Τα δύσκολα για τη Γερμανία και τον Μερτς είναι μπροστά

Friedrich Merz (AP Photo/Martin Meissner)

Ζητούμενο πλέον η πολιτική σταθερότητα με την ακροδεξιά να καιροφυλακτεί

Μπορεί τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών να ανακούφισαν την Ευρώπη και τον κόσμο, αφού στην παρούσα φάση οδήγησαν στην ισχυρότερη κυβέρνηση που θα μπορούσε να αποκτήσει η Γερμανία, ωστόσο, καθώς η χώρα μετατοπίζεται προς τα δεξιά, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) καιροφυλακτεί με σκοπό στις επόμενες εκλογές να αναδειχτεί πρώτο κόμμα, αφού διπλασίασε τα ποσοστά της από την κάλπη του 2021. Το «πόρισμα» των εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου είναι ότι η Γερμανία παραμένει διχασμένη γεωγραφικά, δημογραφικά και κοινωνικά, με την ακροδεξιά να βρίσκει πάτημα στους νέους και στην εργατική τάξη.

Ο Φρίντριχ Μερτς θα είναι μεν ο νέος καγκελάριος, όμως δεν πήρε το επιθυμητό ποσοστό (28,5% αντί για 30%) που θα του έλυνε τα χέρια για τον σχηματισμό κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού (GroKo). Ο πρώην τραπεζίτης Μερτς, που ανέλαβε το τιμόνι του κεντροδεξιού CDU δύο χρόνια μετά την αποχώρηση της Ανγκελα Μέρκελ, κήρυξε μια νέα εποχή στην Ευρώπη, αμφισβητώντας το μέλλον του ΝΑΤΟ και απαιτώντας από τη γηραιά ήπειρο να ενισχύσει άμεσα την άμυνά της. Αυτός ο τόνος από μια χώρα στενή σύμμαχο των ΗΠΑ και διά στόματος ενός μέχρι πρότινος παθιασμένου ατλαντιστή φέρνει τεκτονικές αλλαγές στην Ευρώπη όσον αφορά τις διατλαντικές σχέσεις, ακριβώς 80 χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Συρρίκνωση δυνάμεων

Το αποτέλεσμα της κάλπης δείχνει τη συρρίκνωση των κυρίαρχων δυνάμεων των τελευταίων δεκαετιών, ενώ μεγαλύτεροι νικητές είναι τα κόμματα που βρίσκονταν στο πολιτικό περιθώριο: η AfD με επικεφαλής την Αλίς Βάιντελ, η οποία τερμάτισε δεύτερη με 20%, και το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) με 8,5% (αύξηση 3,6%), που –αν και μέχρι τον τελευταίο μήνα κινούνταν κοντά στο 3%– τελικά κατάφερε να ανατρέψει τη δημοσκοπική εικόνα με μια ιδιαίτερα δυναμική και νεανική καμπάνια, με κεντρικό πρόσωπο την 36χρονη επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας Χάιντι Ράιχινεκ.

Η κυβέρνηση συνεργασίας με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) του Ολαφ Σολτς είναι αρκετά πιθανή (GroKo), όμως απειλεί να βουλιάξει το πάλαι ποτέ κόμμα των εργαζομένων σε ακόμη πιο ιστορικά χαμηλά ποσοστά. Επομένως, δεν αποκλείεται να οδηγηθεί η χώρα πάλι νωρίτερα σε εκλογές. Το καίριο ερώτημα που προκύπτει είναι αν θα καταφέρει η Γερμανία να επιστρέψει στην πολιτική σταθερότητα ή αν αυτή είναι η αρχή μιας περιόδου πολιτικής κρίσης, ανόδου της ακροδεξιάς και αδύναμων κυβερνήσεων.

