Ο τεμαχισμός του Παρθενώνα από τον Ελγιν ήταν πράξη βανδαλισμού. Στις μέρες μας τα Γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστραφούν, να επανενωθούν και να εκτεθούν στο σύνολό τους σε μόνιμη βάση και χωρίς «ανταλλάγματα» ή «εγγυήσεις» στο σπίτι τους, στο Μουσείο της Ακρόπολης. Αυτή η ηθικά, ιστορικά, πολιτιστικά, πολιτικά και νομικά δίκαιη διεκδίκηση δεν είναι μόνο ελληνική, έχει ισχυρή καθολική αποδοχή, όπως φαίνεται και από τις συστάσεις της UNESCO το 2018 και την ιστορική απόφασή της το 2021.
Ο Παρθενώνας είναι μνημείο εξαιρετικής παγκόσμιας αξίας, έχει εγγραφεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς και η ακεραιότητά του πρέπει να αποκατασταθεί σύμφωνα με τις αρχές της UNESCO. H ξεκάθαρη θέση της Ελλάδας από τότε που η Μελίνα Μερκούρη έθεσε το θέμα στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είναι ότι κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας στα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν μπορεί να αναγνωριστεί σε χώρα ή νομικό πρόσωπο, όπως το Βρετανικό Μουσείο. Ενας διακανονισμός στη βάση του «δανεισμού και θα δούμε» δεν είναι αποδεκτός. Είναι θέμα αξιοπρέπειας για τους Ελληνες, όπως θα ήταν και για τους Βρετανούς αν τους ζητούσαν να «δανειστούν» προσωρινά κλεμμένα κομμάτια του Στόουνχεντζ.
Πριν από λίγες εβδομάδες ο πάπας Φραγκίσκος πρωτοστάτησε επιστρέφοντάς μας τα τρία θραύσματα του Βατικανού στο όνομα «του οικουμενικού μονοπατιού της αλήθειας». Εάν δεν μπορούμε να επιτύχουμε κάτι παρόμοιο για τα Γλυπτά, αυτό θα αποτελέσει μεγάλη αποτυχία για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ειδικά σε μια εποχή ανάπτυξης ενός διεθνούς κινήματος για την αποαποικιοποίηση των μουσείων.
Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί μια τέτοια λύση είναι μέσω της διπλωματικής οδού μεταξύ των δύο χωρών σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο (απόφαση UNESCO 2021). Οι συναντήσεις μεταξύ αξιωματούχων της ελληνικής κυβέρνησης και εκπροσώπων ενός μουσείου με περιορισμένη εξουσία στη λήψη αποφάσεων είναι μη παραγωγικές. Αποπροσανατολίζουν από τον στόχο, που είναι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ βρετανικής και ελληνικής κυβέρνησης, και θολώνουν το τοπίο με «λύσεις» που δεν εμπίπτουν στην εθνική γραμμή και στις θεμελιώδεις αρχές της UNESCO.
Η ελληνική εθνική γραμμή διεκδίκησης συμπίπτει απόλυτα με την απόφαση της UNESCO: η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι διακυβερνητικό ζήτημα και, ως εκ τούτου, η υποχρέωση επιστροφής τους βαρύνει την κυβέρνηση της Βρετανίας, που καλείται από την UNESCO να επανεξετάσει τη στάση της και να προχωρήσει σε διάλογο. Αυτός είναι ένας ξεκάθαρος οδικός χάρτης που εξασφαλίζει ευρεία συναίνεση τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αυτή την εθνική γραμμή και τον οδικό χάρτη υπηρέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και τώρα ως αξιωματική αντιπολίτευση. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και αλαζονεία, χωρίς μονοπώληση αυτής της διεκδίκησης, χωρίς καμιά απολύτως προσπάθεια κομματικής εκμετάλλευσης.
Από το 1984 έχουν γίνει σημαντικά βήματα, παρά τις κατά καιρούς οπισθοδρομήσεις λόγω «βιαστικών» προεκλογικών κινήσεων (2014 Σαμαράς, 2022-2023 Μητσοτάκης). Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εργάστηκε με συστηματικό τρόπο προς την κατεύθυνση επιστροφής της βρετανικής κυβέρνησης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και την κατεύθυνση της εμπλοκής της UNESCO με αποφασιστικό τρόπο, γεγονός που οδήγησε και στην απόφαση του 2021. Μια απόφαση που υπογραμμίζει ότι το αίτημα για τα Γλυπτά είναι δίκαιο, ζητώντας από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να προχωρήσει σε έναν καλόπιστο διάλογο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ επιμένει λοιπόν να υιοθετήσουν όλες οι πλευρές τις συστάσεις και την πρόσφατη απόφαση της UNESCO. Ετσι σκοπεύουμε να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για μια παγκόσμια εκστρατεία για την επανένωση των Γλυπτών σε συνεργασία με την UNESCO, η οποία είναι ο ισχυρότερος θεσμικός εγγυητής του ζητήματος.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα προτείνουμε τον ορισμό επιτροπής που θα έχει διακομματική υποστήριξη και αυξημένη πλειοψηφία εντός της Βουλής, δημιουργώντας κλίμα ενότητας και διαφάνειας. Είμαστε κάθετα αντίθετοι σε πρωτοβουλίες με τις οποίες τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα γίνουν θέμα εσωτερικής πολιτικής αντιπαλότητας.
