Η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη αποταμίευση από όλες τις χώρες της Ευρώπης και του αναπτυγμένου κόσμου!
Τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν πάψει να αποταμιεύουν και μάλιστα είναι ουραγοί της ευρωζώνης και της ΕΕ των 27 στην αποταμίευση, ζουν εξαντλώντας αποταμιεύσεις προηγούμενων εποχών ή δημιουργώντας χρέη· κι αυτό αποτελεί μείζον πρόβλημα για την εθνική οικονομία καθώς είναι αδύνατο για μια χώρα να αναπτύσσεται επί μακρόν με ξένα κεφάλαια, τονίζεται σε ειδική μελέτη της Eurobank για την αποταμίευση που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα.
Η παρουσίαση έγινε σε ειδική εκδήλωση στην οποία παρευρέθηκε σύσσωμο το… βαρύ πυροβολικό του συστήματος, δηλαδή όχι μόνο τα κορυφαία στελέχη της τράπεζας Φωκίων Καραβίας και Πέτρος Ζανιάς αλλά και ο πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας και ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης. Η εκδήλωση μάλιστα προκάλεσε αίσθηση. Οχι επειδή εξέπληξε κανέναν το γεγονός ότι τα ελληνικά νοικοκυριά με τους χαμηλούς μισθούς σε περιβάλλον καλπάζουσας ακρίβειας δεν αποταμιεύουν, αλλά διότι Χατζηδάκης και Στουρνάρας έκαναν το άσπρο μαύρο προκειμένου να προωθήσουν ως λύσεις ακόμη και για την αύξηση της αποταμίευσης τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα, την ιδιωτική ασφάλιση και την τεκμαρτή φορολόγηση στους ελεύθερους επαγγελματίες.
Ακτινογραφία οικονομίας
Ποια είναι τα βασικά σημεία της έκθεσης της Eurobank;
Η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη εθνική αποταμίευση ως ποσοστό του ΑΕΠ από όλες τις χώρες της ευρωζώνης και τις αναπτυγμένες χώρες. Συγκεκριμένα, εισήλθε στο ευρώ με ποσοστό εθνικής αποταμίευσης 16,3% του ΑΕΠ έναντι 22,7% του μέσου όρου της ευρωζώνης, στη συνέχεια όμως το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε 10,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2005-09. Ακολούθως με τη μεγάλη κρίση χρέους η εθνική αποταμίευση στην Ελλάδα βυθίστηκε και στο διάστημα 2018-22 ήταν στο 9,2% του ΑΕΠ, 16 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (25,6%).
Η εθνική αποταμίευση αποτελείται από το άθροισμα της αποταμίευσης του δημοσίου, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Μέχρι το 2010 ιδιαίτερα αρνητική ήταν η αποταμίευση του δημοσίου, αλλά από το 2011 βελτιώθηκε λόγω των περιοριστικών πολιτικών. Από εκείνη τη χρονιά όμως και μετά μειώθηκε η αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα, αλλά μόνο των νοικοκυριών και όχι των επιχειρήσεων, που κατά τα πρώτα χρόνια των μνημονίων αυξήθηκε και μάλιστα κατακόρυφα.
Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερο από τα αντίστοιχα της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας, καθώς επίσης και της ευρωζώνης – αυτό συνέβαινε και προ του 2010. Συγκεκριμένα, κατά την πενταετία 2002-06 το μέσο ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν 7% έναντι 9% στην Ισπανία, 15% στην Ιταλία, 11% στην Πορτογαλία και 13% συνολικά στην ευρωζώνη. Από το 2012 και μετά ωστόσο η αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα έχει μονίμως αρνητικό πρόσημο, με μοναδική εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας κατά την οποία υπήρχαν περιοριστικά μέτρα. Tο 2019 πάντως η αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών ήταν στο -2,3% του ΑΕΠ και το 2022 έπεσε στο -4%. Την ίδια στιγμή η Πορτογαλία έχει αποταμίευση 8% και η Ιταλία, που θεωρείται ότι έχει ανάλογο ποσοστό παραοικονομίας, 10%.
Τρώνε από τα έτοιμα
Από την ανάλυση των δεδομένων της Ερευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, με δείγμα 6.180 νοικοκυριών, προκύπτει επίσης ότι:
Μόνο το 5,3% ή ένα στα είκοσι ελληνικά νοικοκυριά αποταμιεύει και μόνο το 1,6% των νοικοκυριών με εργαζόμενους – δηλαδή ένας ή δύο στους 100 εργαζόμενους. Περισσότερο από όλες τις ηλικιακές και επαγγελματικές ομάδες αποταμιεύουν οι συνταξιούχοι και λιγότερο οι αυτοαπασχολούμενοι.
Η μέση ετήσια αποταμίευση για το σύνολο του δείγματος ανερχόταν σε 1.076 ευρώ, ενώ ήταν αρνητική για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και παιδιά (-2.159 ευρώ). Η μέση ετήσια αποταμίευση των συνταξιούχων ανερχόταν σε 2.248 ευρώ, των εργαζομένων σε 410 ευρώ, των μισθωτών σε 542 ευρώ και των αυτοαπασχολούμενων σε 63 ευρώ. Τα ποσοστά αποταμίευσης διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με την κλίμακα του εισοδήματος. Το 40% της συνολικής αποταμίευσης προέρχεται από το 1% των νοικοκυριών που έχει τα υψηλότερα εισοδήματα. Αντίθετα το 42% ή τέσσερα στα δέκα νοικοκυριά έχουν αρνητική αποταμίευση, δηλαδή όχι μόνο δεν αποταμιεύουν αλλά αντλούν χρήματα από προηγούμενες αποταμιεύσεις ή δημιουργούν χρέη.
