Μαφίες, κυκλώματα λαθρεμπόρων και αυταρχικοί ηγέτες είναι μερικοί από τους εκλεκτούς πελάτες της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse. Από την ιταλική Ντραγκέτα και τους Βούλγαρους διακινητές ναρκωτικών μέχρι την οικογένεια Ναζαρμπάγεφ που έχει ξεζουμίσει το Καζακστάν, άνθρωποι μπλεγμένοι σε σκοτεινές υποθέσεις βρήκαν στην Credit Suisse ασφαλές καταφύγιο για τα έσοδά τους από παράνομες δραστηριότητες.
Από την έρευνα δεκάδων διεθνών Μέσων σε χιλιάδες έγγραφα που διέρρευσαν φανερώνεται ότι για δεκαετίες η τράπεζα φιλοξενούσε κεφάλαια από παράνομες πηγές εσόδων.
Οι Βούλγαροι ναρκέμποροι και ο Ιταλός μεσάζων
Τον Φεβρουάριο του 2022 το Ομοσπονδιακό Ποινικό Δικαστήριο της Μπελιντσόνα στην Ελβετία δίκασε την Credit Suisse για κατηγορίες ξεπλύματος χρήματος από ένα βουλγαρικό δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών. Δεκάδες λογαριασμοί και οκτώ θυρίδες ανοίχτηκαν στο όνομα του συγκεκριμένου δικτύου από το 2004 έως το 2007. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα εκατομμύρια που βγήκαν από την κοκαΐνη έφταναν στην τράπεζα σε μικρές βαλίτσες και έμπαιναν από την μπροστινή πόρτα. Η τράπεζα αρνείται τα πάντα και ζητεί την αθώωση του πρώην διευθυντή διαχείρισης μεγάλου πλούτου.
Ωστόσο αυτό το περιστατικό δεν ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση, όπως αποκαλύπτεται από τα έγγραφα που διέρρευσαν. Ο Ναπολιτάνος επιχειρηματίας Αντόνιο Βελάρντο, που έχει σχέσεις με δύο οικογένειες της ιταλικής μαφίας, είχε έξι λογαριασμούς στην τράπεζα, στους οποίους στάθμευσε τουλάχιστον 4 εκατ. ευρώ το 2010 και το 2011.
Καταφύγιο αυταρχικών πολιτικών
Στη λίστα με τα πρόσωπα που έφερε στο φως η δημοσιογραφική έρευνα συναντά κανείς γνωστά ονόματα πολιτικών. Ο βασιλιάς της Ιορδανίας Αμπντάλα Β΄ φαίνεται ότι έστελνε δισεκατομμύρια στην Ελβετία, τα οποία όμως δεν είχαν καμία σχέση με την περιουσία που κληρονόμησε από τον πατέρα του, βασιλιά Χουσεΐν. Τη λίστα κοσμούν και άλλα ονόματα Αράβων πολιτικών που φυγάδευσαν τη μεγάλη περιουσία τους στο εξωτερικό κατά την περίοδο της λεγόμενης Αραβικής Ανοιξης, όπως ο Αλγερινός πρόεδρος Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα και ο Αιγύπτιος Χόσνι Μουμπάρακ. Τη λίστα συμπληρώνουν και άλλοι πολιτικοί από τη Συρία, τη Λιβύη και την Υεμένη. Επίσης ο Κασίμ Τζομέρτ Τακάγεφ, ο πρόεδρος του Καζακστάν, μπόρεσε να κρύψει άγνωστα μέχρι τώρα ποσά εκατομμυρίων σε ένα λογαριασμό στην Ελβετία, ενώ πρόσφατα δεν δίστασε να καταγγείλει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του προκατόχου του Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ.
Τα κρυμμένα εκατομμύρια της Ναζαρμπάγεβα
Το 2020 ο ιστότοπος Radio Free Europe/Radio Liberty είχε εντοπίσει μυριάδες ακίνητα που απέκτησαν ο πρώην πρόεδρος του Καζακστάν Ν. Ναζαρμπάγεφ και η οικογένειά του στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων η αξία υπολογίζεται σε περισσότερα από 650 εκατ. ευρώ.
Τα Swisse Secrets αποκαλύπτουν την ύπαρξη έξι λογαριασμών που άνοιξε τον Ιούνιο του 2008 η Ντάριγκα Ναζαρμπάγεβα, η μεγαλύτερη κόρη του πρώην προέδρου, στην Credit Suisse, κρυμμένων πίσω από offshore εταιρείες. Ενας από αυτούς τους λογαριασμούς παρουσίαζε υπόλοιπο 16 εκατ. ευρώ. Η εποχή που ανοίχτηκαν οι λογαριασμοί ήταν μια περίοδος ευημερίας για τη Ναζαρμπάγεβα: τρεις μήνες νωρίτερα είχε αποκομίσει 64 εκατ. ευρώ χάρη σε μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα προσπάθεια εθνικοποίησης του ομίλου μέσων ενημέρωσης Khabar, στον οποίο κατείχε μυστικά ένα ποσοστό μετοχών.
