Το νέο μυθιστόρημα του Χόρχε Γκαλάν «Τα δικά μας χρόνια» σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη από τις εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία στις 28 Μαΐου.
Πρόκειται για το τρίτο βιβλίο του πολυβραβευμένου συγγραφέα από το Σαν Σαλβαδόρ που κυκλοφορεί στα ελληνικά.
Η υπόθεση
Εν αρχή, ένας άνδρας σκορπίζει καναρόσπορους στους δρόμους για να δελεάσει κουκουβάγιες που θα του φέρουν πίσω την αγαπημένη του. Τίποτα πιο δελεαστικό για τον αναγνώστη, που, όσο προχωράει η αφήγηση, βυθίζεται στην ιστορία μιας οικογενειακής κατάρας και σ’ αυτήν μιας καταραμένης χώρας που δοκιμάζεται σαν τον Ιώβ με αλλεπάλληλους κατακλυσμούς, σεισμούς, επιδημίες, δικτατορίες και άλλες μάστιγες, και σώζεται μονάχα με τη δύναμη της πίστης στους μύθους και στα θαύματα των μύθων. Ένας τέτοιος μύθος ξεδιπλώνεται σ’ αυτό το μαγικό μυθιστόρημα που ο αφηγητής του διασχίζει, πληγωμένος αλλά όρθιος, έναν αιώνα ιστορία του τόπου του.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Χόρχε Γκαλάν γεννήθηκε το 1973 στο Σαν Σαλβαδόρ του Ελ Σαλβαδόρ. Ως ποιητής και συγγραφέας έχει τιμηθεί με πολυάριθμα λογοτεχνικά βραβεία τόσο στη χώρα του όσο και διεθνώς, όπως το Premio Nacional de Novela Corta (Εθνικό Βραβείο Διηγήματος). Το 2016 τιμήθηκε με το Βραβείο της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας για το μυθιστόρημά του «Νοέμβριος» το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός όπως και «Το δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού» (και τα δύο σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη).
Ακολουθεί απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Τα δικά μας χρόνια»
Ο απόφοιτος Χούλιο Ρομέρο ήταν είκοσι χρόνων όταν ανέβηκε στο La Bala, το πιο γρήγορο τρένο που διέθετε η χώρα, κι έφυγε για το Σαν Σαλβαδόρ. Δύο εβδομάδες πριν, είχε ερωτευτεί μιαν ακροβάτισσα ενός μεξικάνικου τσίρκου. Η γυναίκα είχε σαγηνεύσει τον απόφοιτο Ρομέρο απ’ τη στιγμή που την είδε με μια πολύ κοντή φούστα που άφηνε να φανούν δυο πόδια γερά, ίσια και σταράτα. Όταν, στο τέλος τής παράστασης, ο απόφοιτος πλησίασε τους καλλιτέχνες που χαιρετούσαν τον κόσμο, συνάντησε τα πράσινα μάτια της ακροβάτισσας, κι εκείνη είπε ότι την έλεγαν Ντόρα. Την άλλη μέρα, ο απόφοιτος ξαναπήγε στο τσίρκο, κι έτσι έκανε όλη την υπόλοιπη εβδομάδα. Όταν το τσίρκο έφυγε, μια Δευτέρα πρωί, ο Χούλιο Ρομέρο ακολούθησε το καραβάνι μ’ ένα γράμμα στην κωλότσεπη που δεν είχε τολμήσει να παραδώσει. Έξι μέρες αργότερα, ο Ρομέρο ονειρεύτηκε ότι έπρεπε ν’ ανέβει σ’ ένα τρένο και ν’ ακολουθήσει εκείνη τη γυναίκα. Σε κάποιο σημείο του ονείρου, μια φωνή που ερχόταν από πίσω κι αριστερά του, του είπε ότι στο τέλος του ταξιδιού θα έβρισκε το πεπρωμένο του. Όταν, χρόνια αργότερα, τον ρώτησα αν είχε δει τον άνθρωπο που του μίλησε, απάντησε πως όχι, ποτέ.
