Μια συζήτηση για τη ζωή στα καράβια με τον καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Γιώργο Τσιμουρή
Ο Γιώργος Τσιμουρής, καθηγητής στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ταξίδεψε τον Απρίλιο του 2012 για ενάμιση μήνα με δεξαμενόπλοιο του ομίλου Τσάκος με στόχο τη διεξαγωγή έρευνας για τη ζωή των ναυτικών. Το αποτέλεσμα της έρευνας, που αποτελεί πολύτιμη συμβολή στη μάλλον φτωχή βιβλιογραφία στο είδος, δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Εμείς οι ναυτικοί, μπαρκαρισμένοι και ξέμπαρκοι – Μια ανθρωπολογική προσέγγιση» (εκδόσεις DaVinci).
Το πρώτο ερώτημα που έθεσα στον κ. Τσιμουρή κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας είναι για ποιο λόγο μια χώρα θαλασσινή και με μακραίωνη παράδοση στη ναυτιλία όπως η Ελλάδα να στερείται τέτοιων ερευνών. «Αυτή ήταν και η δική μου απορία. Οσα ξέρουμε
τα γνωρίζουμε μέσα από εκδοτική δραστηριότητα που συνήθως ελέγχεται από τους εφοπλιστές» εξηγεί ο καθηγητής. Αναφέρεται στη συνέχεια στην περίπτωση μιας αξιωματικού με την οποία συζήτησαν για τη ζωή στα καράβια – και μάλιστα όσα είπαν καταγράφονται στο βιβλίο. «Κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου συνέντευξη της ίδιας γυναίκας σε περιοδικό του εφοπλιστικού χώρου, που παρουσίαζε μια πολύ πιο λουστραρισμένη εκδοχή των καταστάσεων» λέει.
Κάθε λιμάνι και καημός… παλιά
Η κουβέντα πηγαίνει κατευθείαν στις συνθήκες διαβίωσης των ναυτικών στα πλοία. Παρόλο που όπως εξηγεί έχουν βελτιωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, ο χρόνος παραμονής στο λιμάνι έχει περιοριστεί στο ελάχιστο, κυρίως λόγω των πολιτικών ασφαλειοποίησης που επιβλήθηκαν διεθνώς μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους το 2001 αλλά και της εξέλιξης της τεχνολογίας που έχει ελαχιστοποιήσει τις αναμονές στα λιμάνια. «Παλιότερα ένας ναυτικός» διηγείται «μπορεί να έκανε ακόμη και τρία χρόνια να επιστρέψει σπίτι του. Κάθε φορά που έπιαναν λιμάνι, το πλοίο μπορούσε να μείνει ακόμη και ενάμιση μήνα. Αυτό δεν συμβαίνει πλέον. Φόρτωμα – ξεφόρτωμα γίνονται πολύ γρήγορα γιατί μην ξεχνάμε ότι το πλοίο είναι μια μεγάλη επένδυση που φέρνει χρήματα». Η διάρκεια και οι συνθήκες παραμονής στα πλοία είναι το άλφα και το ωμέγα για τη ζωή των ναυτικών. Οπως εξηγεί ο καθηγητής, οι συμβάσεις τους είναι εξάμηνες, ωστόσο αυτό αλλάζει ανάλογα με τις ανάγκες των ναυτικών ή του πλοίου. Ετσι το διάστημα παραμονής μπορεί να αυξηθεί σε οκτώ ή επιπλέον μήνες. «Στη Νορβηγία οι ναυτικοί βρίσκονται οκτώ εβδομάδες στο πλοίο και οκτώ στη στεριά κι αυτό είναι σημαντικό διότι δεν ξεκόβουν από την έξω ζωή τους. Για να είναι όμως βιώσιμο αυτό το μοντέλο θα πρέπει να υπάρχει ένα είδος επιδόματος για τη διάρκεια που βρίσκονται στη στεριά» προσθέτει. Διευκρινίζει όμως ότι αυτή η κατάσταση δεν εξυπηρετεί τις εταιρείες καθώς αυξάνονται τα έξοδα μεταφοράς των ναυτικών, ειδικά όταν το πλοίο βρίσκεται πολύ μακριά και πρέπει να καλυφθούν τα αεροπορικά εισιτήρια για υπερατλαντικό ταξίδι.
