Γροθιά στο στομάχι είναι τα στοιχεία έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε τέσσερες ευρωπαϊκές χώρες για την κακοποίηση παιδιών σε ιδρύματα.
Ψυχικά τραυματισμένα παιδιά που δεν έχουν πού να απευθυνθούν απωθούν τα αρνητικά συναισθήματα που τους προκάλεσαν οι τραυματικές εμπειρίες που απέκτησαν χωρίς τη θαλπωρή της οικογένειας. Αποτυπώματα που θα τους κυνηγούν σε όλη τους τη ζωή.
Από την άλλη πλευρά, οι επαγγελματίες που εργάζονται στα ιδρύματα κρατούν το στόμα τους κλειστό φοβούμενοι μη χάσουν τη δουλειά τους. Αφημένα παιδιά και ευθυνόφοβοι φροντιστές: μια συνταγή καταστροφική για τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη την πρόνοια περισσότερο από τον καθένα.
Διετής έρευνα σε τέσσερις χώρες
Το πρόγραμμα Υποστήριξης Ενήλικων Θυμάτων Παιδικής Κακοποίησης σε δομές φιλοξενίας (SASCA), που διήρκησε δύο χρόνια και πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα και τη Ρουμανία, είχε στόχο μεταξύ άλλων τη βελτίωση των μέτρων παιδικής προστασίας και την παροχή υποστήριξης σε ενηλίκους που υπήρξαν κακοποιημένα παιδιά.
Στη Ρουμανία η έρευνα πραγματοποιήθηκε με μεγάλη ευκολία καθώς οι ειδικοί δεν δυσκολευτήκαν καθόλου να βρουν θύματα. Στην Ιρλανδία η εικόνα ήταν παρόμοια – μάλιστα εκεί διαγνώστηκε η αναγκαιότητα αυτής της έρευνας. Στη γειτονική Ιταλία τα πράγματα ξεκίνησαν να δυσκολεύουν καθώς οι συμμετέχοντες Ιταλοί δεν είχαν αντιληφθεί περιστατικά κακοποίησης και διαπιστώθηκε μια δυσκολία σχετικά με την κατανόηση της ευρύτερης έννοιας της κακοποίησης.
Στην Ελλάδα η έρευνα του SASCA συνάντησε αρκετά εμπόδια. Οι συμμετέχοντες που εξαρτώνται ακόμη από το ίδρυμα ήταν καχύποπτοι και φοβισμένοι και χρειάστηκαν πολλές επιβεβαιώσεις προκειμένου να συμμετάσχουν. Από την άλλη πλευρά, οι ενήλικες που έχουν αποδεσμευτεί από το ίδρυμα έχουν αποδεχτεί τις τραυματικές εμπειρίες τους από το παρελθόν και παράλληλα έχουν κατασκευάσει μηχανισμούς εκλογίκευσης για να αντιμετωπίσουν τα βιώματά τους.
Η πλειονότητά τους πάντως, σύμφωνα με την έρευνα, απωθεί τα αρνητικά συναισθήματα, τα εξιδανικεύει και τα αποφεύγει, ενώ ορισμένοι προσπαθούν να αποκαταστήσουν το παρελθόν τους πηγαίνοντας ακόμη και τώρα σε ιδρύματα φροντίζοντας παιδιά.
Το παράδοξο είναι ότι μόνο δύο από τους συμμετέχοντες έχουν αναζητήσει ψυχολογική υποστήριξη γι’ αυτό το θέμα, ενώ οι νεότεροι και νεότερες εκφράζουν έλλειψη εμπιστοσύνης στον ψυχολόγο ή τον κοινωνικό λειτουργό του ιδρύματος, καθώς τον θεωρούν μέρος του συστήματος.
Την ίδια ώρα είναι απίστευτα θλιβερό το πόσο έχουν αποδεχτεί την τύχη τους, καθώς η πλειονότητα των θυμάτων δεν αναγνωρίζει κάποια αδικία, λέγοντας «ό,τι έγινε έγινε, ήταν το πεπρωμένο μου». Ακόμη και αυτοί που αναγνωρίζουν την αδικία δεν ενδιαφέρονται να αναζητήσουν δικαιοσύνη. Η σκέψη τους συνοψίζεται στο ότι είναι μάταιο και τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει αυτό που έγινε.
