Τα όσα αποκάλυψε το Documento για το Novartis- gate έφεραν στην επιφάνεια πρακτικές για την προώθηση φαρμάκων που ακολουθούνταν εδώ και αρκετά χρόνια στη χώρα μας.
Η κατανάλωση ακριβών φαρμάκων είναι μία διεθνής πρακτική που ακολουθείται σε αρκετές χώρες του κόσμου, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα. Η κατανάλωση αυξήθηκε στη χώρα μας από το 2007 και μετά εξαιτίας της κατάργησης της λίστας και της άμεσης εισαγωγής των φαρμάκων για αποζημίωση από τα ασφαλιστικά ταμεία. Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς του φαρμάκου, η θετική λίστα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας κατάλογος με τα φάρμακα τα οποία θα μπορούσαν να συνταγογραφηθούν και να αποζημιωθούν από τα ασφαλιστικά ταμεία. Η κατάργησή της σήμανε την έλλειψη ελέγχου στις συνταγογραφήσεις. Γιατροί μπορούσαν να συνταγογραφούν πανάκριβα φάρμακα, η πώληση των οποίων ήταν προς όφελος των εταιρειών, αλλά σε βάρος των ασφαλιστικών ταμείων.
Τα νέα πανάκριβα φάρμακα ουσιαστικά υποκατέστησαν στη συνταγογραφία τα παλαιότερα, τα οποία ήταν όχι μόνο αξιόπιστα και αποτελεσματικά, αλλά παράλληλα και οικονομικά. Επιπλέον στη χώρα μας δεν υπήρχαν θεραπευτικά πρωτόκολλα και οδηγίες. Για παράδειγμα εάν κάποιος ασθενής έπασχε από μία πάθηση της καρδιάς ήταν δυνατόν να του συνταγογραφηθεί απευθείας ένα ακριβό φάρμακο, ενώ μπορεί να μην ήταν απαραίτητο από την πρώτη στιγμή. Εάν υπήρχαν τα πρωτόκολλα, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποφευχθεί εξαιτίας των οδηγιών που περιείχαν.
Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία διαπραγμάτευση για εκπτώσεις από τα ασφαλιστικά ταμεία. Τα τελευταία θα έπρεπε να διαπραγματεύονται με τις φαρμακευτικές εταιρείες. Σε περίπτωση που διαπίστωναν ότι το μερίδιο μιας εταιρείας στην αγορά ήταν αυξημένο, επιβαλλόταν να διαπραγματευτούν μειώσεις στις αποζημιώσεις που κατέβαλλαν.
Ενα άλλο ενδεικτικό σημείο για τον τρόπο που λειτουργούσαν οι πολυεθνικές εταιρείες του φαρμάκου στην Ελλάδα έχει να κάνει με τους προϋπολογισμούς των δαπανών προώθησης των ακριβών φαρμάκων. Αν και διέθεταν τεράστια μπάτζετ, ουδέποτε ελέχθησαν από τον ΕΟΦ. Με λίγα λόγια μπορούσαν να δίνουν χρήματα σε γιατρούς, συνέδρια κ.λπ. στο πλαίσιο της προώθησης των φαρμάκων τους, δίχως να υπάρχει κανένας έλεγχος.
Να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα ευνοϊκός για τις πολυεθνικές εταιρείες ήταν και ο νόμος τιμολόγησής τους. Ο τελευταίος βοηθούσε ώστε να κυκλοφορήσουν γρήγορα και με υψηλές τιμές τα νέα φάρμακα, ενώ αντίθετα μείωνε πολύ τις τιμές των παλιών. Η πρακτική που ακολουθούνταν από τις εταιρείες ήταν απλή, αλλά αρκετά αποτελεσματική. Οι πολυεθνικές επέλεγαν να εμφανίσουν τα φάρμακά τους πρώτα σε χώρες με υψηλές τιμές. Στη συνέχεια τα έφερναν στην Ελλάδα με τις ίδιες τιμές, καθώς σύμφωνα με στελέχη της αγοράς του φαρμάκου χρειάζονταν τιμές μόνο από δύο χώρες ώστε το φάρμακο να βγει στην Ελλάδα.
Διπλάσιες πωλήσεις στα νέα ακριβά φάρμακα
Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς του φαρμάκου, όλα αυτά είχαν δημιούργησαν ένα σύστημα το οποίο εκμεταλλεύτηκαν κυρίως οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Λειτουργούσε ως εξής: οι εταιρείες ενέτασσαν τα φάρμακά τους στα ασφαλιστικά ταμεία με μεγάλες τιμές και χωρίς καμία διαπραγμάτευση για εκπτώσεις.
Στη συνέχεια πωλούσαν πολύ μεγάλες ποσότητες εξαιτίας έλλειψης ελέγχων στη συνταγογράφηση, αλλά και θεραπευτικών πρωτοκόλλων. Στις μεγάλες πωλήσεις βοήθησαν επίσης και τα πολύ υψηλά μπάτζετ προώθησης. Αυτά προέκυπταν όμως και από έναν ακόμη λόγο.
Αν και εμπορικές εταιρείες, οι μεγάλες πολυεθνικές του φαρμάκου που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας δεν πλήρωναν φόρους. Με αποτέλεσμα να έχουν περισσότερα χρήματα στη διάθεσή τους για τις δαπάνες προώθησης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι πωλήσεις νέων ακριβών φαρμάκων στη χώρα μας ήταν διπλάσιες σε σχέση με ό,τι ισχύει στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Δηλαδή, αν και κυκλοφορούσαν τα ίδια ακριβά φάρμακα, κατά ένα παράξενο τρόπο στην Ελλάδα καταναλωνόταν το διπλάσιο ποσοστό απ’ ό,τι στις υπόλοιπες χώρες. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι πολυεθνικές του φαρμάκου «αξιοποίησαν» με τον καλύτερο τρόπο τόσο το θεσμικό πλαίσιο που ίσχυε για την τιμολόγηση των φαρμάκων και τις αποζημιώσεις από τα ασφαλιστικά ταμεία όσο και την ανυπαρξία ελέγχων από την πολιτεία.