Θέλουν μεν, δεν μπορούν δε
Κατά τη μελέτη της Eurobank, την οποία υπογράφουν οι καθηγητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Σαράντης Καλυβίτης, Μαργαρίτα Κατσίμη και Θωμάς Μούτος, οι κύριοι λόγοι για τους οποίους τα ελληνικά νοικοκυριά δεν αποταμιεύουν είναι ότι δεν είναι σε θέση να το κάνουν επειδή επιβαρύνονται με μεγάλες δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση –κανονικά θα έπρεπε να τις προσφέρει πραγματικά δωρεάν το κράτος– αλλά έχουν και μεγάλη επιβάρυνση από τις δαπάνες στέγασης, ιδίως από τα αυξημένα νοίκια, που είναι δυσανάλογα μεγάλες στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Λογικό, θα πει κάποιος. Ωστόσο οι καθηγητές συνεχίζουν προσθέτοντας και κάποιους άλλους, εξίσου σημαντικούς κατά την εκτίμησή τους λόγους:
Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή των αυτοαπασχολούμενων που έχουν το χαμηλότερο ποσοστό αποταμίευσης – αντιφάσκει πάντως με το παράδειγμα της Ιταλίας, η οποία έχει εξίσου υψηλή φοροδιαφυγή με την Ελλάδα αλλά υψηλά ποσοστά αποταμίευσης.
Τα υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης που δίνονταν στις συντάξεις παλαιότερα και τα οποία έδιναν, υποτίθεται, στα ελληνικά νοικοκυριά την αίσθηση ότι δεν χρειάζεται να αποταμιεύουν.
Τις πολύ πιο διαδεδομένες στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες γονικές παροχές που έχουν ως αποτέλεσμα οι νεότερες γενιές να μην αποταμιεύουν γιατί περιμένουν να πάρουν περιουσιακά στοιχεία από τη γενιά των γονιών τους.
Μπλόκο στις επενδύσεις
Η εθνική αποταμίευση μιας χώρας έχει μείζονα σημασία για την πορεία μιας εθνικής οικονομίας. Χωρίς αποταμιεύσεις δεν υπάρχουν επενδύσεις, δηλαδή δεν υπάρχει ανάπτυξη. Και οι επενδύσεις είναι σημαντικό να χρηματοδοτούνται με εγχώριο χρήμα και όχι με δανεισμό από το εξωτερικό – και για να μένουν οι τόκοι στο εσωτερικό μιας χώρας και να αυξάνουν τον εθνικό πλούτο αντί να τον μειώνουν, όπως γίνεται σήμερα στην Ελλάδα όπου όλοι οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους φεύγουν στο εξωτερικό, αλλά και γιατί οι ξένοι μπορεί ανά πάσα στιγμή σε συνθήκες κρίσης να πάψουν να σε δανείζουν.
Αυτά παλιά ήταν γνωστά, γι’ αυτό την περίοδο 1980-95, στα χρόνια του «λαϊκιστή» Ανδρέα Παπανδρέου, καταπώς είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η εθνική αποταμίευση άγγιζε το 18% του ΑΕΠ και το δημόσιο δανειζόταν κατά κύριο λόγο από το εσωτερικό, ο δε ετήσιος δανεισμός της χώρας από το εξωτερικό ήταν το 1995 στο 2% του ΑΕΠ.
Η πλαστή ευδαιμονία
Και μετά ήρθε το ευρώ, που συνοδεύτηκε από την απατηλή υπόσχεση των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης ότι δεν είχαν πια σημασία τα επίπεδα εθνικής αποταμίευσης κάθε χώρας και ότι καθώς τα κεφάλαια θα κινούνταν ελεύθερα αναζητώντας τις καλύτερες ευκαιρίες, όλες οι χώρες θα αναπτύσσονταν και θα γινόμασταν όλοι Γερμανοί. Αλλά αντί να αναπτυχθεί, η Ελλάδα αύξανε χρόνο με τον χρόνο τον εξωτερικό της δανεισμό ως το δυσθεώρητο 14% του ΑΕΠ το 2008, υπερχρεώθηκε στο εξωτερικό και γέμισε «φούσκες». Και μετά ήρθε η χρεοκοπία.
Σήμερα που οι πιο δύσκολες μέρες της κρίσης είναι πίσω μας –ή τουλάχιστον έτσι ελπίζουμε– και η κυβέρνηση της ΝΔ από κοινού με τις Βρυξέλλες και την Τράπεζα της Ελλάδος προωθούν μια συνταγή ανάπτυξης με μειωμένα εισοδήματα για τον κόσμο, αποκλειστικά μέσω των επενδύσεων, η αύξηση της εθνικής αποταμίευσης αποκτά χαρακτηριστικά εθνικού στόχου καθώς η χώρα έχει υψηλό εξωτερικό έλλειμμα της τάξης του 5-6% κι αυτό σημαίνει ότι διατρέχει τον κίνδυνο να οδηγηθεί ανά πάσα στιγμή σε νέα κρίση.
Για τον λόγο αυτό λοιπόν η Eurobank, ως διάδοχος του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ανέλαβε να εκπονήσει μια μελέτη για την εθνική αποταμίευση προκειμένου να ανοίξει έναν εθνικό διάλογο για την αύξηση της αποταμίευσης των νοικοκυριών.
Διαβάστε επίσης:
Σύμη: Συνέχεια στο θρίλερ με τον παρουσιαστή του BBC – Πού προσανατολίζονται οι έρευνες (Video)
Ολυμπιακός: Αυτό είναι το νέο σήμα μετά την κατάκτηση του Conference League (Photo)