Τα παιδιά θέλουν οικογένεια όχι ιδρύματα

Τα παιδιά θέλουν οικογένεια όχι ιδρύματα

Κάπου ανάμεσα στις τηλεοπτικές κόντρες, τις καταγγελίες, τις ποινικές διώξεις και τις υπουργικές αποφάσεις που θέτουν τις προδιαγραφές για την ίδρυση και τη λειτουργία ιδιωτικών μονάδων παιδικής προστασίας υπάρχουν και τα παιδιά. Εκείνα τα παιδιά που δεν έχουν την τύχη να κοιμούνται στο παιδικό τους δωμάτιο, που δεν απολαμβάνουν το βραδινό χάδι της μητέρας τους λίγο προτού βαρύνουν τα βλέφαρά τους επειδή η «φωλιά» τους σε πολλές περιπτώσεις έγινε κόλαση. «Γι’ αυτά τα παιδιά, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης, στην Ελλάδα υπάρχει μεν πρόνοια, αλλά όπως τη γνωρίζαμε πριν από 50 χρόνια» λένε στο Documento πρόσωπα που ξέρουν πολύ καλά τον τρόπο που λειτουργεί εδώ η παιδική προστασία.

Σχολιάζοντας όσα προκλήθηκαν με αφορμή την κοινή υπουργική απόφαση για τις προδιαγραφές λειτουργίας των ιδρυμάτων αναφέρουν ότι «όλη η προσπάθεια ώστε να εφαρμοστούν η παλαιότερη ευρωπαϊκή οδηγία και η παλιά παρότρυνση του Συνηγόρου του Παιδιού να κλείσουν τα ιδρύματα τέτοιου τύπου φροντίδας ξεκίνησε με όρους εντυπωσιασμού και θεάματος, όταν στις πιο πολλές χώρες της Ευρώπης, ακόμη και της ανατολικής Ευρώπης, έχουν κλείσει. Είμαστε από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν ιδρύματα».

Οι ίδιοι χαρακτηρίζουν την παιδική προστασία στη χώρα «αναχρονιστική» καθώς σε πολλές περιπτώσεις προσφέρει μόνο φαγητό και στέγη και όχι ουσιαστική στήριξη, κάνοντας ταυτόχρονα σαφές ότι «η φροντίδα του παιδιού σε μια οικογένεια έξω από το ίδρυμα είναι προς το συμφέρον του, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει τώρα». Όπως αναφέρουν, «σύμφωνα με διεθνείς στατιστικές της UNICEF, από τη στιγμή που θα τοποθετηθεί ένα παιδί σε ίδρυμα έχει περίπου 85% πιθανότητες να κακοποιηθεί από τους συνενοίκους στα μεγάλα απρόσωπα ιδρύματα».

Πολλά χρόνια πίσω η Ελλάδα

Την ώρα που τόσο η κοινή λογική όσο και όλοι οι φορείς γνωρίζουν πολύ καλά τις επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των παιδιών από την τοποθέτησή τους σε ίδρυμα, η Ελλάδα με ρυθμούς χελώνας προσπαθεί να προσεγγίσει ό,τι εδώ και χρόνια έχουν πετύχει άλλες ευρωπαϊκές χώρες: την αποϊδρυματοποίηση. Την ανάθεση δηλαδή των παιδιών σε ανάδοχες οικογένειες ώστε να λαμβάνουν τη σωστή φροντίδα. Ολα αυτά, όπως εξηγούν ειδικοί της παιδικής προστασίας, καθυστερούν για διάφορους λόγους καθώς προϋποθέτουν «αλλαγή πλεύσης» σε πολλούς τομείς και κυρίως προσλήψεις κοινωνικών λειτουργών και αλλαγή της πορείας των κονδυλίων στην παιδική προστασία.

«Σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είμαστε πολύ πίσω στην αποϊδρυματοποίηση και στα βήματα που έχουμε κάνει. Πρέπει να τρέξουμε πολύ γρήγορα και να κάνουμε μεγάλα άλματα για να τις φτάσουμε. Οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης έχουν καταφέρει να μην έχουν ιδρύματα όπως έχουμε εμείς. Δηλαδή μεγάλα χαοτικά κτίρια μέσα στα οποία καλούνται να έρθουν παιδιά που το συναίσθημά τους είναι το χάος λόγω των άσχημων συνθηκών διαβίωσης στην οικογένειά τους, η οποία δυστυχώς δεν μπόρεσε να τa φροντίσει» εξηγεί στο Documento o κοινωνικός λειτουργός και μέλος του περιφερειακού τμήματος Αττικής του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας Tάσος Λουκάς.