Ευθυνόφοβοι και αδιάφοροι επαγγελματίες
Αντικείμενο της έρευνας αποτελούσαν και οι εργαζόμενοι σε ιδρύματα φροντιστές, παιδίατροι, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, εκ των οποίων το 64% έρχεται σε άμεση επαφή με τα παιδιά που φιλοξενούνται στα ιδρύματα, οπότε έχουν ξεκάθαρη εικόνα για ό,τι συμβαίνει στον χώρο εργασίας τους.
Το 72% των συμμετεχόντων έχει ακούσει ιστορίες κακοποίησης μέσα σε ιδρύματα ενώ το 70% πιστεύει ότι η κακοποίηση είναι κάτι που συμβαίνει συχνά μέσα στα ιδρύματα. Οι λόγοι που δεν έχουν καταγγείλει περιστατικά που έχουν πέσει στην αντίληψή τους είναι ο φόβος μη χάσουν τη δουλειά τους ή μην μπλέξουν με τη Δικαιοσύνη ή η συγκάλυψη κάποιου συναδέλφου τους. Αλλωστε στην ερώτηση «Τι είναι αυτό που θα καθιστούσε ευκολότερη τη διαδικασία ανάληψης ευθύνης για την έκθεση παιδιού σε κίνδυνο σε δομή κλειστής φιλοξενίας;» οι επαγγελματίες απαντούν μεταξύ άλλων: «Η επαγγελματική ασυλία για όσους αναφέρουν περιστατικά στις αρχές». Η ευθυνοφοβία κυριαρχεί.
Την ίδια ώρα οι εργαζόμενοι στις δομές θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει δημόσια συγγνώμη προς τα παιδιά που υπέστησαν κακοποίηση, ενώ μεταξύ των βασικών αδυναμιών του συστήματος παιδικής προστασίας αναφέρουν τους ελλιπείς ελέγχους, την έλλειψη προσωπικού και χρηματοδότησης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν και οι απαντήσεις δικαστικών λειτουργών. Τρεις εισαγγελείς, επτά δικηγόροι, δύο αστυνομικοί, οκτώ δικαστικοί και επιμελητές απαντούν μεταξύ άλλων ότι αυτός που θα έπρεπε να επιβλέπει τη δομή ώστε να αποφευχθεί πιθανή κακοποίηση είναι ο προϊστάμενός της. Το παράδοξο είναι ότι οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί αποδέχονται με τις απαντήσεις τους ότι οι βασικότεροι παράγοντες που εμποδίζουν το δημόσιο σύστημα να αναγνωρίσει τις ευθύνες του είναι η διαφθορά, τα πολιτικά συμφέροντα, η έλλειψη εκπαίδευσης και πληροφοριών, ο φόβος, η ευθυνοφοβία και η αδιαφορία.
Το συνέδριο για την παρουσίαση του προγράμματος SASCA διοργανώθηκε από τη Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού και κατά τις εργασίες του τονίστηκε η ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων αποϊδρυματοποίησης των υπηρεσιών παιδικής προστασίας και ενίσχυσης των κοινοτικών υπηρεσιών προστασίας παιδιού και οικογένειας στη χώρα μας.
Τρεις ιστορίες χωρίς οικογένεια
Ο χρόνος γι’ αυτούς δεν ήταν ο καλύτερος γιατρός. Τρεις άνθρωποι που έχουν αποκτήσει πλέον δική τους οικογένεια περιγράφουν πώς στερήθηκαν την αγκαλιά της μάνας τους στα παιδικά τους χρόνια και πώς κακοποιήθηκαν από αυτούς που είχαν αναλάβει φροντιστές τους. Αυτές τις τρεις ιστορίες διηγήθηκε η Μαρία Θεοδωροπούλου, επικεφαλής της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, μη κυβερνητικής οργάνωσης Ρίζες, στην ημερίδα για την παρουσίαση της έρευνας SASCA.
Πείνα και ξύλο επί δύο μέρες για παραδειγματισμό
«O πρώτος άνθρωπος που μου ανοίχτηκε ήταν ο Παύλος. Με γνώρισε στον Βόλο σε μια ημερίδα για την αναζήτηση ριζών. Ηθελε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως κι έτσι την επόμενη μέρα με κάλεσε σε συνοικιακό καφενείο. Οταν έφτασα ήταν εκεί κι είχε παραγγείλει τσίπουρο, εγώ παράγγειλα καφέ. Χαιρετηθήκαμε και χωρίς περιττά λόγια ξεκίνησε να μου μιλά.
