«Τα πάθη του Χριστού» στην 7η τέχνη

Από το 1896 άρχισαν να εμφανίζονται δειλά δειλά σε Γαλλία, ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία τα πρώτα φιλμ με θέματα εμπνευσμένα από τη ζωή του Χριστού. Οταν όμως αποφάσισε η ιταλική βιομηχανία του κινηματογράφου να καταπιαστεί με έργα που συνδέουν την αρχαία ιστορία με τη θρησκευτικότητα προέκυψαν οι πρώτες σοβαρές απόπειρες να αποτυπωθεί η επιρροή του Θεανθρώπου στους πιστούς. Από τις ταινίες εκείνης της εποχής ξεχώρισε το «Κβο βάντις» του Ενρίκο Γκουατσόνι.

Μυθική η «Μισαλλοδοξία» του Γκρίφιθ

Την πρώτη φορά που ο Χριστός έγινε κινηματογραφικός ήρωας ήταν το 1916. Η επική τοιχογραφία του βωβού κινηματογράφου του Ντέιβ Γ. Γκρίφιθ «Μισαλλοδοξία» ήταν μια πανάκριβη παραγωγή του πρώιμου Χόλιγουντ. Αν και δεν γνώρισε την εμπορική επιτυχία της προηγούμενης ταινίας του Γκρίφιθ «Η γέννηση ενός έθνους» (εισπράξεις ανάμεσα στα 50 και 100 εκατ. δολάρια), η νέα ταινία του Αμερικανού δημιουργού εντυπωσίασε τους κριτικούς. Θεωρήθηκε η καλύτερη απάντηση του σκηνοθέτη σε όσους τον είχαν καταχωρήσει ως ρατσιστή εξαιτίας της «Γέννησης» που αποθέωνε την Κου Κλουξ Κλαν. Κι αυτό κάπως έπρεπε να το διορθώσει. Η μυθική πλέον «Μισαλλοδοξία», που έχει πρωτοποριακή αφήγηση, αποτελεί μια εξαίσια σπονδυλωτή καταγραφή της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού, χωρισμένη σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο είναι ένα σύγχρονο μελόδραμα με θέμα την άδικη καταδίκη μιας γυναίκας σε θάνατο. Το δεύτερο καταγράφει τη σφαγή 30.000 Γάλλων προτεσταντών, των Ουγενότων, από τους καθολικούς στο Παρίσι στις 24 Αυγούστου 1572, ανήμερα του Αγίου Βαρθολομαίου. Το τρίτο μέρος και πιο εντυπωσιακό (αφού το ψαλίδι της λογοκρισίας δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί, οπότε ο Γκρίφιθ οργίασε με την κάμερά του) περιέγραφε με σκηνές ωμής βίας την καταστροφή της Βαβυλώνας από τους Πέρσες το 539 π.Χ. Τέλος, το τέταρτο και πιο επιδραστικό κεφάλαιο αφορούσε το δράμα του Θεανθρώπου, με κορυφαίο στιγμιότυπο εκείνο της σταύρωσης, όπου ο Αμερικανός σκηνοθέτης ξεδίπλωσε όλες τις αρετές του πληθωρικού ταλέντου του, σκιαγραφώντας ένα μυσταγωγικό και σκοπίμως μακριά από τις ανθρώπινες ίντριγκες πρόσωπο ενός Χριστού που βρίσκεται πιο κοντά στη θεϊκή υπόστασή του. Αξίζει εδώ να υπογραμμίσουμε την πρωτοποριακή χρήση ενός συνδετικού προσώπου για όλες τις ιστορίες που έχουν μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους: η αρχετυπική γυναικεία φιγούρα, την οποία υποδύθηκε η κορυφαία σταρ της εποχής Λίλιαν Γκις, που καλείται «Αιώνια μητρότητα» και συμβολίζεται από μια βρεφική κούκλα η οποία εκφράζει την αέναη διαδοχή γενεών. Σημαντική λεπτομέρεια του φιλμ: ο Χάουαρντ Γκέι που υποδύθηκε τον Χριστό ανέλαβε να παίξει κι έναν ακόμη ρόλο στο κεφάλαιο για τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, εκείνο του καρδινάλιου της Λωραίνης.

