Το έργο του Έντουαρντ φον Κάιζερλινγκ δεν είναι σήμερα ιδιαίτερα γνωστό. Σύμφωνα με τον κριτικό λογοτεχνίας Φριτς Μαρτίνι «κανένας άλλος σημαντικός συγγραφέας του πρώιμου 20ού αιώνα δεν είναι τόσο άγνωστος όσο αυτός», παρότι στην εποχή του έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από ομότεχνούς του όπως ο Τόμας Μαν, ο Ράινερ Μ. Ρίλκε και ο Έρμαν Έσσε. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 το έργο του μεταφράστηκε στα αγγλικά, ξεπερνώντας τα σύνορα του γερμανόφωνου αναγνωστικού κοινού, ενώ τις επόμενες δεκαετίες έπεσε στη λήθη. Ξανασυστήθηκε στο κοινό τη δεκαετία του 1990 μέσω των συγγραφικών και λογοτεχνικών κύκλων που μόλις το είχαν ανακαλύψει.
Ο Κάιζερλινγκ προερχόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων η οποία κατά τον 15ο αιώνα είχε μετακινηθεί από τη Βεστφαλία στην Κουρλάνδη της Βαλτικής και αποτέλεσε μέρος της πνευματικής και οικονομικής ελίτ της περιοχής. Ο ίδιος γεννήθηκε εκεί το 1855 και μεγάλωσε στο οικογενειακό κάστρο, σε ένα εκλεπτυσμένο περιβάλλον το οποίο διατηρούσε επαφές με εκπροσώπους της υψηλής τέχνης και της διανόησης. Οι σπουδές, τα ταξίδια και η ενασχόληση με τις τέχνες δεν έλειψαν από τη ζωή του, ωστόσο μετά την ηλικία των 50 χρόνων έχασε μεγάλο μέρος της όρασής του και απέκτησε σοβαρά κινητικά προβλήματα, εξαιτίας της σύφιλης από την οποία είχε προσβληθεί όταν ήταν νέος.
Τα πρώτα έργα του, μέχρι το κλείσιμο του 19ου αιώνα, επηρεάστηκαν από τον νατουραλισμό. Από το 1902 ταυτίστηκε με τον ιμπρεσιονισμό∙ θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Ο Κάιζερλινγκ εναλλάσσει συχνά το φως με το σκοτάδι στη σκιαγράφηση της ζωής των ευγενών στο γύρισμα του αιώνα. Οι αφηγήσεις του συνήθως τοποθετούνται στην περιοχή της Βαλτικής, σε περιβάλλον που θυμίζει πολύ το μέρος όπου μεγάλωσε. Στα βιβλία του οι ανοιχτοί χώροι, τα δάση, οι παραλίες και οι κήποι συμμετέχουν εξίσου στη δράση. Στην πραγματικότητα αποτελούν προέκταση του ψυχικού και συναισθηματικού κόσμου των ηρώων του.
Πριν από ένα χρόνο κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του, τα «Κύματα» (σε μετάφραση και επίμετρο της Αναστασίας Χατζηγιαννίδη για τις εκδόσεις Loggia). Το έργο που υπαγόρευσε ο Κάιζερλινγκ στις αδερφές του (λόγω της τύφλωσης δεν μπορούσε να γράψει) και πρωτοεκδόθηκε το 1911 αποτελεί το χρονικό ενός καλοκαιριού σε ένα ψαροχώρι της Βαλτικής, όπου η χήρα του στρατηγού φον Πάλικο νοικιάζει μια βίλα με στόχο να συγκεντρώσει εκεί την οικογένειά της, ώστε να κάνουν όλοι μαζί διακοπές. Κι ενώ όλα δείχνουν να είναι υπό τον έλεγχό της, σύντομα ένα νέο θα ταράξει την οικογενειακή γαλήνη. Σε πολύ κοντινή απόσταση από τη βίλα παραθερίζει η Ντοραλίς, μια όμορφη νεαρή γυναίκα, η ζωή της οποίας θεωρείται σκανδαλώδης, καθώς πρόσφατα εγκατέλειψε τον ηλικιωμένο, πλούσιο και χειριστικό σύζυγό της για τον ζωγράφο που ο ίδιος είχε προσλάβει για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της.
Η παρουσία της νέας γυναίκας δημιουργεί μια σειρά συναισθημάτων στην οικογένεια, που κυμαίνονται από τον θαυμασμό και τον πόθο έως την απαξίωση και τη ζηλοφθονία. Και μόνο η παρουσία της είναι ικανή να εμπνεύσει έρωτες, να παροτρύνει σε αυτοκτονίες και να γίνει πεδίο εμμονής σχεδόν για όλα τα μέλη της οικογένειας. Η ίδια η Ντοραλίς νιώθει βαρύ το φορτίο της ομορφιάς της, καθώς η εμφάνισή της δίνει την ευκαιρία να την πλησιάσουν –χωρίς τη δική της συγκατάθεση– άνθρωποι που τη νιώθουν περισσότερο σαν τρόπαιο ή εξιλαστήριο θύμα παρά σαν αυτόνομη προσωπικότητα. Στο θέατρο του παραλόγου που στήνεται γύρω από την Ντοραλίς, κάποια νήματα κινεί και ο μυστικοσύμβουλος Κνοσπέλιους, «μια μικρόσωμη, παράξενα κυρτωμένη φιγούρα», φαινομενικά παρατηρητής της ιστορίας.
Το μυθιστόρημα διαθέτει ζωντανές περιγραφές δίνοντας την αίσθηση στον αναγνώστη ότι μπροστά του ξετυλίγεται ένα πολύχρωμο ταμπλό βιβάν. Οι περιγραφές του Κάιζερλινγκ, με λέξεις προσεκτικά επιλεγμένες, μοιάζουν με τα κύματα του τίτλου. Παρότι φαινομενικά η ιστορία δεν έχει έντονη δράση οι αλλαγές που συντελούνται εσωτερικά είναι καταιγιστικές. Ο Κάιζερλινγκ εξετάζει σε βάθος τις ανθρώπινες σχέσεις∙ την αναζήτηση της ευτυχίας, τον έρωτα, τον ορισμό της αγάπης, τη ζήλια, την αυτοεκτίμηση. Κυρίως όμως τον απασχολεί η ατομική ελευθερία και ο περιορισμός της από τις κοινωνικές συμβάσεις στους κύκλους των ευγενών την εποχή που ο θεσμός της αριστοκρατίας πνέει τα λοίσθια.
Φτάνοντας στις τελευταίες σελίδες των «Κυμάτων» ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η θάλασσα έχει τελικά σημαντικότερο ρόλο απ’ όσο ίσως πίστεψε στην αρχή. Δεν είναι απλώς φόντο, είναι καταλύτης. Παρότι οι άνθρωποι μπορούν να ανήκουν σε κοινωνικές τάξεις μέχρι την ακτή, εντός της θάλασσας είναι όλοι ίσοι, ειδικά όταν τα κύματα φουσκώσουν.
ΥΓ.: Το βιβλίο κυκλοφορεί επίσης στη μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη για τις εκδόσεις Εξάντας.