«Τα ψεύτικα νέα γεννιούνται εκεί όπου συναντιούνται οι σοβαρές με τις ελαφρές ειδήσεις» λέει ο καθηγητής Γιώργος Πλειός.
«Νεκρός ο άντρας που επιχείρησε να ληστέψει κοσμηματοπωλείο» ήταν ο τίτλος των περισσότερων ενημερωτικών ιστοσελίδων λίγες ώρες μετά την άγρια δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Στη συνέχεια οι τίτλοι διανθίστηκαν και ο Ζακ από ληστής έγινε «χρήστης ναρκωτικών».
Μικρή σημασία έχει αν τίποτε από αυτά δεν ισχύει ή αν κανείς από αυτούς τους δημοσιογράφους δεν έκανε ρεπορτάζ. Η στερεότυπη αντίληψη για τα πρεζάκια, τους κλέφτες και τους καλούς… νοικοκυραίους βρήκε και πάλι χώρο στα ΜΜΕ προκειμένου να εξαπλωθεί σαν ιός στην ελληνική κοινωνία.
Δυστυχώς η δημιουργία και μετάδοση των fake news επιτελείται σε τόσο μεγάλο βαθμό –και πολλές φορές ηθελημένα– ώστε κατορθώνει να επηρεάζει καθοριστικά αρκετά συχνά την επικαιρότητα και την πραγματικότητα, πάντα προς όφελος των λίγων. Η κίτρινη δημοσιογραφία –στενά συνδεμένη με την πολιτική και οικονομική ελίτ– θεωρείται ο ενδεδειγμένος τρόπος προκειμένου να αυξηθούν τα έσοδα του εκάστοτε Μέσου. Η αντικειμενική ενημέρωση του πολίτη δεν έχει καμία σημασία, αφού αυτός – επιρρεπής σ’ αυτές λόγω της διαβίωσής του στο καταπιεστικό και ρατσιστικό καπιταλιστικό περιβάλλον– γίνεται ο τελικός αποδέκτης της μετάδοσης ψευδών ειδήσεων και αντιδραστικών ιδεολογιών. Και έπειτα, αρκετά συχνά, τις ενστερνίζεται και τις μεταδίδει μέσω του διαδικτύου. Ολα για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του εκάστοτε ισχυρού.
Οι προκαταλήψεις
«Κατά τη δική μου αντίληψη τα fake news θα πρέπει να τα αντιλαμβανόμαστε πρώτα ως ειδήσεις και δευτερευόντως ως παραποιημένες ειδήσεις για επίκαιρα γεγονότα» αναφέρει μιλώντας στο Documento ο πρόεδρος του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Πλειός. «Το ζητούμενο είναι το στοιχείο που κάνει τις ειδήσεις αυτές παραποιημένες, το γιατί ξεχωρίζουν τα fake news από όλες τις κατηγορίες πληροφοριών ή ειδήσεων και από συναφείς όρους που χρησιμοποιεί η ΕΕ, όπως παραπληροφόρηση ή κακή πληροφόρηση».
«Το ιδιαίτερο στοιχείο των fake news είναι οι προκαταλήψεις, δηλαδή οι ειδήσεις παραποιούνται προκειμένου να προβληθούν κάποια στερεότυπα προς το κοινό. Ακόμη, οι λεγόμενες παραποιημένες ειδήσεις δεν έχουν μία πηγή αλλά πολλαπλές. Προφανώς μία πηγή μπορεί να είναι οι δημοσιογράφοι που δημιουργούν παραποιημένες ειδήσεις για συγκεκριμένους σκοπούς, όπως, για παράδειγμα, να έχουν μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία».
Τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και σε εγχώριο η διασπορά fake news τείνει να θεωρηθεί κανονικότητα, γεγονός που μπορεί να οφείλεται σε πλήθος αιτιών: «Ενας άλλος λόγος που οι εφημερίδες, ειδικά ελαφρών ειδήσεων, καταφεύγουν στα fake news είναι για να εξυπηρετήσουν κάποιες πολιτικές σκοπιμότητες. Πρόκειται δηλαδή για στρατευμένα Μέσα. Τα fake news μπορεί να προέρχονται σε άλλες περιπτώσεις από δημοσιογράφους γιατί αυτό εξυπηρετεί κάποιους επιχειρηματίες. Και οι σχέσεις μεταξύ δημοσιογράφων και επιχειρηματιών δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρες».