Η (χριστιανική) παρακαταθήκη του Σεσίλ ντε Μιλ

Μετά τη «Μισαλλοδοξία» χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία για να ξαναβρεί ο Χριστός την πρωταγωνιστική θέση του στο σινεμά κι αυτό συνέβη με την ταινία «Ο βασιλιάς των βασιλέων» του Σεσίλ ντε Μιλ το 1927. Χάρη στον ρόλο του Χριστού (τον οποίο ο σκηνοθέτης απέδωσε με μια ακόμη πιο σεβάσμια και «ιερή» προσέγγιση από τον Γκρίφιθ), ο ηθοποιός Χ. Μπ. Γουόρνερ είδε την καριέρα του να απογειώνεται και μάλιστα λίγα χρόνια αργότερα, το 1937, προτάθηκε και για Οσκαρ ερμηνείας χάρη στον «Χαμένο ορίζοντα» του Φρανκ Κάπρα. Πάντως ο Γουόρνερ όταν αποσύρθηκε δήλωσε πως ο Χριστός τού κατέστρεψε την καριέρα, επειδή όλοι τον έβλεπαν ως τη βιβλική μορφή της ταινίας του Ντε Μιλ και πάσχισε πολύ για να τους πείσει ότι μπορεί να παίξει κι άλλους ρόλους. Αλλωστε την πορεία του Χριστού ως κινηματογραφικού ήρωα ακολουθεί εδώ και δεκαετίες η περίφημη παραφιλολογία του «καταραμένου» ρόλου που χαντάκωσε όποιον ηθοποιό τον ερμήνευσε. Ο μύθος αυτός στιγμάτισε ηθοποιούς όπως ο Ρομπέρ Λε Βεγκάν («Γολγοθάς» του Ντιβιβιέ), Ρόμπερτ Πάουελ («Ιησούς από τη Ναζαρέτ» του Τζεφιρέλι), Τζέφρι Χάντερ («Ο βασιλεύς των βασιλέων»).

Ο Σεσίλ ντε Μιλ έκανε μεγάλη επιτυχία και με τις «Δέκα εντολές», τις οποίες μάλιστα γύρισε σε δύο εκδοχές: ως βουβή ταινία το 1923 και ως ομιλούσα το 1956.

Στα 50s ο Χριστός σε δεύτερο πλάνο

Στα 50s ο κινηματογραφικός Χριστός επιστρέφει, αλλά ούτε στον «Χιτώνα» (1953) του Χένρι Κόστερ, που ήταν η πρώτη ταινία που γυρίστηκε σε σινεμασκόπ, ούτε στον «Μπεν Χουρ» (1959) του Γουίλιαμ Γουάιλερ είναι κεντρικό πρόσωπο. Στο πρώτο φιλμ, που βασίζεται στο ομώνυμο ιστορικό μυθιστόρημα γραμμένο το 1942 από τον Λόιντ Ντάγκλας κι έγινε best seller, η ιστορία του Χριστού παρουσιάζεται από τη σκοπιά ενός Ρωμαίου αξιωματικού, του Μάρκελου (τον υποδύθηκε ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ενώ τον Χριστό ο άγνωστος τραγουδιστής της όπερας Κλοντ Χίτερ, που έπαιξε σε ακόμη μία τηλεταινία το 1970 και μετά εξαφανίστηκε). Ο Μάρκελος ήταν μέλος της ρωμαϊκής φρουράς στη σταύρωση του Χριστού αλλά μετά την απόκτηση του ιερού χιτώνα είδε τη ζωή και την πίστη του να αλλάζουν. Στον «Μπεν Χουρ» που έσκισε σε ταμεία και Οσκαρ (έντεκα νίκες σε δώδεκα υποψηφιότητες) το εύρημα του Γουάιλερ να μη δείξει το πρόσωπο του Χριστού στις δυο τρεις σκηνές όπου ο Τσάρλτον Ιστον έρχεται σε επαφή μαζί του ενίσχυσαν το μυστήριο και την περιέργεια του κοινού γύρω από το ποιο ήταν το «πραγματικό πρόσωπο του Υιού του Θεού».