Αποστολή της επιτροπής θα είναι η διεθνοποίηση του θέματος σε ιστορική, πολιτιστική και ηθική βάση, αναδεικνύοντας την οικουμενική του διάσταση. Η επιτροπή θα συνεργαστεί με αντίστοιχες εθνικές επιτροπές στη Βρετανία και σε διάφορες χώρες, προωθώντας τη μόνιμη επανένωση των Γλυπτών έναντι της βρετανικής και διεθνούς κοινής γνώμης και διεθνών οργανισμών.
Η λύση του ζητήματος μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του διακυβερνητικού διαλόγου στο υψηλότερο επίπεδο, σε συνδυασμό με την υποστήριξη των διεθνών θεσμών και την ευρύτερη δυνατή συναίνεση της κοινής γνώμης. Είναι η ακλόνητη πεποίθησή μας ότι αυτός ο στόχος είναι εφικτός.
Για να είναι όμως εφικτός δεν μπορούν να μπαίνουν στη συζήτηση όροι όπως «δανεισμός», «εποικοδομητική διατύπωση» του δανεισμού, «δημιουργική λογική» κ.λπ. και πάνω από όλα «μυστικές διαπραγματεύσεις». Η κυβέρνηση της ΝΔ, λειτουργώντας διχαστικά και με όρους «Μητσοτάκης-μεσσίας», θεώρησε ότι τα Γλυπτά προσφέρονται –και αυτά– για να ενισχύσει την ηγεμονία της Δεξιάς σε συμβολικό επίπεδο. Ολη η πολιτιστική πολιτική αυτής της κυβέρνησης βασίστηκε ακριβώς σε αυτό: εμπέδωση ηγεμονίας πάση θυσία. Ηδη από τον Σεπτέμβριο του 2019 ο πρωθυπουργός μίλησε για δανεισμό των Γλυπτών, ενώ νομοθετήματα που όρισαν τις εξαγωγές αρχαιοτήτων στα 50 χρόνια ή κατόπιν «μυστικών διαπραγματεύσεων» και έξω από κάθε κανόνα –ηθικό, νομικό, αρχαιολογικό– με τη συμφωνία Στερν έδειξαν ότι αυτή η κυβέρνηση στον πολιτισμό κινήθηκε με βάση την ατζέντα μιας παλαιάς κοπής Δεξιάς, προγονόπληκτης, ερήμην των προγόνων όμως, αφού αυτοί καλούνταν να υπηρετήσουν το συμβολικό κεφάλαιο του κ. Μητσοτάκη. Το τελευταίο διάστημα βέβαια τα Γλυπτά κλήθηκαν να ενισχύσουν την αδύναμη προεκλογική φαρέτρα της ΝΔ, ώστε να βγει με αυτά από τα πολλαπλά αδιέξοδα που έχει προκαλέσει η πολιτική της. Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηρίσουν οι Ελληνες και Ελληνίδες την αναφορά του πρωθυπουργού στην ΠτΔ «να με ξαναψηφίσουν για να φέρω τα Γλυπτά»; Πόση αλαζονεία, πόση έπαρση κρύβει αυτή η φράση. Πόση αμετροέπεια μιας Δεξιάς που θεωρεί ότι οι πρόγονοι, η πολιτιστική κληρονομιά, τα θέματα εθνικής ταυτότητας της ανήκουν προνομιακά.
Δυστυχώς η τελευταία δήλωση της Βρετανίδας υπουργού Πολιτισμού – δήλωση απαράδεκτη, αποικιακής κοπής και έξω από τις θεμελιώδεις αρχές της UNESCO– επιβεβαιώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε εμπλέξει σε κανένα επίπεδο των «μυστικών διαπραγματεύσεων» τη βρετανική κυβέρνηση. Δεν την υποχρέωσε σε διάλογο. Θεώρησε ότι με τη στήριξη των ΜΜΕ της λίστας Πέτσα θα «έστηνε» το προεκλογικό αφήγημα και συγχρόνως το κατηγορητήριο για τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, ότι δεν στηρίζει την εθνική προσπάθεια. Ετσι όπως ορίζει το «εθνικό», μονομερώς και χωρίς κανένα διάλογο, η Δεξιά στις χειρότερες μέρες της.
Η Σία Αναγνωστοπούλου είναι τομεάρχης Πολισμού του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Αχαΐας