Δεν είναι όμως μόνο τα ΜΜΕ που σχεδόν ανταγωνίζονται για το ποιος θα μεταδώσει τα περισσότερα fake news, αφού «η άλλη πηγή ψευδών ειδήσεων μπορεί να είναι – και συνήθως είναι– οι πολιτικοί που επικαλούνται ψεύδη προκειμένου να επιτύχουν τους πολιτικούς τους σκοπούς. Αυτό το ψεύδος ενδέχεται οι δημοσιογράφοι να μην το γνωρίζουν ή να μην το υποπτεύονται ή να εκπορεύεται από επιχειρηματίες. Για παράδειγμα, με την περίφημη φραπελιά ένας κλάδος άρχισε να αναδύεται “τζογάροντας” πάνω σε ένα δημοσιογραφικό προϊόν».
Χαρακτηριστικό των ΜΜΕ
Μολονότι έχουν καταγραφεί πολλές περιπτώσεις fake news τα προηγούμενα χρόνια, «είναι κρίσιμο να διαπιστωθεί τι είναι αυτό που οδηγεί στην έξαρσή τους στη σύγχρονη εποχή, αφού τείνουν να γίνουν κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων ΜΜΕ. Βασικό στοιχείο που οδηγεί στην έξαρση των fake news είναι ο πολιτικός και οικονομικός ανταγωνισμός. Επικρατεί μια άνευ προηγουμένου πόλωση και πολιτική σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων που δεν διαφέρουν κατ’ ανάγκη στους στρατηγικούς τους στόχους και ίσως πολλές φορές επί τούτου διογκώνεται και επιτείνεται η σύγκρουση σε δευτερεύοντα σημεία μεταξύ τους».
«Στο εσωτερικό της χώρας λόγω των επερχόμενων εκλογών παρατηρείται αύξηση της πόλωσης και του πολιτικού ανταγωνισμού. Πανευρωπαϊκά υπάρχει μια ανησυχία για την αύξηση της πόλωσης και κατά συνέπεια της αύξησης των fake news κι αυτός είναι ο λόγος που η ΕΕ σχετικά γρήγορα, το 2018, εξέδωσε μια οδηγία σχετικά με την παραπληροφόρηση. Ο λόγος που η ΕΕ βιάζεται είναι για να διαφυλάξει την εγκυρότητα ενόψει ευρωεκλογών και κυρίως να αποφύγει να εκλεγούν ή να αυξήσουν ποσοστά δυνάμεις τις οποίες οι κυρίαρχοι κύκλοι της ΕΕ θεωρούν λαϊκίστικες, αντιευρωπαϊκές και αντισυστημικές».
«Η ΕΕ στην προσπάθειά της να διατηρήσει το στάτους κβο ως έχει, έδειξε ιδιαίτερη ανησυχία για τα fake news στην ενημέρωση. Και πλέον βιάζεται να προλάβει. Αλλωστε μεγάλα μονοπώλια του διαδικτύου, όπως το Facebook, ήδη προσανατολίζονται να λάβουν μέτρα ενόψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Ο πολιτικός και εμπορικός ανταγωνισμός είναι πολύ ορατός στις ενημερωτικές πύλες, όπου πολλές φορές οι συντάκτες χρησιμοποιούν υπερβολές ή ψεύδη προκειμένου να κάνουν εντυπωσιακό το κείμενό τους, να μπει ο αναγνώστης και να καρπωθούν την πολυπόθητη διαφήμιση».