Το 1961 ο Νίκολας Ρέι δεν είχε τέτοιες έγνοιες στο μαρξιστικό «Ο βασιλεύς των βασιλέων», δίνοντας φάτσα κάρτα τα χαρακτηριστικά ενός γαλανομάτη Χριστού (Τζέφρι Χάντερ), αποδομώντας πλήρως το μυστήριο και εστιάζοντας στην αγωνία των Εβραίων να διατηρήσουν το θάρρος και την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα εμφανιστεί ο Μεσσίας που θα τους απελευθερώσει από τους Ρωμαίους κατακτητές. Τέσσερα χρόνια μετά ο Μαξ φον Σίντοφ ανέλαβε τον δύσκολο ρόλο του Ιησού στην «Ωραιότερη ιστορία του κόσμου» (1965) του Τζορτζ Στίβενς, που αναπαριστά με καλλιγραφική διάθεση τα βασικά γεγονότα στη διαδρομή του Θεανθρώπου από τη γέννηση στη φάτνη της Βηθλεέμ έως τη σταύρωση και την Ανάσταση.

Ο πρώτος ανθρώπινος Ιησούς, του Παζολίνι

Σχεδόν την ίδια εποχή, αλλά από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, έρχεται η πρώτη πειστική ταινία πάνω στο Θείο Δράμα διά χειρός Παζολίνι. Γυρισμένο το 1964, το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» είναι ένα λιτό και χαμηλού κόστους φιλμ με ερασιτέχνες ηθοποιούς που εστιάζει σε έναν ταπεινό (και για πρώτη φορά ανθρώπινο) Ιησού. Ο Ιταλός σκηνοθέτης και ποιητής μεριμνά ώστε το αφαιρετικό πλαίσιο και η ρεαλιστική γραφή να είναι συμβατά με το κείμενο του ευαγγελιστή Ματθαίου. Αν και η σκουρόχρωμη φιγούρα του καθηγητή Λογοτεχνίας Ενρίκε Ιραζόκι δεν ταιριάζει με τα γνωστά χαρακτηριστικά ενός ξανθού Ιησού, θεωρείται ακόμη και σήμερα ως ένας από τους πλέον πειστικούς Χριστούς της μεγάλης οθόνης.

Από την άλλη, ο Λουίς Μπουνιουέλ το 1969 αμφισβητεί έντονα τον θρησκευτικό δογματισμό βάζοντας τον Μπερνάρ Βερλέ στον ρόλο ενός «φευγάτου» Ιησού στον «Γαλαξία» του. Το φιλμ καταγγέλλει την υποκρισία της Καθολικής Εκκλησίας και αμφισβητεί σφοδρά την πνευματικότητα της θρησκευτικής πίστης.

Οι σχιζοφρενείς χριστιανοί με το πριόνι

Στα «πειραγμένα» 70s η ιστορία του Υιού του Θεού αποδομήθηκε πλήρως από τους Monty Python και τον Νόρμαν Τζούισον. Ο δεύτερος το 1973 με τη χίπικη σαπουνόπερά του «Ιησούς Χριστός υπέρλαμπρο άστρο» μετέτρεψε τα Θεία Πάθη σε ψυχεδελικό μιούζικαλ, κάνοντας πολλούς θερμόαιμους χριστιανούς στις ΗΠΑ να μπουκάρουν στις αίθουσες και να απειλούν να… πριονίσουν (!) τις κόπιες, ενώ το 1979 το ανατρεπτικό «Ενας προφήτης μα… τι προφήτης» σε σκηνοθεσία Τέρι Τζόουνς έβαλε την ιστορία του Χριστού σε ακραίες σατιρικές διαστάσεις. Πολλές οι σκηνές ανθολογίας εδώ, αλλά εκείνη που ξεχωρίζει είναι αυτή όπου ο Ιησούς-Μπράιαν οδηγείται στη σταύρωση στον λόφο του Γολγοθά και μαζί με τους δύο άλλους σταυρωμένους τραγουδούν «Πάντα να κοιτάς τη θετική πλευρά της ζωής»! Σε πολλές χώρες της Δύσης –και ειδικά στη Σκανδιναβία– απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του φιλμ στις αίθουσες.