Παλαιότερα στα πλοία συνήθως δούλευαν ναυτικοί κυρίως μίας εθνικότητας π.χ. Ελληνες, Γερμανοί κ.λπ. Εδώ και κάποια χρόνια τα πληρώματα είναι μεικτά, δηλαδή αποτελούνται από ανθρώπους αρκετών εθνικοτήτων. Οι ναυτικοί που προέρχονται από την Κίνα, την Ινδία και τις Φιλιππίνες έχουν χαμηλότερα μισθολόγια. Ο Γ. Τσιμουρής εξηγεί τη γενική εικόνα: «Οι εταιρείες ανακυκλώνουν ένα δομικό ρατσισμό με το επιχείρημα ότι το κόστος ζωής στις Φιλιππίνες είναι πιο χαμηλό απ’ ό,τι στην Ευρώπη κι έτσι ένας Φιλιππινέζος ναυτικός αμείβεται με λιγότερα χρήματα για την ίδια δουλειά κι ας έχει ισότιμη προϋπηρεσία. Παίρνει το 70% του μισθού ενός Ελληνα, πράγμα που καθορίζει τελικά την ιεραρχία και τη θέση του καθενός μέσα στο πλοίο».
Ναύτης βγήκε στη στεριά
Λόγω της φύσης της εργασίας τους οι ναυτικοί δύσκολα κρατάνε σχέσεις στη στεριά. Τους λόγους εξηγεί ο Γ. Τσιμουρής: όταν βγαίνουν από το πλοίο βιώνουν ένα αίσθημα ξενότητας. Και μόλις αρχίσουν να αποκτούν στενή επαφή με τους ανθρώπους τους έρχεται η ώρα να ξαναμπαρκάρουν. Και στα πλοία όμως δεν είναι πολύ εύκολα τα πράγματα. Δημιουργούν φιλίες αλλά συχνά χάνονται γιατί έπειτα από λίγο καιρό καταλήγει ο καθένας σε διαφορετικό πλοίο. Ούτε συντονίζονται οι εποχές κατά τις οποίες επιστρέφουν στη στεριά.
Κάποιοι επιχειρούν να επιστρέψουν σε μόνιμη βάση στη στεριά. «Αρκετοί ναυτικοί προσπάθησαν να κάνουν επιχειρήσεις αλλά απέτυχαν. Δεν είναι εύκολο εάν έχεις χάσει “συνέχειες” στο πώς λειτουργούν τα πράγματα. Το καλύτερο σενάριο είναι όταν σε κάποιες περιπτώσεις οι σύζυγοι των ναυτικών διαχειρίζονταν τα χρήματα και φρόντιζαν είτε να κάνουν καλές αγορές είτε να στήσουν βιώσιμες επιχειρήσεις» λέει. Αλήθεια, υπάρχουν αρκετές γυναίκες στα πλοία; Σύμφωνα με τον καθηγητή μπήκαν σε αυτό τον χώρο σχετικά πρόσφατα; «Είναι ανδροκρατούμενο επάγγελμα. Υπάρχουν κάποιες γυναίκες αλλά έχω την αίσθηση ότι στην Ελλάδα δεν ξεπερνάνε το 2%».
Τον ρωτώ τι του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο πλοίο. «Μπαίνοντας περίμενα κάτι από αυτά που είχα μάθει από τον Καββαδία. Ηθελα να βγω στο λιμάνι, να δω από κοντά τη ζωή που διάβαζα. Τελικά, μόνο αυτό δεν συνάντησα. Συνειδητοποίησα ότι πρόκειται για εξαιρετικά σκληρό επάγγελμα. Ενας καπετάνιος πληρώνεται γύρω στις 15.000 ευρώ τον μήνα και όχι κάτω από 12.000. Αν με ρωτούσατε, δεν θα ήθελα να κάνω αυτήν τη ζωή –τουλάχιστον όπως την είδα».