Οι πρόσφυγες μέσα από τα “προσφυγικά κάλαντα” εκφράζουν τον κατατρεγμό τους τόσο στον πρώτο διωγμό, του 1914, όσο και στον οριστικό ξεριζωμό τους το 1922, όταν σβήνει οριστικά και κάθε ελπίδα τους για την “Μεγάλη Ιδέα”.
Μπορεί ορισμένα να φαίνονται μακρινά πλέον, αλλά πρόκειται για μια ιστορική καταγραφή:
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
δεν έχομε παρηγοριά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εξορίστηκεν ο κόσμος.
κι εκεί που ήρτε ο Χριστός
ήρτε κεμαλικός στρατός
μες στην Μικρά Ασία
και μας κάναν εξορία.
Και που να στήσομε φωλιά,
ωσάν τα έρημα πουλιά.
Όλοι μας κυνηγούνε,
και δε θένε να μας δούνε.
Στην Πόλη στην Αγιά Σοφιά,
θα στήσουμε καμπάνες
να βγουν τα μισοφέγγαρα,
να στηριχτούν λαμπάδες
να βγουν οι Τούρκοι απ’ τα τζαμιά,
να φύγουν κι οι χοτζάδες
να ‘ρθουν τα ελληνόπαιδα,
με τους Πατριαρχάδες.
Τότες θα ‘χομε ελπίδα
πως θα πάμε στην πατρίδα.
Και του χρόνου, εις έτη πολλά.
Καταγραφή Μέλπως Μερλιέ, 1930:
Τραγουδά η Ειρήνη Μπογιατζή από την Π. Φώκαια της Μικράς Ασίας.
Οι φωτογραφίες εικονίζουν ελληνικά κτίρια στην Φώκαια.