Ο Τζεφιρέλι έσωσε την τιμή της θρησκείας

Είναι ο καθολικός Φράνκο Τζεφιρέλι αυτός που τελικά σώζει τη χριστιανική τιμή της κινηματογραφικής – τηλεοπτικής βιομηχανίας με την τηλεοπτική ταινία-ποταμό των 379 λεπτών «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» το 1977. Ο Ρόμπερτ Πάουελ στον ρόλο του Χριστού είχε δηλώσει πως χάρη στο φιλμ ανακάλυψε τον Θεό κι έκτοτε σχεδόν εξαφανίστηκε από τη δημοσιότητα. Την ίδια σχεδόν εποχή στα καθ’ ημάς ο τηλεοπτικός «Χριστός ξανασταυρώνεται» του Βασίλη Γεωργιάδη γράφει τη δική του ιστορία χάρη στην εμπνευσμένη μεταφορά του βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη και την ψυχωμένη ερμηνεία του Αλέξη Γκόλφη στον ρόλο του Χριστού.

Οι «αιρετικές» ματιές μεγάλων auteurs

Το ίδιο βιβλίο ενέπνευσε και τον Μάρτιν Σκορσέζε για τον στοχαστικό «Τελευταίο πειρασμό» του 1988 με τον Γουίλεμ Νταφόε να υποδύεται τον πιο ανθρώπινο και συγκινητικό Χριστό του κινηματογράφου, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από χριστιανικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο, με τραμπουκισμούς, σκισμένες οθόνες και πάσης φύσης αθλιότητες στο «όνομα του Θεού». Τρία χρόνια νωρίτερα ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ υπογράφει το «Αβε Μαρία». Στη μοντέρνα οπτική του σκηνοθέτη πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η Παρθένος Μαρία της Μιριέμ Ρουσέλ που εμφανίζεται ως σπουδάστρια, μπασκετμπολίστρια και υπάλληλος στο βενζινάδικο του πατέρα της η οποία μένει έγκυος προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του συντρόφου της Ιωσήφ, με τον μικρό Χριστό (Μαλαχί Γιαρά Κοέν) να αποτελεί την πέτρα του σκανδάλου ενός ανθρώπινου σύγχρονου δράματος με προκλητικό χαρακτήρα, που έκανε ακόμη και τον πάπα τότε να μιλήσει με μένος και απαξιωτικά λόγια για το «αντιχριστιανικό ήθος» του Γκοντάρ.

Ο πιο εμπορικός Ιησούς

Μια άλλη ταινία που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και μάλιστα προτού καν προβληθεί στις αίθουσες είναι τα αιματοβαμμένα (και σε αυθεντικά αραμαϊκά παρακαλώ) «Πάθη του Χριστού» του Μελ Γκίμπσον το 2004, ο οποίος υπέγραψε ένα σοκαριστικό δράμα ωμού ρεαλισμού και απύθμενης βίας στην περιγραφή των τελευταίων δώδεκα ωρών στη ζωή του Ιησού, τον οποίο υποδύεται ο Τζέιμς Καβίζελ. Ο Γκίμπσον κατηγορήθηκε ως αντισημίτης και προβοκάτορας, αλλά η ανεξάρτητη ταινία του έγινε η πιο επιτυχημένη εμπορικά όλων των εποχών, κόβοντας 612 εκατ. δολάρια σε όλο τον πλανήτη.

Η σύγχρονη ματιά, ο ρόλος της γυναίκας

Τα τελευταία χρόνια η αναζήτηση της ανθρώπινης πλευράς ενός ταπεινού και γεμάτου αμφιβολίες Χριστού ενισχύεται διαρκώς. Ο Χοακίν Φίνιξ στη «Μαρία Μαγδαληνή» και ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ στο «Οι τελευταίες ημέρες στην έρημο» δεν ανατρέπουν μόνο πολλά από τα κινηματογραφικά στερεότυπα στη μορφή ενός αλύγιστου και θεάρεστου Χριστού, αλλά ανιχνεύουν και κάποιες χρήσιμες νέες αναγνώσεις πάνω στην ιστορία του. Ειδικά εκείνες που αφορούν τον ρόλο της γυναίκας στη χριστιανοσύνη.