Τα έθιμα της Κυριακής του Καρναβαλιού και της Καθαράς Δευτέρας στην κεντρική Ελλάδα

Ένα οδοιπορικό στα έθιμα και τις παραδόσεις της τελευταίας Κυριακής του καρναβαλιού και της Καθαράς Δευτέρας στην κεντρική Ελλάδα.

Τα στοιχειά της Χάρμαινας στην Άμφισσα

Οι θρύλοι για τα «στοιχειά» έχουν μεγάλη διάδοση στην περιοχή. Λέγεται πως τα «στοιχειά» αποτελούν ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων ή ζώων που τριγυρίζουν στην περιοχή. Το σπουδαιότερο στοιχειό που είναι συνδεδεμένο με την παράδοση είναι το στοιχειό της «Χάρμαινας».

Τότε που τα παραμύθια ήτανε ακόμα αλήθεια, ζούσε στην Άμφισσα ένα παλικάρι, ο Κωνσταντής. Ήτανε ένας όμορφος, ψηλός και περήφανος νέος, αλλά πάνω απ’ όλα ειλικρινής και ντόμπρος. Δούλευε στο βυρσοδεψείο του θείου του, στη Χάρμαινα. Μοχθούσε καθημερινά για να βγάλει το ψωμί του, αλλά δεν τον ένοιαζε, ούτε η σκληρή δουλειά, ούτε η φτώχεια. Αγαπούσε τη Λενιώ και ήταν ευτυχισμένος.

Η Λενιώ, ήταν όμορφη, καλοσυνάτη νέα, χωρίς κανένα ψεγάδι πάνω της. Βοηθούσε στ’ αμπέλια και στα ελαιόδεντρα που είχε ο πατέρας της. Ήταν μοναχοθυγατέρα και ανεκτίμητη για τους γονείς της. Αγαπούσε τον Κωνσταντή και λαχταρούσε να τον συναντήσει, στο Κάστρο της Ωριάς. Οι δύο νέοι ήταν ερωτευμένοι και έπλαθαν όνειρα για το μέλλον τους. Η ζωή απλωνόταν μπροστά τους και τους χαμογελούσε. Πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορούσε, να τους αρπάξει την ευτυχία τους.

Ένα πρωί ο Κωνσταντής φόρτωσε το κάρο του με ολοκαίνουργα δέρματα και έφυγε από την πόλη. Έπρεπε να παραδώσει τα εμπορεύματα και ν’ αγοράσει εργαλεία, απαραίτητα για την δουλειά του. Περιόδευε από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό για βδομάδες και οι παραγγελίες των δερμάτων ολοένα αυξανόταν. Όλες του οι προσπάθειες, δεν πήγανε στράφι και μετά από κάμποσο καιρό γύρισε στην Άμφισσα μ’ ένα δαχτυλίδι για την αγαπημένη του. Έτρεξε ανυπόμονα στο σπίτι της Λενιώς για να την ζητήσει, από τον πατέρα της, σε γάμο. Πλησιάζοντας τον «ζώσανε τα φίδια», γιατί το σπίτι έστεκε αλλόκοτο. Ήταν αμπαρωμένο και μια σκιά θανάτου πλανιόταν στον αέρα.

Έμαθε από τους γείτονες και τον καρδιακό του φίλο Γιάννο, τον απρόσμενο θάνατο της αγαπημένης του. Η Λενιώ, είχε πάει στην Πηγή της Χάρμαινας, για να γεμίσει την στάμνα της δροσερό νερό. Ξαφνικά, χάλασε ο καιρός και άρχισαν να πέφτουν αστραπές και κεραυνοί. Μια καταρρακτώδης βροχή πλημμύρισε τους χωματόδρομους. Άρχισε να σουρουπώνει, ερημιά, ψυχή δεν φαινόταν τριγύρω. Ήταν μόνη της κάτω από τα γέρικα πλατάνια. Ο αέρας φυσούσε με μανία και τίποτα δεν άφηνε όρθιο. Δεν πρόλαβε να φύγει. Ένας κεραυνός τη χτύπησε και σωριάστηκε εκεί, στην πηγή τους, μ’ ένα φρεσκοκομμένο ματσάκι γιασεμί, να ανεμίζει στα μακριά μαλλιά της.

Οι γονείς της Λενιώς, βουτήχτηκαν σε λύπη βαθιά. Μη μπορώντας ν’ αντέξουν το θάνατο της μονάκριβης θυγατέρας τους, πούλησαν το βιο τους, κακήν κακώς και πήραν των ομματιών τους και έφυγαν από την πόλη.