Με το βλέμμα στο 2029

Το αδιέξοδο του κυβερνητικού συνασπισμού που κατέρρευσε οδηγώντας στην κάλπη, η αίσθηση οικονομικής αβεβαιότητας και παρακμής και η ατζέντα για το μεταναστευτικό οδήγησαν σε μια –δυστυχώς αναμενόμενη– ισχυρή έλξη των ψηφοφόρων από το AfD. Από την ίδρυσή του, το 2013, είχε συνηθίσει να βρίσκεται στο περιθώριο της γερμανικής πολιτικής, σε μια χώρα βαθιά πληγωμένη από το ναζιστικό παρελθόν της. Πλέον, όχι μόνο αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στην Μπούντεσταγκ, αλλά μπορεί και να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση από μια ισχυρότερη θέση.

Τα στελέχη του ωστόσο έχουν ήδη στραμμένο το βλέμμα τους στις εκλογές του 2029. «Είμαι βέβαιος ότι αυτό το αποκαλούμενο “τείχος προστασίας” (σ.σ.: αποκλεισμός συμμαχίας με ακροδεξιούς) θα σταματήσει να υπάρχει ύστερα από αυτές τις εκλογές» δήλωσε στο CNN ο ηγέτης της νεολαίας του κόμματος Χάνες Γκνάουκ, σημειώνοντας ότι «το CDU μετά τον Φρίντριχ Μερτς θα πρέπει να συνεργαστεί με το AfD».

Χάσμα Ανατολής – Δύσης και κοινωνικές διαιρέσεις

Τα αποτελέσματα των εκλογών αποτύπωσαν τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας και έφεραν στην επιφάνεια τη βαθιά ριζωμένη δυσαρέσκεια στις περιοχές της πρώην DDR. Το AfD κυριάρχησε στην ανατολική Γερμανία, φτάνοντας το 38% σε κάποιες περιοχές. Μόνη εξαίρεση είναι το Βερολίνο, όπου η Αριστερά κέρδισε τους περισσότερους ψηφοφόρους. Την ίδια ώρα το SPD είδε τα καλύτερα ποσοστά του να εμφανίζονται στο βόρειο και το δυτικό τμήμα της χώρας. Για τους αναλυτές, εκτός από την αυξανόμενη δυσπιστία στο ανατολικό κομμάτι της χώρας ως προς το φιλοευρωπαϊκό πολιτικό ρεύμα, η βαθιά ριζωμένη δυσαρέσκεια γίνεται αντιληπτή και από την οικονομική κατάσταση στην Ανατολή, που παραπέμπει σε «φτωχό συγγενή»: οι μέσες ετήσιες απολαβές των εργαζομένων στη Δύση είναι μεγαλύτερες από εκείνες στην Ανατολή κατά περισσότερο από 12.000 ευρώ, ενώ μόλις 37 από τις 500 μεγαλύτερες γερμανικές εταιρείες έχουν την έδρα τους στην Ανατολή.

Τα «μπλε κολάρα», δηλαδή οι εργάτες στη βιομηχανία και σε άλλους κλάδους του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα, μισθωτοί με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα και επίπεδο μόρφωσης, η γενιά των «millennials» και οι άνδρες έδωσαν στο AfD υψηλότερο ποσοστό σε σύγκριση με το 20,8% που συγκέντρωσε σε πανεθνικό επίπεδο. Οι Χριστιανοδημοκράτες συγκέντρωσαν τα μεγαλύτερα ποσοστά στους συνταξιούχους και τους πολίτες άνω των 70 ετών (πάνω από 40%), στους αυτοαπασχολούμενους (35%), στους καλά αμειβόμενους (31%), αλλά και αυτούς που έχουν ολοκληρώσει μόνο τα βασικά στάδια της εκπαίδευσης (32% έναντι 28% για το AfD). Από την άλλη, οι νέοι 1824 ετών προτίμησαν την Αριστερά, δίνοντας στο Die Linke 25%, μεγαλύτερο ποσοστό από το 20% που έλαβε το AfD. Οι Χριστιανοδημοκράτες κέρδισαν μεγάλα ποσοστά στις μεγαλύτερες ηλικίες (45-59 και 60-69 ετών) με 33% των ψήφων. Το SPD είχε επίσης καλύτερες επιδόσεις στoυς ηλικιωμένους, καθώς ήρθε δεύτερο στις ηλικίες 60-69 και 70-79 ετών.