Η Λίνα Μενδώνη καταθέτει νομοσχέδιο με διαδικασίες-εξπρές παρά τις αντιδράσεις εργαζομένων, φορέων και διακεκριμένων επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Με το άνοιγµα της Βουλής αναμένεται να κατατεθεί προς ψήφιση το νοµοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισµού για τη µετατροπή των πέντε κορυφαίων µουσείων της χώρας (Εθνικό Αρχαιολογικό, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Βυζαντινού Πολιτισµού Θεσσαλονίκης και Αρχαιολογικό Ηρακλείου) σε νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου (ΝΠ∆∆). Η µετατροπή των µουσείων σε «αυτοτελή» νοµικά πρόσωπα, χωρίς καµία αυτοτέλεια επί της ουσίας, έχει προχωρήσει χωρίς διαβούλευση και εν µέσω αντιδράσεων και κινητοποιήσεων από εργαζόµενους, επιστήµονες και σωµατεία. Η χρονική συγκυρία που επέλεξε η υπουργός Πολιτισµού για να καταθέσει το νοµοσχέδιο φανερώνει την αµηχανία µπροστά στις ενστάσεις που εξέφρασαν αρχαιολόγοι και επιστηµονικοί φορείς ανεξαρτήτως ιδεολογικής προέλευσης και κοµµατικής τοποθέτησης. Σχεδόν πεντακόσιοι διακεκριµένοι και εγνωσµένης αξίας επιστήµονες µε ενυπόγραφες επιστολές ζήτησαν από την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να επανεξετάσει το ζήτηµα της µετατροπής των κρατικών µουσείων σε ΝΠ∆∆ και να δηµιουργήσει τις προϋποθέσεις για ανοικτό και ειλικρινή διάλογο.
∆ιορισµένες διοικήσεις και προχειρότητα
Η «αυτοτέλεια» των µουσείων µοιάζει προσχηµατική µέσα σε αυτό το πλαίσιο που προσπαθεί να καθιερώσει η κυβέρνηση. Αντιθέτως, ενισχύεται η εξάρτηση των διοικήσεων από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία και µάλιστα µε µεγάλες αµοιβές που θα επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισµό. Το νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου ως νοµική οντότητα διοικείται από διευθυντή και διοικητικό συµβούλιο που ορίζονται απευθείας από τον εκάστοτε υπουργό (όπως οι διοικητές των νοσοκοµείων). Οι υπερεξουσίες που θα αποκτήσουν τα συγκεκριµένα διοικητικά όργανα θα εµβολίσουν τη λειτουργία των µουσείων ως δηµόσιων φορέων και θα προωθούν την εκάστοτε κυβερνητική ατζέντα. Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων εξέδωσε ανακοίνωση µε την οποία τονίζει ότι το νοµοσχέδιο προκαλεί «το γέλιο και την αγανάκτηση στο σύνολο των υπαλλήλων του υπουργείου, ακόµη και σε συνδικαλιστές που ανήκουν στον στενό κύκλο της υπουργού Πολιτισµού» και χαρακτηρίζεται από «προχειρότητα, ασάφειες, λάθη και παραλείψεις». Η ανακοίνωση επισηµαίνει επίσης ότι το νοµοσχέδιο έχει προκαλέσει την έντονη κινητοποίηση των εργαζοµένων στα µουσεία µε ενυπόγραφες επιστολές προς τον πρωθυπουργό, των σωµατείων του υπουργείου Πολιτισµού και Αθλητισµού, της πλειονότητας των µελών ∆ΕΠ των τµηµάτων Ιστορίας – Αρχαιολογίας της Ελλάδας, αλλά και αρχαιολόγων από ΑΕΙ, µουσεία και ερευνητικά ινστιτούτα του εξωτερικού.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ ισχυρίζεται ότι τα µουσεία στη σηµερινή τους µορφή δεν έχουν επιδείξει εξωστρέφεια. Το συγκεκριµένο επιχείρηµα όµως καταρρίπτεται από τις δεκάδες δωρεάν εκδηλώσεις, ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά προγράµµατα, δράσεις και βραβεύσεις. Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης είχε δηλώσει µετά την παρουσίαση του σχεδίου νόµου για τα µουσεία από τη Λίνα Μενδώνη τον ∆εκέµβριο του 2020 ότι θεωρεί «πολύ σηµαντική την παρέµβαση του υπουργείου Πολιτισµού, η οποία αφαιρεί γραφειοκρατία και προσθέτει αυτοτέλεια στα µουσεία µας όπως έχει ήδη συµβεί µε το Μουσείο της Ακρόπολης». Μέσα από τις διθυραµβικές εξαγγελίες που έγιναν από τα µέλη της κυβέρνησης διαφαίνεται ο προσανατολισµός σε ιδιωτικά και οικονοµικά κριτήρια. Οι περισσότερες λειτουργίες θα δοθούν σε ιδιώτες εργολάβους, οι εργασιακές σχέσεις θα υποτιµηθούν εκ νέου, ενώ οι εργαζόµενοι θα βρίσκονται καθηµερινά εκτεθειµένοι στην αυθαιρεσία της εκάστοτε διορισµένης διοίκησης. Η λειτουργία µε αυτά τα κριτήρια ενδέχεται να έχει άµεσες επιπτώσεις που θα επιβαρύνουν ολόκληρο το κοινωνικό σώµα, όπως αύξηση της τιµής των εισιτηρίων, µείωση των δωρεάν δραστηριοτήτων, συρρίκνωση της επιστηµονικής και ερευνητικής δραστηριότητας. Αν µάλιστα η συγκεκριµένη πολιτική επεκταθεί και σε µεγάλους αρχαιολογικούς χώρους, υπάρχει ο κίνδυνος να διασπαστεί και να αποδυναµωθεί η ενιαία Αρχαιολογική Υπηρεσία ως φορέας προστασίας και ανάδειξης των αρχαιοτήτων.