Η λύπη και ο πόνος τρύπωσαν στην καρδιά του Κωνσταντή. Ένιωθε ανήμπορος, μπρος στο θάνατο, μετέωρος. Δεν μπόρεσε να αντέξει τον άδικο χαμό της αγαπημένης του και ράγισε η καρδιά του. Την άλλη μέρα, βρήκαν το άψυχο σώμα του κάτω από το Κάστρο της πόλης. Η όψη του ήταν γαλήνια κι ένα αχνό χαμόγελο, διαγραφόταν στο πρόσωπό του. Πίστευε ότι η ψυχή του θα ενωνόταν με την αγαπημένη του Λενιώ. Έτσι, θα μπορούσε μα την έχει για πάντα κοντά του, χωρίς να φοβάται ότι θα πάψει να την αγαπάει. Η θρησκεία δεν τον δέχτηκε στην αγκαλιά της και καταδικάστηκε να περιπλανιέται. Από τότε, ο Κωνσταντής στοίχειωσε και καταφεύγει στο λημέρι του, την Πηγή της Χάρμαινας. Μοιρολογεί για τα νιάτα που δεν έζησε, θρηνεί για την αγάπη που έχασε.

Το Στοιχείο της Χάρμαινας, ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας, πανύψηλο, με μακρουλά χέρια. Είχε άγριο και φριχτό παρουσιαστικό. Φύλαγε την Πηγή της Χάρμαινας, που δούλευαν οι ταμπάκηδες της πόλης και τους προστάτευε από κάθε κακό και από τ’ άλλα στοιχειά της περιοχής. Γιατί, τους αγαπούσε τους βυρσοδέψες, τους ένιωθε δικούς του ανθρώπους. Κι όταν κάποιος απ’ αυτούς, ήταν ετοιμοθάνατος, τότε γύριζε έξω από το σπίτι του και άρχιζε ένα αξιοθρήνητο ουρλιαχτό πόνου.

Όταν το έζωνε η μοναξιά, το στοιχειό, έβγαινε από το ησυχαστήριο του και περιφερόταν από σοκάκι σε σοκάκι, βγάζοντας άγριες στριγκλιές και βογκητά. Μαζί με τα ουρλιαχτά ακούγονταν και περίεργοι θόρυβοι και σύρσιμο από αλυσίδες.

Ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή. Περνούσε από το σπίτι της Λενιώς, από το πατρικό του και από τα σπίτια των φίλων του. Τότε ο κόσμος κλειδαμπαρωνόταν στα σπίτια τους και γεμάτοι φόβο, προσεύχονταν στο Θεό να τους φυλάει.

Στην Άμφισσα τότε, εκτός από το Χαρμαινιώτικο, υπήρχαν και άλλα στοιχειά. Το καθένα από αυτά, προστάτευε κάποια πηγή νερού, κάποια συνοικία, τους αμπελώνες, τα ελαιόδεντρα κα. Πολλές φορές τα στοιχειά συγκρούονταν μεταξύ τους και πάλευαν μερόνυχτα ολόκληρα. Πάντα όμως νικούσε το Χαρμαινιώτικο, γιατί ήταν το πιο δυνατό και έξυπνο. Η πάλη γινόταν στην Χάρμαινα, κάτω από τα πλατάνια και τα πεύκα. Οι Αμφισσιώτες φοβόνταν και δεν «έβγαζαν μύτη» κατά την διάρκεια του αγώνα. Περίμεναν καρτερικά, ώσπου να τελειώσουν όλα και να σταματήσουν οι κραυγές και τα ουρλιαχτά των στοιχειών.

Μετά από τα τριπλάσια χρόνια της ηλικίας του Κωνσταντή και της Λενιώς μαζί, το Στοιχειό της Χάρμαινας, ησύχασε, καταλάγιασε. Έπαψε να φοβίζει τους ανθρώπους. Φαίνεται, ότι ο Θεός το συγχώρησε.

Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει στην Άμφισσα ο θρύλος του «στοιχειού». Από τη συνοικία Χάρμαινα, όπου βρίσκονται τα παλιά Ταμπάκικα, και τα σκαλιά του Αη Νικόλα κατεβαίνει το «στοιχειό» και μαζί ακολουθούν νεράιδες, ξωτικά, σκιάχτρα και άλλα αλλόκοτα πλάσματα.