“Με βρήκαν μωρό στον δρόμο και η πρόνοια με έδωσε στην κυρα-Ματίνα να με μεγαλώσει. Ηταν χήρα με δύο κόρες, δούλευε στο νεκροταφείο και μας συντηρούσε με τα τυχερά κι ό,τι λάδι περίσσευε από τα καντήλια. Ημουν χαρούμενος κοντά της. Αυτή γνώρισα για μάνα, αν και στη γειτονιά με φώναζαν μπάσταρδο. Ημουν δεν ήμουν έξι ετών όταν η μια κόρη της Ματίνας παντρεύτηκε κι ο γαμπρός απαίτησε να πάω στο ίδρυμα γιατί δεν χωράγαμε στο σπίτι. Με έστειλαν πακέτο στο …. Μπήκα με πόνο κι έφυγα με περισσότερο πόνο από κει. Τα βράδια άκουγα τα κλάματα των άλλων παιδιών, η αίθουσα τις νύχτες μύριζε κάτουρο, το φαΐ κακό και πολλές φορές μας το έπαιρναν οι μεγάλοι με το ζόρι, έτσι για πλάκα, ή μας χτύπαγαν άμα δεν τους κάναμε τα χατίρια. Ολοι ανήκαν σε κάποια κλίκα κι εγώ προσπαθούσα να μη δίνω στόχο. Μέχρι που μια μέρα αγανάκτησα και κάλυψα τον διπλανό μου που είχε κρύψει λίγο ψωμί στο κρεβάτι του. Και οι δύο οδηγηθήκαμε στην απομόνωση – πείνα και ξύλο επί δύο μέρες για παραδειγματισμό. Αυτός κλέφτης κι εγώ ψεύτης. Οταν μας έβγαλαν απαίτησαν από τα άλλα παιδιά να μας φτύσουν. Αφού τέλειωσε το φτύσιμο μείναμε να γλείφουμε τις πληγές μας, φανερές και κρυφές. Μόλις συνήλθα από τους πόνους, ίσως τρεις τέσσερις μέρες μετά, πήδηξα τα κάγκελα κι εξαφανίστηκα στην πόλη. Μη σ’ τα πολυλογώ, έφτασα στον Βόλο που ήξερα και μπήκα σ’ ένα καράβι. Ημουν 15 ετών. Ο καπετάνιος με άκουσε και με βοήθησε να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο. Τα χρόνια πέρασαν, γνώρισα τη γυναίκα μου και παντρεύτηκα. Πέρασαν δύο μήνες ώσπου να με δει γυμνό στο φως της μέρας – δεν έβγαζα τη φανέλα μου. Κάποια στιγμή την έβγαλα, όμως δεν μαρτύρησα ποτέ τι είχε το κορμί μου”.
Ξαφνικά ο Παύλος σηκώνεται, μου γυρίζει την πλάτη και σηκώνει το πουκάμισό του. Οι ουλές ήταν εκεί, 40 χρόνια μετά, στο σκαμμένο δέρμα. Ασυναίσθητα πήρα το ποτήρι με το τσίπουρο και το ήπια. Ήμουν άφωνη μπροστά στην ανθρώπινη κτηνωδία σε βάρος ενός παιδιού.
Ένιωθα άβολα και ένοχη για κάτι που δεν έκανα. Άρχισε πάλι να μου μιλάει: “Ήθελα να ξέρεις τι πέρασαν πολλοί από μας που βρεθήκαμε πεταμένοι στους δρόμους και δεν υιοθετηθήκαμε ούτε βρήκαμε ζεστή αγκαλιά ή βρήκαμε και τη χάσαμε γιατί ήμασταν σκουπίδια, μπάσταρδοι”.
Όταν ξεκίνησε αυτή η έρευνα ρώτησα τον Παύλο αν ήθελε να λάβει μέρος. “Τρελή είσαι;” μου είπε “Εγώ ούτε στη γυναίκα μου δεν μίλησα. Μόνο εσύ ξέρεις την ιστορία μου, είμαστε νοητή οικογένεια, κανείς άλλος”. Μου έδωσε την άδεια να αναφερθώ στην ιστορία του με αλλαγμένο όνομα και πόλη διαβίωσης».
