειρωτικά έθιμα της Ηπείρου αλλά και των Βαλκανίων. Ζωομορφικές και φυτομορφικές χρωματιστές φιγούρες αρθρώνουν αρχέγονους εκστατικούς ήχους, απελευθερώνοντας ενέργεια στο σύμπαν.
Σε μια κατάθεση ψυχής προχώρησε η καλλιτέχνιδα Μαρία Λουίζου, η οποία επέλεξε να τοποθετήσει δίπλα στη λίμνη έξι κεραμικά γλυπτά που λειτουργούν ως πήλινες ηχητικές στολές, ως μήτρα έτοιμη να υποδεχτεί τα σώματα διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων. Τα γλυπτά «Εξι ανάσες το λεπτό» συνοδεύτηκαν από το κείμενο της δημιουργού που διάβασε με καθαρή και συγκινημένη φωνή: «Κάνω τη δουλειά αυτή για τα θύματα βίας και κακοποίησης, για τα άτομα που πενθούν γι’ ανθρώπους και τόπους που έχασαν, για θύματα τέτοια που μπορεί ποτέ να μην μπορέσουν να βγάλουν μια άχνα. Ονειρεύομαι χιλιάδες από αυτά τα κεραμικά κοστούμια να προσκαλούν τα άτομα αυτά να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί».
Από τα πιο αγαπημένα μου έργα είναι αυτό της Κατερίνας Κομιανού με το όνομα «Μέδουσα». Ενα έργο ξεβρασμένο στις παρυφές της λίμνης, κατασκευασμένο από μπρούντζο, λάστιχα κι ένα εντυπωσιακό ψηφιακό βίντεο. Το έργο κάνει αναφορά στον μύθο της Μέδουσας αλλά και στη γυναικοκτονία της κυρα-Φροσύνης και δεκαεπτά ακόμη γυναικών στη λίμνη Παμβώτιδα από τον Αλή πασά. Η ίδια μας είπε: «Χρησιμοποίησα τη Μέδουσα σαν μια φεμινιστική αναφορά και ως σύνδεση με τον μύθο. Βλέπουμε το σώμα της Μέδουσας φτιαγμένο από μπρούντζο κι ένα κομμάτι φυσικό, το οποίο έχει μεταμορφωθεί σε κάτι άφθαρτο, ένα πλάσμα που δεν καταλαβαίνεις την προέλευσή του, αν είναι στη ζωή ή όχι, από ποια εποχή προέρχεται, το φύλο. Το βίντεο δείχνει το κορμί μιας αμαζόνας, την οποία έχει ξεβράσει η λίμνη όπως και το πλάσμα, σε μια προσπάθεια σύνδεσης με την αρχαιότητα, συνδέοντας γυναίκες διαφορετικών εποχών, την αμαζόνα της αρχαιότητας με την κυρα-Φροσύνη και τις υπόλοιπες γυναίκες και τη Μέδουσα του μέλλοντος πια».
Ανάμεσα στη λίμνη και το τείχος του κάστρου φύση και πολιτισμός γίνονται ένα. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που συναντώνται γεννιέται αυτή η έκθεση. «Προσπαθήσαμε να γίνουν ένα με το περιβάλλον, να σεβαστούν τον χώρο» λέει η επιμελήτρια Δάφνη Δραγώνα.
Ξεχωριστής ομορφιάς και σκέψης είναι και η γλυπτική εγκατάσταση της Στεφανίας Στρούζα, ένα έργο με σημαντικό οικολογικό μήνυμα που μοιάζει με κραυγή. Το αρχαίο όνομα της λίμνης των Ιωαννίνων σημαίνει «αυτή που τρέφει τους πάντες», ένα σώμα που δίνει ζωή και που η προστασία του συνιστά προϋπόθεση για το λιμναίο οικοσύστημά της. Μέσα από αυτό το έργο καταγγέλλονται όλες οι βάναυσες μεταβολές που υφίσταται η λίμνη από τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα την έλλειψη οξυγόνου στη λίμνη και την ασφυξία πολλών ζωικών οργανισμών. Μια γλυπτική εγκατάσταση που αλλάζει χρώμα κάθε που νυχτώνει, διατηρώντας με συνέπεια την αναφορά στην παραδοσιακή γιαννιώτικη αργυροτεχνία.
Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει και στο έργο «The passing Maenads», μια ηχητική εγκατάσταση στη νότια πύλη του Κάστρου των Ιωαννίνων. Λουσμένη στο κόκκινο χρώμα, μπορείς να την ανεβοκατέβεις ακούγοντας το πολυφωνικό έργο με τα μοιρολόγια από την περιοχή της Ηπείρου να αντιλαλούν στα κελιά του Κάστρου. Μια σύζευξη ζωής και θανάτου μέσα από φωνές που τριγυρνάνε στους αιώνες στοιχειώνοντας τις μνήμες. Πρόκειται για ένα υπέροχο έργο γενετικής τεχνητής νοημοσύνης, που μέσα από τα ηπειρωτικά μοιρολόγια της περιοχής του Πωγωνίου αξιοποιεί τις σύγχρονες τεχνολογίες μηχανικής μάθησης και φωνητικής σύνθεσης.
Η έκθεση «Plásmata II: Ioannina» καταφέρνει να κάνει το προσωπικό συλλογικό, αλλά και το αντίστροφο. Ιδιαίτερα εύστοχη η παρατήρηση του Γιώργου Τζιρτζιλάκη, ο οποίος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ενώ όλη η Ελλάδα έχει πάθει μία νεύρωση με το Αιγαίο, αυτή η έκθεση άλλαξε τον προσανατολισμό προς τα Ψηλά Βουνά».
Η επιστροφή από τα Γιάννενα κρύβει μια μικρή μελαγχολία, μια μεγάλη έκσταση και το βιβλίο του πολυγραφότατου πεζογράφου Δημήτρη Χατζή για τα Γιάννενα, «Το τέλος της μικρής μας πόλης». Ξεκινά γράφοντας: «Γαλαζοπράσινη και βαθιά, δίπλα στη μικρή πόλη, απλώνεται η λίμνη. Μέσα στα νερά της καθρεφτίζει τα ψηλά του τα τείχια το παλιό, μεσαιωνικό και –θέλουν να λεν– ακόμα παλιότερο κάστρο τους» και τελειώνει όπως έχει αισθανθεί ο καθένας και η καθεμία σε αυτή την πόλη.