«Αλευρομουτζουρώματα» στο Γαλαξίδι

Στο Γαλαξίδι, την Καθαρή Δευτέρα παίζουν «αλευροπόλεμο». Αυτό το έθιμο διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρόλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Αποκριές για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άντρες. Φορούσαν μάσκες ή απλώς έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στη συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και η ώχρα. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν όλοι, ανεξαιρέτως ηλικίας.

Ο «βλάχικος γάμος» της Θήβας

Κάθε Καθαρή Δευτέρα γίνεται αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου. Είναι ένα έθιμο που έχει τις ρίζες περίπου στο 1830, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Οι Βλάχοι, δηλαδή οι τσοπάνηδες από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα.

Η γιορτή ξεκινά την Τσικνοπέμπτη, συνεχίζεται την Κυριακή το απόγευμα με το χορό των συμπεθέρων και το προξενιό στην κεντρική πλατεία της πόλης. Την επόμενη γίνονται τα αρραβωνιάσματα του ζευγαριού, η παράδοση των προικιών, το ξύρισμα γαμπρού και το στόλισμα της νύφης.

Οι «Γέροι» της Σκύρου

Με την αρχή του Τριωδίου και κάθε Σαββατοκύριακο των ημερών της Αποκριάς, το έθιμο του νησιού θέλει τον «γέρο» και την «κορέλα» να βγαίνουν στους δρόμους και να δίνουν μια ξεχωριστή εικόνα των ημερών.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, κάποτε στη Σκύρο ένας γέρος με τη γριά του είχαν λίγα κατσίκια. Όμως μια νύχτα του χειμώνα έπεσε στο βουνό χιόνι και άγρια παγωνιά και όλα τους τα ζώα πέθαναν. Απελπισμένος ο γέρος βοσκός ζώστηκε τα κουδούνια και τα τομάρια των πεθαμένων ζώων του και μαζί με τη γυναίκα του (κορέλα) κατέβηκαν μέχρι τη Χώρα. Οι χτύποι των κουδουνιών έφεραν στους συγχωριανούς το μήνυμα της καταστροφής.

Ο Γέρος φοράει άσπρο μάλλινο παντελόνι, φαρδύ από το γόνατο και πάνω, (το τυπικό παντελόνι των βοσκών του νησιού), άσπρες κάλτσες που τις στερεώνει κάτω από το γόνατο με μαύρες καλτσοδέτες, σανδάλια με πλεχτά δερμάτινα λουριά και μαύρη κάπα, την οποία φοράει ανάποδα, ώστε το τριχωτό μέρος να είναι απ’ έξω. Μέσα από την κάπα στερεώνει κουρέλια στην πλάτη, που δημιουργούν μια ψεύτικη καμπούρα. Στη μέση του στερεώνει 2 – 3 σειρές κουδούνια, το βάρος των οποίων μπορεί να φτάσει και τα 50 κιλά. Τα κουδούνια δεν είναι όλα ίδια, άλλα είναι μικρά, άλλα μεγάλα με διαφορετικό σχέδιο και ήχο. Η μεταμφίεση ολοκληρώνεται με τη «μουτσούνα», τη μάσκα δηλαδή, η οποία είναι ολόκληρο το τομάρι ενός μικρού κατσικιού και φοριέται με την τριχωτή πλευρά προς τα έξω. Όταν στερεωθεί καλά η μάσκα, η οποία έχει δυο μικρές τρύπες για μάτια, φοριέται η κουκούλα της κάπας. Στο τέλος, αφού βάλει και ένα ωραίο μαντίλι στο λαιμό, στολισμένο με τα πρώτα ανοιξιάτικα λουλούδια, ο Γέρος παίρνει τη γκλίτσα του και είναι έτοιμος!

«Μακαρούνα» της Καρύστου

Ένα παλιό αποκριάτικο έθιμο της Νότιας Εύβοιας είναι το έθιμο του «Μακαρούνα».

Σύμφωνα με την παράδοση ο «Μακαρούνας» ήταν ένας άντρας με πολύ ανεπτυγμένη σεξουαλική δράση που προφανώς οφείλονταν σε ανάλογες ικανότητες. Δεν άφηνε καμία γυναίκα παραπονεμένη. Όλες είχαν περάσει από τα χέρια του. Ανύπαντρες, παντρεμένες, χήρες και ζωντοχήρες, νέες, μεσόκοπες και γριές κι όλες είχαν να λένε μόνο καλά λόγια για τις επιδόσεις του. Ήρθε όμως η τελευταία Κυριακή της αποκριάς όπου σύμφωνα με τα έθιμα της Καρύστου φτιάχνουν ζυμαρικά (μακαρούνες). Ο «Μακαρούνας» έφαγε τόσο πολύ που έσκασε. Μέγας θρήνος ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό.