«Με έστειλε το σόι στο ίδρυμα, στο μοναστήρι»
«Μετά ήρθε η σειρά της Αννας, πρώτο παιδί τρίτεκνης οικογένειας. Είχα αναζητήσει τα αδέλφια της από υιοθεσία κι έτσι τη γνώρισα: “Οι γονείς μας πέθαναν από φυματίωση, Τα μικρά μου αδέλφια, ηλικίας δυόμισι και ενός έτους, δόθηκαν στο βρεφοκομείο και υιοθετήθηκαν, όπως διαπιστώσατε, χώρια. Εγώ ήμουν δώδεκα χρόνων, με έστειλε το σόι στο ίδρυμα, στο μοναστήρι. Εκεί γνωρίστηκα με τη δουλειά: αργαλειός, ράψιμο, κέντημα, κάθε μέρα όλη μέρα. Η παραγωγή ιερατικών υφασμάτων είναι απαιτητική. Τα χρώματα σε θαμπώνουν και οι χρυσοκλωστές κόβουν βαθιά τα λεπτά παιδικά δάκτυλα. Αφού εκτέλεσα το καθήκον μου και γαλουχήθηκα με τον σωστό τρόπο, με πάντρεψαν. Έκανα οικογένεια – αυτό ήταν το καθήκον μου ως γυναίκα. Τώρα που βρήκατε τα αδέλφια μου, που βλέπω ζωντανό το αίμα μου, μπορώ να μιλήσω για όλα αυτά που κανένα παιδί να μην αξιώνεται να ζήσει».
«Μπήκα και κατάλαβα. Με είχαν κλείσει σε κλουβί»
«Αργότερα γνώρισα τον Νίκο, παιδί του ιδρύματος κάποτε, τώρα οικογενειάρχης. Μου χάρισε ένα βιβλίο, ένα από τα πολλά που έχουν γραφτεί για τα ιδρύματα. Τίτλος: “Το κλουβί και η φωλιά”, που εκδόθηκε από το Μουσικό Σχολείο Καλαμάτας.
“Η παιδική μου ζωή, κόλαση. Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια εκεί πίσω από τη σφαλιστή καγκελόπορτα. Η μητέρα μου πέθανε στον τοκετό του μικρότερου αδελφού μου, ο πατέρας είχε τρία παιδιά κι ένα μωρό. Η μητριά μου κράτησε τα κορίτσια και το μωρό. Μου είπαν ότι θα έρθει το κράτος να με πάρει. Ημουν μικρός και δεν καταλάβαινα τι είναι το κράτος. Το αυτοκίνητο που με παρέλαβε με άφησε μπρος στην καγκελόπορτα, μπήκα και κατάλαβα. Με είχαν κλείσει σε κλουβί.
Δέκα χρόνια πέρασα στο ίδρυμα και δεν θα το ξεπεράσω ποτέ. Ολο λύπηση, λύπηση… Εγώ δεν ήθελα λύπηση κι όμως έφτασα στο σημείο να την επιζητώ γιατί μου είχε γίνει συνήθεια, εξάρτηση, πώς να το πω;
Έμεινα αρκετά χρόνια εκεί, τόσα όσο για να χαραχτεί η δυστυχία ανεξίτηλα στο είναι μου. Οι ιστορίες φρικτές, θα δεις τι γράφουν οι σύντροφοί μου. Εγώ στα 16 μου το έσκασα, δεν με έψαξε κανείς. Ζήτησα δουλειά σε μαστόρους, έμαθα, τα κατάφερα. Τις νύχτες πολλές φορές βλέπω εφιάλτες, ακούω κλάματα, φωνές, βόγκους από το ξυλοφόρτωμα, μυρίζω το αίμα και τα βρεγμένα με ούρα σκεπάσματα. Ακούω για ιδρύματα και ξέρω τι κρύβεται πίσω από τις πόρτες. Ισως έχουν αλλάξει τα πράγματα, αλλά το ίδρυμα είναι απομόνωση και τιμωρία. Σφίγγω τα εγγόνια μου και σκέφτομαι αυτά τα άλλα παιδιά που οδηγούνται στα κάτεργα και δακρύζω”».