Οπως εξηγεί, οι κοινωνικές συνθήκες και οι ανάγκες έχουν αλλάξει από τη μεταπολεμική περίοδο που τα ιδρύματα είχαν γεμίσει ορφανά. «Αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε ορφανά. Εχουμε παιδιά εκτεθειμένα σε κίνδυνο ή που έχουν κάποια αναπηρία και οι γονείς τους δεν μπορούν να τα φροντίσουν. Εκεί η αναδοχή θα έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο ως ανακουφιστική ή ως επαγγελματική αναδοχή προκειμένου οι γονείς παιδιών με αναπηρία να ξεκουράζονται από τη φροντίδα ενός τέτοιου παιδιού, ώστε να μπορούν να το έχουν στην οικογένειά τους και όχι να πηγαίνει σε ίδρυμα. Βάζοντας την έννοια της επαγγελματικής αναδοχής βάζουμε και την παιδική προστασία σε μια άλλη διάσταση και διασφαλίζουμε το νόμιμο συμφέρον του παιδιού» σημειώνει.

«Η παραμονή παιδιών σε ιδρύματα έστω και μια μέρα είναι κακοποιητική από μόνη της, όποιες και αν είναι οι προδιαγραφές τους» σχολίασε ο Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών με αφορμή την υπουργική απόφαση που σήκωσε θύελλα αντιδράσεων και συνεχίζει: «Κατά συνέπεια, η πολιτεία θα έπρεπε να προχωρήσει στη θεσμοθέτηση προγράμματος άμεσης τοποθέτησης των παιδιών που φιλοξενούνται στα ιδρύματα σε ανάδοχες οικογένειας και την απαγόρευση της εισαγωγής παιδιών σε ιδρύματα».

«Περιθώριο για κλείσιμο ιδρυμάτων»

Η εμπειρία όσων γνωρίζουν καλά τι προκαλεί στα ήδη ψυχολογικά επιβαρυμένα παιδιά η παραμονή τους στο ίδρυμα δεν τους αφήνει να έχουν δεύτερες σκέψεις. «Θα πρέπει να πούμε υπεύθυνα ως χώρα, με ένα χρονικό ορίζοντα πενταετίας μέχρι δεκαετίας, να κλείσουν τα ιδρύματα, προκειμένου να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε τις πολιτικές και να κάνουμε ανακατεύθυνση και πολιτικής αλλά και των πόρων που έχουμε. Αντί δηλαδή οι πόροι να κατευθύνονται στα ιδρύματα, να πηγαίνουν στις πολιτικές για να σταματήσουμε να έχουμε ιδρύματα και να έχουμε περισσότερες ανάδοχες οικογένειες» αναφέρει ο Τ. Λουκάς.

Εξηγεί ότι για να προχωρήσουν οι αναδοχές πρέπει να γίνουν ορισμένα βασικά βήματα. «Εάν η αναδοχή δεν στηριχτεί από εξειδικευμένο προσωπικό, και ειδικότερα κοινωνικούς λειτουργούς, δεν θα μπορέσει να προχωρήσει για κανένα παιδί και καμιά ανάδοχη οικογένεια. Ειδάλλως θα ζήσουμε το φαινόμενο που βλέπουμε σε άλλες χώρες, όπου παιδιά αλλάζουν μέχρι και δέκα οικογένειες μέχρι την οριστική οικογενειακή αποκατάστασή τους. Ούτε αυτό το θέλουμε» ξεκαθαρίζει.