Κάθε Καθαρή Δευτέρα λοιπόν μια ομάδα από καρναβαλιστές φτιάχνει το πτώμα του «Μακαρούνα», ένα σκιάχτρο με παλιά ρούχα παραγεμισμένα με άχυρα ή κουρέλια πάνω σε ένα πρόχειρο φορείο. Για να τονίσουν το κωμικό μέρος του εθίμου φροντίζουν να έχει μια τεράστια κοιλιά από το πολύ φαΐ κι ένα τεράστιο πέος να βγαίνει μέσα από το ξεκούμπωτο παντελόνι.

Αφού ετοιμάσουν τον νεκρό ετοιμάζονται και οι «γυναίκες» που θα τον μοιρολογήσουν. Ακολουθούν την πομπή στην οποία προηγείται ο παπάς και οι ψαλτάδες που ψέλνουν νεκρώσιμα μεν, αλλά παραλλαγμένα με πολύ καυστικό τρόπο, πίνοντας και οδυρόμενοι. Στη συνέχεια στήνεται τρικούβερτο γλέντι. Χορεύουν κρατώντας το «νεκρό» ψηλά και πίνοντας μέχρι τελικής πτώσεως.

Χέι και κοντοσούβλι γίγας στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας

Οι Απόκριες ξεκινούν με το παραδοσιακό άναμμα της φωτιάς το γνωστό χέι τόσο στις γειτονιές του χωριού όσο και το μεγάλο χέι στην πάνω Πλατεία του χωριού. Πρόκειται για διονυσιακό κατάλοιπο με χορό μασκαράδων συνοδεία τούμπανου και καραμούζας.

Την Κυριακή της Αποκριάς οι κάτοικοι της Αμφίκλειας ετοιμάζουν το γνωστό κοντοσούβλι που έχει μήκος 120 μέτρα με περισσότερα από 800 κιλά κρέας που κάθε χρόνο αφιερώνουν στην Μέρκελ και την παρέα της. Το μεσημέρι της Κυριακής στήνουν ένα τρικούβερτο γλέντι κάτοικοι και προσκεκλημένοι.

Την Καθαρά Δευτέρα μετά το πέταγμα του χαρταετού γίνεται γλέντι στην Κάτω Πλατεία της Αμφίκλειας με παραδοσιακή φασολάδα, λαγάνα και άλλα σαρακοστιανά, χορός με τούμπανο και καραμούζα, πίπιζες και νταούλια.

Οι Κουδουναραίοι του Διστόμου

Ιδιαίτερα… θορυβώδης είναι η αποκριά στο Δίστομο με το πανάρχαιο διονυσιακό έθιμο των «Κουδουναραίων» με αυτοσχέδια δρώμενα, τραγούδι και φυσικά άφθονη επίκαιρη και καυτή σάτιρα!

Οι τραγόμορφοι Κουδουναραίοι είναι ένα παλιό έθιμο (30 αιώνων) της περιοχής του Διστόμου Βοιωτίας που έχει διονυσιακές ρίζες και συνίσταται στην περιφορά ανθρώπων – νέοι και τελευταία και νέες- ντυμένων με προβιές ζώων και ζωσμένοι με μεγάλες κουδούνες στη μέση τους, προσπαθούν, συμβολικά, με τον εκκωφαντικό κτύπο των κουδουνιών να ξυπνήσουν τη φύση, μόλις τελειώνει ο χειμώνας και αρχίζει η άνοιξη. Την επερχόμενη άνοιξη συμβολίζουν και τα φύλλα ελιάς που έχουν στην κορυφή των μαγκούρων τους.

Μαζί με την αθυρόστομη «αριστοφανικής προέλευσης» γλώσσα τους στα αυτοσχέδια τραγούδια που λένε δίνουν μια άκρως επιθεωρησιακή και εν κινήσει «παράσταση», αφού τα θέματα που θίγουν κάθε χρόνο είναι εμπνευσμένα από την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Η εντυπωσιακή παρουσία τους σημαδεύεται με το καθιερωμένο «τολμηρό» τραγούδι τους, μπροστά στους θεατές τους!

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ετικέτες