Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε και ενημερωνόμαστε για τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση της επίθεσης με καυστικό υγρό (βιτριόλι) που δέχτηκε μια 34χρονη κοπέλα στην Αθήνα.
Μια επίθεση καλά σχεδιασμένη, τυφλού μίσους, με τον/την δράστη να μην στοχεύει στην θανάτωση του θύματος αλλά στην παραμόρφωση του προσώπου και σε έναν διαρκή και ατελείωτο ψυχικό και σωματικό πόνο, εφ’ όρου ζωής. Απάνθρωπο!
Τα καλά εκπαιδευμένα δημοσιογραφικά λαγωνικά άμεσα έσπευσαν στο σκάλισμα του βίου της 34χρονης κοπέλας, με σκοπό την εύρεση των αιτιών της επίθεσης. Ρώτησαν του πάντες. Από την οικογένεια και τους φίλους, μέχρι τον περιπτερά της γειτονιάς (είναι γνωστό ότι οι περιπτεράδες μας έχουν όλους φακελωμένους) και τους γείτονες της κοπέλας.
Οι γείτονες του καθενός μας, είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Αντικατοπτρίζουν, γενικότερα, την θετική ή αρνητική στάση εν συνόλου της κοινωνίας πάνω σε οποιοδήποτε θέμα καθώς και τις κοινωνικές προκαταλήψεις που, δυστυχώς, συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα σε μια δυτική δημοκρατία, όπως της Ελλάδος. Οι συγκεκριμένοι, λοιπόν, γείτονες της 34χρονης κάνουν λόγο για έναν «ευγενικό, καλοσυνάτο άνθρωπο, δίχως να δίνει δικαιώματα» καθώς και για «άτομο με ήρεμη ζωή, αυθορμητισμό και χιούμορ». Όμορφη, ευγενική και ήσυχη. Τέλειο γυναικείο κοινωνικό πρότυπο για την χώρα μας. Όλα καλά. Όλα καλά; ΚΑΘΌΛΟΥ ΚΑΛΆ.
Ποια είναι εκείνα τα δικαιώματα που μας επιτρέπουν να υπερασπιστούμε ή όχι κάποιον; Ας υποθέσουμε ότι η 34χρονη κοπέλα δεν ήταν ούτε ευγενική, ούτε καλή, έκανε φασαρία στο σπίτι της ενοχλώντας του γείτονες και άλλαζε κάθε εβδομάδα σύντροφο. Ένας, δηλαδή, δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος, ο οποίος αποτελεί κοινωνική αποφυγή (τέτοιες οι προκαταλήψεις και ο κοινωνικός ρατσισμός σήμερα). Σε αυτό το υποθετικό σενάριο, η κοπέλα ΔΊΝΕΙ ΔΙΚΑΙΏΜΑΤΑ και η γειτονική και, εν τέλη, κοινωνική υπεράσπιση βρίσκεται κλονισμένη. Από παντού προβάλουν φωνές του τύπου «ποιος ξέρει που ήταν μπλεγμένη» ή «λογικά θα έφαγε τον άντρα κάποιας».
Το θύμα, το οποίο δέχτηκε την βάναυση επίθεση, μετατρέπεται σε θύτης. Ναι, υποθετικό σενάριο στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο στην Ελλάδα έχουμε γίνει μάρτυρες των παραπάνω σε πολλές ανάλογες υποθέσεις. Φανταστείτε να έδινε ΔΙΚΑΙΏΜΑΤΑ η Ελένη Τοπαλουδη, το κορίτσι σύμβολο ενάντια στον σεξισμό και την πατριαρχεία. Τότε τι θα κάναμε; Τι θα λέγαμε; Θα αθωώναμε τα δύο άνανδρα κτήνη με πρόφαση ότι η Ελένη κουνούσε την ουρά της; Κάποιοι θα τολμούσαν να το κάνουν και το ξέρουμε όλοι αυτό. Τους ξέρουμε όλοι αυτούς τους κάποιους, που βρίσκονται εκεί έξω και παραμονεύουν σαν εξαγριωμένα θεριά να βρουν κάτι, ώστε να δολοφονήσουν τον χαρακτήρα του θύματος.
Ακούγοντας τα κουτσομπολιά που διακινούνται, βγάζουμε όλοι τον προσωπικό δικαστή που κρύβουμε μέσα μας, αθωώνουμε τον θύτη βρίσκοντας ή κατασκευάζοντας πταίσματα στην ζωή του θύματος. Ξεπλένοντας έτσι τον σεξισμό και τον φασισμό που κρύβουν τέτοιες επιθέσεις και εγκλήματα.
Η γυναίκα δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. Η γυναίκα θα κοιτά τον εαυτό της στον καθρέφτη και δεν θα τον γνωρίζει. Σκληρή η πραγματικότητα. Μια ακόμη γυναίκα κακοποιήθηκε. Η βία πάνω σε γυναίκα δεν μας φτάνει; Δεν μας φτάνει αυτό για να την υπερασπιστούμε; Η βία πάνω της δεν ήταν αρκετή; Γιατί να μας νοιάζει τι έκανε στη προσωπική της ζωή και αν η γειτονιά την ενέκρινε; Μόνος κυρίαρχος του εαυτού του, είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να υποδείξει σε κάποιον το πως θα ζήσει. Δεν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει αν έδινε τα λεγόμενα δικαιώματα ή όχι. Βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος. Χάνουμε την ουσία, που είναι η βία και το κοινωνικό ξέπλυμα του σεξισμού, μένοντας στις αφορμές που ενδεχομένως έδωσε το θύμα στον θύτη.
Το μόνο δικαίωμα που θα έπρεπε να μας απασχολεί, είναι το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου στη ζωή. Το ύψιστο αυτό δικαίωμα της προστασίας, της ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής. Ένα δικαίωμα που όλο και περισσότερο λοιδορούμε και απαξιώνουμε. Ένα δικαίωμα που έχει καταντήσει προνόμιο των ισχυρών και των «καλοσυνάτων».
Ο Θεόκριτος Αργυριάδης είναι φοιτητής πολιτικών επιστημών στο ΔΠΘ και μέλος του κινήματος πολιτικών ακτιβιστών roseband socialists