Οι σοβαρές ελλείψεις όμως σε κοινωνικούς λειτουργούς ώστε να προχωρήσουν σωστά τις αναδοχές αποτελούν ένα από τα βασικά εμπόδια ώστε η προστασία του παιδιού να περάσει έστω και καθυστερημένα στην επόμενη φάση. «Η αναδοχή χρειάζεται υποστήριξη από εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό. Η αιχμή του δόρατος για την αναδοχή είναι οι κοινωνικοί λειτουργοί. Στις περισσότερες χώρες όπου εφαρμόζεται και υπάρχει πραγματικά ο θεσμός της αναδοχής και υλοποιείται όπως πρέπει, δίνοντας έμφαση στις ανάγκες του παιδιού και της φυσικής του οικογένειας, η αναλογία είναι ένας κοινωνικός λειτουργός ανά 20, το ανώτερο 25 ανάδοχες οικογένειες. Στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή από όσο γνωρίζω είναι ένας κοινωνικός λειτουργός στην καλύτερη των περιπτώσεων για 40 οικογένειες ή ακόμη περισσότερες. Δεν μπορούμε να κάνουμε σωστή υποστήριξη της αναδοχής» προσθέτει.

Τα ιδρύματα βλάπτουν τα παιδιά

«Συνήθως η τοποθέτηση ενός παιδιού σε ίδρυμα δεν γίνεται εν κενώ. Δηλαδή τα παιδιά σε πολλές περιπτώσεις προέρχονται ήδη από ένα δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον. Οπότε αυτά τα ιδρύματα υποδέχονται ευάλωτους ανθρώπους, ταλαιπωρημένους ψυχικά, και θα έπρεπε να έχουν ισχυρότατη ψυχοκοινωνική πλαισίωση, την οποία όμως δεν έχουν τα πιο πολλά» εξηγεί μιλώντας στο Documento ο Παναγιώτης Βουτυράκος, παιδοψυχίατρος, διευθυντής της δομής Πειραιά του Ελληνικού Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών (ΕΚΕΨΥΕ) και μέλος του ΔΣ της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας.

Μάλιστα όπως αναφέρει, «πολλές φορές τα παιδιά που έρχονται από μια οικογένεια δεν πλαισιώνονται από επαγγελματίες όπως θα έπρεπε. Συχνά οι φροντιστές τους είναι ανειδίκευτοι. Σε μια δομή του υπουργείου Δικαιοσύνης, για παράδειγμα, οι φροντιστές είναι σωφρονιστικοί υπάλληλοι οι οποίοι μπορεί να είχαν την καλύτερη πρόθεση, δεν είχαν όμως την εκπαίδευση να παρέχουν φροντίδα σε παιδιά που έχουν έντονη ανάγκη από συναισθηματική πρόσδεση, από ένα πρόσωπο αναφοράς». Ολα αυτά συμβαίνουν σε ήδη επιβαρυμένα παιδιά. Σε παιδιά που καθημερινά αναζητούν ένα πρόσωπο αναφοράς ανάμεσα στις βάρδιες του προσωπικού ενός ιδρύματος.

«Ένα άλλο πρόβλημα με τα ιδρύματα είναι οι συχνές εναλλαγές προσωπικού –το προσωπικό που είναι σε βάρδιες κ.λπ.–, κάτι που δεν διευκολύνει ένα παιδί το οποίο έχει ανάγκη από ένα σταθερό πρόσωπο πρόσδεσης και συναισθηματικής αναφοράς για να δημιουργήσει μια σχέση επανορθωτική με έναν ενήλικα» σημειώνει ο Π. Βουτυράκος.

Πάντως οι επιπτώσεις στα παιδιά που φιλοξενούνται σε ιδρύματα δεν είναι μόνο ψυχολογικές. «Τα ιδρύματα γενικά βλάπτουν όλα τα παιδιά. Ερευνες αναφέρουν ότι κατά μέσο όρο τα παιδιά σε ιδρύματα χάνουν ένα μήνα σωματικής ανάπτυξης για κάθε πέντε μήνες ιδρυματικής φροντίδας» λέει ο Τ. Λουκάς.

Χωρίς πρόληψη και ενημέρωση δεν θα κλείσουν

Ωστόσο το πρόβλημα δεν θα λυνόταν ακόμη και αν όλα τα παιδιά που βρίσκονται σε ιδρύματα αποδίδονταν άμεσα σε ανάδοχη οικογένεια. Η αναδοχή δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ως εργαλείο αποϊδρυματοποίησης. Διότι το ζήτημα δεν είναι μόνο να βγουν τα παιδιά από τα ιδρύματα, αλλά να σταματήσουν να μπαίνουν κι άλλα σε αυτά, όπως εξηγούν επαγγελματίες του χώρου. «Επομένως θα πρέπει να στηρίξουμε και να έχουμε προσωπικό για την πρόληψη, τις πρωτογενείς κοινωνικές υπηρεσίες, που είναι οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων, εκεί όπου ζουν οι πολίτες, στα σχολεία όπου μεγαλώνουν τα παιδιά, ώστε να μπορέσουμε να προλαβαίνουμε» επισημαίνουν.