Δύο δεκαετίες γεμάτες σκάνδαλα
Η τράπεζα δεν είναι πρωτάρα στη… σκοτεινή τραπεζική. Την ακολουθεί το σκάνδαλο για την απόκρυψη της περιουσίας του Νιγηριανού δικτάτορα Σάνι Αμπάτσα, που απέσπασε χρήματα από τη χώρα του και τα φυγάδευσε το 1999. Επίσης η τράπεζα κατηγορήθηκε για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος μιας ιαπωνικής εγκληματικής οργάνωσης το 2004, καθώς και για παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων και μεταφορά περιουσιακών στοιχείων από το Ιράν και το Σουδάν το 2009. Επιπλέον χρησίμευσε σαν πύλη για τα κεφάλαια που κρύβονταν πίσω από το σκάνδαλο διαφθοράς Μαγκνίτσκι στη Ρωσία το 2011, αλλά και επειδή χρησιμοποίησε μια θυγατρική για τη δημιουργία αδιαφανών υπεράκτιων εταιρειών στο σκάνδαλο «Offshore Leaks» το 2014.
Επαιξε ρόλο στην υπόθεση διαφθοράς «Lava Jato» (πλυντήριο αυτοκινήτων) στη Βραζιλία το 2014 και στην υπόθεση κατάχρησης χρήματος στην κρατική εταιρεία πετρελαίου PDVSA στη Βενεζουέλα το 2016. Η τράπεζα βρισκόταν στο επίκεντρο ενός σκανδάλου φοροδιαφυγής που αφορούσε περισσότερους από 55.000 ευρωπαϊκούς τραπεζικούς λογαριασμούς το 2017, ενώ έπαιξε ρόλο στην υπεξαίρεση κεφαλαίων από το Βατικανό το 2019.
Ενοχη για το ότι βοήθησε πολλές χιλιάδες πλούσιους Αμερικανούς να εξαπατήσουν τις φορολογικές αρχές της χώρας τους, η Credit Suisse το 2014 είχε συμφωνήσει να πληρώσει πρόστιμο-ρεκόρ 2,6 δισ. δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αμφιλεγόμενη τραπεζική πρακτική
Αυτή η συγκέντρωση κεφαλαίων που προέρχονται από το οικονομικό έγκλημα οφείλεται προφανώς σε μεγάλο βαθμό στην πρακτική του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου, ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που καθιερώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στη χώρα και κατοχυρώθηκε αργότερα με νόμο το 1934. Αυτό το απόρρητο, πολύ πιο στεγανό από το κλασικό επαγγελματικό απόρρητο –που απειλεί με φυλάκιση όποιον αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες–, επέτρεψε την ανάπτυξη ενός ισχυρού τραπεζικού τομέα.
Για πολύ καιρό το εθνικό αφήγημα παρουσίαζε αυτή την ιδιαιτερότητα ως μέτρο που υιοθετήθηκε για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων των Εβραίων από τη λεηλασία από το ναζιστικό καθεστώς, αλλά αυτή η εκδοχή έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από τους ιστορικούς. Στην πραγματικότητα αυτή η επινόηση παρήγαγε αντικοινωνικά αποτελέσματα. Οχι μόνο προστάτευσε κεφάλαια από δικτατορίες ή πολιτικά ασταθή καθεστώτα, αλλά χρησίμευσε επίσης ως μαγνήτης για απατεώνες, φοροφυγάδες, εγκληματίες του λευκού κολάρου και άλλες μεγάλες περιουσίες σε αναζήτηση αδιαφάνειας.
Συστηματική αποτυχία ελέγχου της «εκλεκτής» πελατείας
Η μαζική διαρροή για την Credit Suisse αποκάλυψε τον κρυμμένο πλούτο πελατών που εμπλέκονται σε βασανιστήρια, διακίνηση ναρκωτικών, ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, διαφθορά και άλλα σοβαρά εγκλήματα.
Η Credit Suisse έχει υπό τη διαχείρισή της περιουσιακά στοιχεία αξίας πάνω από 1,6 τρισ. ελβετικά φράγκα (1,54 τρισ. ευρώ). Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας πίσω από την UBS, ενώ έχει χιλιάδες εκπροσώπους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι τα περισσότερα έγγραφα αφορούν πρόσωπα από χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, ενώ οι χώρες που εμφανίζονται περισσότερο είναι η Ταϊλάνδη, η Αίγυπτος, η Ουκρανία και η Βενεζουέλα.
Ανάμεσα σε χιλιάδες πελάτες της τράπεζας που δεν έχουν κάποια παράνομη δραστηριότητα, το πελατολόγιο περιλαμβάνει συγχρόνως έναν διακινητή ανθρώπων στις Φιλιππίνες, ένα αφεντικό του χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ που φυλακίστηκε για δωροδοκία, έναν διεφθαρμένο επικεφαλής της Siemens στο τοπικό τμήμα στην Αφρική και το περιβόητο ζευγάρι Μάρκος που λεηλάτησε οικονομικά τις Φιλιππίνες.