«Ζούμε εκτός ιδεολογίας»
«Δεν θα καταλάβουμε πραγματικά την έξαρση των fake news αν δεν αντιληφθούμε ότι σήμερα ζούμε εκτός ιδεολογίας. Εχουμε μια πολιτική και μια οικονομία που μοιάζουν με καράβι που ταξιδεύει χωρίς πυξίδα και χωρίς χάρτη. Η ιδεολογία για τις κοινωνίες και για τις διεθνείς κοινότητες είναι ό,τι είναι η πυξίδα και ο χάρτης για ένα καράβι. Αυτήν τη στιγμή πλέουμε και δεν ξέρουμε πού πηγαίνουμε. Ζούμε σε πολύ αντιφατικό κόσμο με μεγάλους ανταγωνισμούς και γοργά εναλλασσόμενα οικονομικά και πολιτικά περιβάλλοντα και είναι πολύ πιθανό σε έναν τέτοιο σύνθετο κόσμο να χρησιμοποιήσουμε ως πυξίδα μας ό,τι ξέραμε ή νομίζαμε πως ξέραμε από το παρελθόν: τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπά μας. Μολονότι ζούμε στην κοινωνία της πληροφορίας, η σπονδυλική στήλη αυτής της πληροφόρησης είναι οι προκαταλήψεις μας».
«Δυστυχώς φαίνεται ότι η διάβρωση των ιδεολογιών είτε εξαιτίας της πορείας των πραγμάτων είτε εξαιτίας σκοπιμοτήτων έχει οδηγήσει στο να είναι οι προκαταλήψεις κατευθυντήριες γραμμές μας. Στην πραγματικότητα τα fake news δεν είναι τίποτε άλλο από αναπαραγωγή στερεοτύπων που έχουμε για τον εαυτό μας ή για τον άλλο».
Το πρόβλημα με τις παραποιημένες ειδήσεις «δεν είναι ο ένας που κατασκευάζει την είδηση, αλλά οι χιλιάδες ή τα εκατομμύρια που τις αναπαράγουν γιατί τις πιστεύουν. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η δημοκρατία στην έκφραση, δηλαδή ότι την έχουμε ζώντας πολύ περιορισμένη ζωή φορτωμένη με άγχη, κοινωνικά εκτοπισμένοι, σε ένα πλήθος προβλημάτων, αντιφάσεων και συγκρούσεων τα οποία δημιουργούνται από έναν ανταγωνισμό οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό. Το πρόβλημα είναι η δημοκρατία και όχι ότι δεν έχει εκδημοκρατιστεί στον ίδιο βαθμό η οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας».
«Γιατί είναι πρόβλημα ο εκδημοκρατισμός της ενημέρωσης και όχι της πολιτικής ή της οικονομίας; Τι να περιμένουμε όταν υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι στο κοινωνικό περιθώριο λόγω ανεργίας; Πώς αντιλαμβάνονται τον κόσμο αυτοί οι κοινωνικά αποκλεισμένοι άνθρωποι που δουλεύουν δώδεκα ώρες κάθε ημέρα για να εισπράξουν 400 ευρώ; Πώς περιμένουμε να φαντάζονται τη ζωή γύρω τους και πώς επικοινωνούν και εκφράζονται όταν βρίσκονται σε τέτοια θέση ανισότητας;».
Κίτρινη δημοσιογραφία
Προκειμένου να κατανοηθεί η αιτία της έξαρσης των fake news «θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η κίτρινη δημοσιογραφία είναι ο βασικός παράγοντας που οδηγεί στην επίταση και στον πολλαπλασιασμό τους. Αυτά τα εμπορικά Μέσα καλλιεργούν, χαϊδεύουν και αναπαράγουν τα πιο κοινότοπα στερεότυπα. Ετσι τα fake news γεννιούνται εκεί όπου συναντιούνται οι σοβαρές με τις “ελαφρές” ειδήσεις.