Ενα από τα πρώτα βήματα που θα πρέπει να επιχειρηθούν είναι ότι «θα πρέπει να μπει στην κουλτούρα μας η αναδοχή και η στήριξη της βιολογικής οικογένειας» όπως εξηγεί ο Τ. Λουκάς και συνεχίζει: «Η αναδοχή είναι ένας θεσμός που εκπροσωπεί τον αλτρουισμό. Γονείς καλούνται να μεγαλώσουν σαν δικά τους τα παιδιά κάποιων άλλων, που ίσως στην παρούσα χρονική στιγμή δεν έχουν δυνατότητα. Επίσης καλούνται ενδεχομένως κάποια στιγμή –διότι η αναδοχή είναι θεσμός υποστήριξης της φυσικής οικογένειας– να επιστρέψουν τα παιδιά αυτά στη βιολογική τους οικογένεια επειδή αυτή είναι το φυσικό τους περιβάλλον. Είναι ο υπέρτατος θεσμός της αγάπης, τον οποίο πρέπει να στηρίξουμε. Και για να στηρίξουμε την αναδοχή δεν αρκεί να τοποθετήσουμε ένα παιδί στην ανάδοχη οικογένεια. Καταρχάς πρέπει να φτιάξουμε την κουλτούρα της αναδοχής της Ελλάδα, που δεν υπάρχει».

Από την πλευρά του ο Π. Βουτυράκος επισημαίνει: «Η ελληνική κοινωνία είναι συντηρητική σε πολλά πράγματα. Θεωρεί ότι φροντίζει τα παιδιά με το να μην πεινάνε και ότι αυτό είναι αρκετό, είναι θέμα κουλτούρας».

Οι κοινωνικοί λειτουργοί ζητούν στήριξη

Την ανάγκη να πραγματοποιηθούν προσλήψεις μόνιμου προσωπικού ζητούν οι κοινωνικοί λειτουργοί. «Από το 2010 μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της ανθρωπιστικής κρίσης των προηγούμενων ετών δημιούργησαν αυξημένες ανάγκες για υπηρεσίες στήριξης της οικογένειας και προστασίας των παιδιών σε κίνδυνο, δεν έχουν πραγματοποιηθεί προσλήψεις κοινωνικών λειτουργών ως μόνιμου προσωπικού στις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων που ασκούν κατά κύριο λόγο τις αρμοδιότητες παιδικής προστασίας στην κοινότητα» αναφέρει ο T. Λουκάς. Επισημαίνει ότι «οι κοινωνικοί λειτουργοί, με αίσθημα ευθύνης που απορρέει από τον ρόλο μας όχι μόνο σήμερα αλλά διαχρονικά, ζητάμε: Την κατεπείγουσα σύσταση και στελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών στα πρωτοδικεία σύμφωνα με τον ν. 2447/1996, την κατεπείγουσα πρόσληψη κοινωνικών λειτουργών ως μόνιμου προσωπικού σε δήμους και περιφέρειες όπως και στις δομές παιδικής προστασίας (Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφερειών) για την άσκηση αρμοδιοτήτων και την ανάπτυξη προγραμμάτων στήριξης της οικογένειας και της προστασίας του παιδιού. Τη θεσμοθέτηση εθνικού και δημόσιου συστήματος παιδικής προστασίας, υποστηριζόμενου από ένα συντονιστικό φορέα με άξονες τη διεπιστημονικότητα, τα εμπεριστατωμένα πρωτόκολλα εργασίας και τα εξατομικευμένα σχέδια θεραπευτικών παρεμβάσεων, που θα υποστηρίζει τα παιδιά και θα προστατεύει τα δικαιώματά τους».