Ελλιπείς έλεγχοι προσώπων
Ο Ρόναλντ Λι Φουκ-σιού ήταν ο επικεφαλής του χρηματιστηρίου στο Χονγκ Κονγκ και είχε καταδικαστεί για δωροδοκία από εταιρείες που τον πλήρωναν για να τις βάζει στο χρηματιστήριο. Η καριέρα του έληξε άδοξα το 1990, κάτι όμως που δεν του απαγόρευσε να καταθέσει δέκα χρόνια αργότερα σε λογαριασμό στην Credit Suisse πάνω από 56 εκατ. ευρώ. Η λίστα των προσώπων που κοσμούν το πελατολόγιο της τράπεζας δείχνει στην καλύτερη περίπτωση μια συστηματική έλλειψη κρίσης και πλημμελή έλεγχο των πελατών της.
Οι κανόνες για τα άτομα που πρόκειται να γίνουν πελάτες στο ελβετικό τραπεζικό σύστημα –υποτίθεται ότι– είναι πολύ αυστηροί, ειδικά για άτομα που εμπλέκονται είτε με την πολιτική είτε με οικονομικές δραστηριότητες υψηλού κινδύνου όπως τζόγος ή εμπόριο όπλων. Παρ’ όλα αυτά, ο Σέρβος απατεώνας με χρηματοοικονομικά προϊόντα Ραντόλιουμπ Ραντούλοβιτς, που κατηγορήθηκε για απάτη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ το 2001, συνυπέγραψε δύο εταιρικούς λογαριασμούς στην Credit Suisse, ο ένας εκ των οποίων είχε πάνω από 3 εκατ. ευρώ προτού κλείσει το 2010. Πρόσφατα καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλακή για τον ρόλο του σε υπόθεση διακίνησης κοκαΐνης για λογαριασμό του αφεντικού του οργανωμένου εγκλήματος Ντάρκο Σάριτς.
Αλλη μια εκκωφαντική περίπτωση ελλιπούς ελέγχου είναι και η περίπτωση του Στέφαν Σέντερχολμ. Ο Σουηδός τεχνικός υπολογιστών άνοιξε λογαριασμό στην Credit Suisse το 2008 και μπόρεσε να τον κρατήσει ανοιχτό για δυόμισι χρόνια μετά την ευρέως γνωστή καταδίκη του σε ισόβια κάθειρξη για εμπορία ανθρώπων στις Φιλιππίνες.
Επίσης, μια από τις πιο διαβόητες υποθέσεις στην ιστορία της Credit Suisse αφορούσε τον διεφθαρμένο δικτάτορα των Φιλιππίνων Φέρντιναντ Μάρκος και τη σύζυγό του Ιμέλντα. Το ζευγάρι εκτιμάται ότι είχε αποσπάσει έως και 10 δισ. δολάρια από τις Φιλιππίνες κατά τη διάρκεια των 21 ετών που ο Μάρκος είχε την εξουσία στη χώρα του, από το 1965 μέχρι το 1986.
Συστηματική αποτυχία
Η τράπεζα θα μπορούσε να είχε ανακαλύψει ότι ο Γερμανός πελάτης της Εντβαρντ Ζάιντελ καταδικάστηκε για δωροδοκία το 2008. Ο Ζάιντελ ήταν υπάλληλος της Siemens. Ως επικεφαλής της πολυεθνικής στη Νιγηρία επέβλεπε μια εκστρατεία δωροδοκίας μεγάλης κλίμακας για να εξασφαλίσει προσοδοφόρα συμβόλαια για τον εργοδότη του διοχετεύοντας μετρητά σε διεφθαρμένους Νιγηριανούς πολιτικούς.
Μετά την έφοδο των γερμανικών αρχών στα κεντρικά γραφεία της Siemens στο Μόναχο το 2006 ο Ζάιντελ ομολόγησε αμέσως τον ρόλο του στο σχέδιο δωροδοκίας, αν και είπε ότι δεν είχε κλέψει ποτέ από την εταιρεία ούτε είχε οικειοποιηθεί τα σκιώδη κεφάλαιά της. Η εμπλοκή του στη διαφθορά οδήγησε στο να καταχωρηθεί το όνομά του στη βάση δεδομένων Thomson Reuters World-Check το 2007, μια πηγή πληροφοριών για ενδεχόμενους επικίνδυνους πελάτες.
Ωστόσο τα στοιχεία της Credit Suisse που διέρρευσαν δείχνουν ότι οι λογαριασμοί του έμειναν ανοιχτοί τουλάχιστον μέχρι την τελευταία δεκαετία. Κάποια στιγμή μετά την αποχώρησή του από τη Siemens, ένας λογαριασμός άξιζε 54 εκατ. ελβετικά φράγκα (50 εκατ. ευρώ). Αυτή η αποτυχία ελέγχου δείχνει ότι η τράπεζα κάνει συστηματικά τα στραβά μάτια σε πελάτες υψηλού προφίλ και βρόμικου μητρώου.