Νεοφιλελεύθερες αγκυλώσεις και παρατυπίες
Ακριβώς όπως έχει συµβεί και σε άλλες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της θητείας της υπουργού Πολιτισµού (αρχαιότητες στο µετρό Θεσσαλονίκης, πάρκο Ακαδηµίας Πλάτωνος, Εθνική Πινακοθήκη), η κυβέρνηση προχωρά στον σχεδιασµό της εν κρυπτώ και χωρίς διαβούλευση µε τους αρµόδιους φορείς. Η σχετική εξαγγελία για τα µουσεία είχε ήδη γίνει από τις προγραµµατικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Εκτοτε όµως η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ δεν προχώρησε σε διαβούλευση ούτε µε τα σωµατεία των εργαζοµένων στα µουσεία ούτε µε τις αρµόδιες διευθύνσεις του υπουργείου. Η τυπική διαβούλευση (opengov) εξάλλου αποτελεί προϋπόθεση για να εισαχθεί ένα σχέδιο νόµου στις επιτροπές της Βουλής. Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων καταγγέλλει ότι έχει κατ’ επανάληψη ζητήσει γραπτώς το νοµοσχέδιο, χωρίς να λάβει καµία απόκριση (αρνητική ή θετική) από την υπουργό Πολιτισµού.
Η κυβέρνηση επιστρατεύει το επιχείρηµα ότι µε αυτές τις κινήσεις θα ανακουφιστεί ο προϋπολογισµός, ωστόσο υπάρχουν βάσιµοι φόβοι ότι τελικά θα επιβαρυνθεί, ειδικά από τις παχυλές αµοιβές των µελών διορισµένων διοικήσεων. Τα παραδείγµατα του Μουσείου Ακρόπολης, της Εθνικής Πινακοθήκης, του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης –που χρηµατοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά από το δηµόσιο– επιβεβαιώνουν ότι µάλλον δεν υπάρχει ένα αποτελεσµατικό παράδειγµα, ενώ δεν έχει παρουσιαστεί καµία σχετική οικονοµοτεχνική µελέτη σε σχέση µε τα οφέλη που θα προκύψουν. Με αυτό το νοµοσχέδιο η κυβέρνηση επιχειρεί µε ψευδεπίγραφα επιχειρήµατα περί ανάγκης υπέρβασης συνδικαλιστικών «αγκυλώσεων» και ευελιξίας να εισαγάγει ιδιωτικοοικονοµικά κριτήρια στη διαχείριση ενός δηµόσιου αγαθού. Αξίζει να αναφερθεί ότι το συγκεκριµένο σχέδιο νόµου έρχεται ως συνέχεια του νοµοσχεδίου για το Ταµείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ) και του δανεισµού αρχαιοτήτων. Μήπως µε τον συνδυασµό των ρυθµίσεων θα επιτρέπεται ο εκπατρισµός αρχαιοτήτων και από τα δηµόσια µουσεία; Οι εργαζόµενοι και οι συλλογικοί φορείς οργανώνουν σειρά κινητοποιήσεων το επόµενο διάστηµα προκειµένου να αποκτήσει ορατότητα το θέµα και να υπερασπιστούν τα µουσεία από την υποτίµηση κάθε πλευράς που θεωρείται «µη παραγωγική» µε τα κριτήρια της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης. Τα δηµόσια µουσεία δεν είναι ούτε συλλογές της οικογένειας Μητσοτάκη ούτε µπορούν να γίνονται πεδίο πειραµατισµών και δοκιµών.