Κώστας Γιαννόπουλος: «Απαιτείται ολιστική μεταρρύθμιση στο σύστημα»

«Είμαστε διαχρονικά υπέρμαχοι της αποϊδρυματοποίησης, δίνοντας παράλληλα μεγάλη βαρύτητα σε δράσεις για την πρόληψη της ιδρυματοποίησης. Χαρακτηριστικότερη όλων είναι τα Σπίτια Ημερήσιας Φροντίδας, που αναμένουμε τη θεσμοθέτησή τους από το Υπουργείο Εργασίας όπως έχει δεσμευτεί, καθώς φυσικά και τα Κέντρα Στήριξης Παιδιού και Οικογένειας που λειτουργούμε σε όλη την Ελλάδα. Μέσα από αυτά στηρίζουμε ετησίως 17.000 παιδιά και τις οικογένειές τους που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα διαβίωσης, καλύπτοντας ολιστικά τις ανάγκες τους με στόχο να ενδυναμωθεί, να υποστηριχθεί η οικογένεια και τα παιδιά να παραμείνουν εκεί.

Βάσει των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων η αποϊδρυματοποίηση απαιτεί μια ολιστική μεταρρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής φροντίδας και προστασίας του παιδιού καταρχήν προς την πρόληψη και την ανάπτυξη υπηρεσιών καθώς και ολοκληρωμένες αλλαγές σε όλα τα άλλα συστήματα (π.χ. υγείας, εκπαίδευσης και στέγασης), για να εξασφαλιστεί ότι όλα τα παιδιά και οι ενήλικες έχουν πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες. Η αποϊδρυματοποίηση δεν συνίσταται μόνο στο κλείσιμο των χώρων φιλοξενίας. Μια τέτοια πρακτική μπορεί να οδηγήσει στην αναζήτηση εύκολων και γρήγορων λύσεων, που αφενός δεν διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των μεταρρυθμίσεων και αφετέρου έχουν ολέθρια αποτελέσματα για τα παιδιά.

Στη χώρα μας έχουμε ξεκινήσει από το τελευταίο βήμα, χωρίς να έχουμε κάνει τις απαραίτητες ενέργειες πριν από αυτό. Οι κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων και Περιφερειών και γενικότερα οι υπηρεσίες της κοινότητας είναι υποστελεχωμένες και συχνά δεν λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για την έγκαιρη παρέμβαση με στόχο την πρόληψη ή την υποστήριξη των οικογενειών, ώστε να εξαλειφθεί η ανάγκη της ιδρυματικής φροντίδας. Γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την αύξηση στα αιτήματα φιλοξενίας που δεχόμαστε από τις Εισαγγελικές Αρχές. Σε μόλις έναν χρόνο έχουμε λάβει αιτήματα για περισσότερα από 200 παιδιά.

Αναφορικά με την αναδοχή και την υιοθεσία, θα ήθελα να σημειώσω ότι το «Χαμόγελο» έμπρακτα υποστηρίζει τις εναλλακτικές μορφές αποκατάστασης από το 2006, πολύ πριν δηλαδή την εφαρμογή του Ν.4538/2018. Μέχρι σήμερα έχουμε προχωρήσει στην αποκατάσταση 94 παιδιών μέσω υιοθεσίας και 20 μέσω αναδοχής. Στέκομαι όμως και στην προσπάθεια που κάνουμε για την επανένωση παιδιών με τη βιολογική τους οικογένεια. Από 2020 μέχρι σήμερα έχουμε προχωρήσει σε 49 επανασυνδέσεις παιδιών με τη βιολογική τους οικογένεια και είμαστε πολύ χαρούμενοι και περήφανοι για αυτό.

Ωστόσο και στον θεσμό της αναδοχής και της υιοθεσίας παρατηρούνται αστοχίες, και πάλι λόγω της υποστελέχωσης και της ταχύτητας των διαδικασιών. Η επαρκής προετοιμασία και υποστήριξη των θετών και αναδόχων οικογενειών, πριν και μετά την ανάληψη της φροντίδας ενός ήδη επιβαρυμένου παιδιού, είναι τα βασικότερα.

Η αναδοχή και η υιοθεσία δεν αποτελούν πάντα επιλογή αν λάβουμε υπόψη τις περιπτώσεις παιδιών με σοβαρά προβλήματα σωματικής ή και ψυχικής υγείας, που χρειάζονται εξειδικευμένη φροντίδα και δηλώνουν ρητά ότι δεν επιθυμούν να ενταχθούν σε μία οικογένεια.

Η αποϊδρυματοποίηση απαιτεί ολιστική μεταρρύθμιση του συστήματος παιδικής προστασίας και όχι αποσπασματικές ενέργειες και παρεμβάσεις στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας.»

Documento Newsletter