Το προσκήνιο με το παρασκήνιο. Η κεντρική πολιτική σκηνή με το κουτσομπολιό». Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς «η ελαφρότητα συνδυάστηκε με μια σοβαρή είδηση είναι η διαπραγμάτευση για το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας όπου παράχθηκαν πάμπολλα fake news. Εκεί η σοβαρότητα της εξέλιξης αυτής της υπόθεσης συναντήθηκε με την ελαφρότητα. Ελαφρότητα είναι να αντιμετωπίζεις ένα γειτονικό σου κράτος λες και είναι ομάδα ζητιάνων ή λες και πρόκειται για έναν μπαμπούλα που θα έρθει πάνοπλος με πυρηνικά για να σε εξαφανίσει. Ετσι βγαίνει το “πούλησαν τη Μακεδονία”. Είναι αποτέλεσμα της σύζευξης δύο διαφορετικών οπτικών: της κουτσομπολίστικης προσέγγισης που σου δίνει για παράδειγμα ένα ελαφρού περιεχομένου έντυπο με το περιεχόμενο μιας σοβαρής πολιτικής ανάλυσης».
«Ολα τα Μέσα προκειμένου να επιβιώσουν γίνονται περισσότερο εμπορικά. Αν όμως τα Μέσα έκαναν ανεξάρτητη δημοσιογραφία, αν δηλαδή είχαν την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο, δεν θα περνούσε τόσο εύκολα το πολιτικό ή επιχειρηματικό ψεύδος γιατί ο δημοσιογράφος θα έψαχνε την είδηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του Ζακ. Είχαμε άγρια δολοφονία αυτού του ανθρώπου και πολλοί δημοσιογράφοι αντί να ψάξουν πληροφορίες σε πολλές κατευθύνσεις, βασίστηκαν μόνο στις πληροφορίες της αστυνομίας. Τον δημοσιογράφο όμως δεν πρέπει να τον ενδιαφέρει τι κάνει η αστυνομία, αλλά το να μάθει ο αναγνώστης την πραγματικότητα. Ετσι γεννήθηκε αυτή η παραποιημένη είδηση, γιατί τέτοια είναι όταν λες ότι μπήκε να ληστέψει κρατώντας μαχαίρι».
«Είναι πολύ καλό εργαλείο»
Η δυναμική της μετάδοσης παραποιημένων ειδήσεων είναι ο λόγος «που κάποιοι έχουν καταλάβει ότι τα fake news είναι πολύ καλό εργαλείο προκειμένου να αποκομίσουν πρόσκαιρα οφέλη. Ο καθένας καταλαβαίνει ποιους εννοούμε. Κάνουν μεγάλο λάθος, γιατί πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται. Ο Μίλαν Κούντερα στο βιβλίο “Η αθανασία” μιλούσε γι’ αυτούς που γίνονται υμνητές του νεκροθάφτη τους. Αυτές οι δυνάμεις, δυνάμεις της αγοράς, που πολλές φορές δεν θεωρούν καλό πράγμα τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον πλουραλισμό, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να στραφούν εναντίον οποιουδήποτε προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους».
«Από αυτό όμως μπορεί να προκύψουν μακροπρόθεσμες βλάβες: υποσκάπτεται η εμπιστοσύνη μας στη δημοκρατία και ωφελημένοι βγαίνουν μόνο εκείνοι οι πολιτικοί κύκλοι όπως η ακροδεξιά της βίας, που δεν δέχεται το δημοκρατικό παιχνίδι και χρησιμοποιεί βία προκειμένου να ανατρέψει τον κοινοβουλευτισμό. Αρα υποσκάπτονται το κύρος και η έννοια της δημοκρατίας».
Το διαδίκτυο πλέον διαδραματίζει καίριο ρόλο στη διασπορά των fake news: «Τα fake news ως προκαταλήψεις μπορούν πολύ εύκολα να αναπαραχθούν μέσα από το διαδίκτυο. Επομένως το διαδίκτυο υπό αυτές τις συνθήκες γίνεται ένα μέσο το οποίο βοηθάει στην αναπαραγωγή στερεοτυπικών ειδήσεων, άρα στην προώθηση διακρίσεων έναντι πληθυσμιακών ομάδων όπως οι πρόσφυγες και άρα στην επίθεση εναντίον της δημοκρατίας».