«Και τι είπε ακριβώς;» θέλησα να μάθω.
«Πρέπει να πάρεις το τρένο, παιδί μου. Όσα τρένα χρειαστεί. Και μόνο όταν τελειώσουν όλα θα βρεις το πεπρωμένο σου».
«Άντε… Και πώς και τον πίστεψες;»
«Γιατί έλεγε αλήθεια».
Ο Χούλιο Ρομέρο δε βρήκε την ακροβάτισσα ούτε στο Σαν Σαλβαδόρ ούτε στις γειτονικές πόλεις. Σ’ ένα πανηγύρι, κάποιος του είπε ότι το τσίρκο των Μεξικάνων πήγαινε ανατολικά, στο Σαν Μιγκέλ, κι ένας άλλος, ότι μετά το Σαν Μιγκέλ θα ’φευγε για τη Νικαράγουα. Ο απόφοιτος Ρομέρο πήρε κι άλλο τρένο, κι άλλο, αλλά δε βρήκε ούτε ίχνος του τσίρκου. Αφού κανείς δεν μπόρεσε να του δώσει κάποια εξήγηση ούτε στο Σαν Μιγκέλ ή στη Λα Ουνιόν, ούτε στο λιμάνι Ελ Τριούνφο ή σε καμία άλλη από τις πόλεις της ανατολής που είχε επισκεφθεί, κατάλαβε ότι δεν του ’μενε τίποτ’ άλλο να κάνει, εκτός απ’ το να επιστρέψει. Κι αυτό έκανε. Και με το που επέστρεψε, συνέβη αυτό το αξιοσημείωτο γεγονός που τον έφερε να γίνει ισόβιος δήμαρχος στη γενέτειρά του.
Τη μέρα της επιστροφής του στο Κεσαλτεπέκε, απ’ το πρωί ακούγονταν κάτι αλλόκοτες βροντές που κανείς δεν μπόρεσε να εξακριβώσει ούτε την αιτία ούτε την προέλευσή τους, αλλά που κάμποσοι είπαν ότι έμοιαζαν με το τρομερό ροχαλητό ενός γιγαντιαίου ζώου. Κάποιοι έλεγαν ότι προέρχονταν απ’ το ηφαίστειο στου οποίου τους πρόποδες ήταν χτισμένη η πόλη, άλλοι ότι έρχονταν από κάτω από τη γη όπου κάτι κατακρημνιζόταν, και άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, συντάχθηκαν με τον ντόπιο παπά: ήταν η φωνή του Θεού, που τον είχαν δυσαρεστήσει τα τέκνα του. «Συγχώρεσέ μας, Κύριε!» έλεγε όλο το χωριό μ’ ένα στόμα, μια φωνή, «Ελέησε τα τέκνα Σου!» απαντούσε ο περίλυπος παπάς. Εξαιτίας του φόβου που είχε ενσπείρει το αναπάντεχο φαινόμενο, ολόκληρο το χωριό συγκεντρώθηκε στην εκκλησία για να προσευχηθεί· ή σχεδόν ολόκληρο, γιατί έλειπε ένα άτομο: ο απόφοιτος Χούλιο Ρομέρο, που περίμενε ένα τρένο για να τον μεταφέρει από το Σαν Σαλβαδόρ στο χωριό του.
Πήρε το τελευταίο τρένο εκείνης της μέρας. Όχι το La bala, αλλά μια παλιά αμαξοστοιχία που μετέφερε καυσόξυλα και δημητριακά στη Σάντα Άνα. Το βραδάκι, κατέβηκε σ’ ένα σταθμό λίγα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό του, οπότε αναγκάστηκε να κάνει με τα πόδια το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Στο σταθμό δεν υπήρχε ψυχή· μόνο ο σταθμάρχης, που έμενε σ’ ένα ξύλινο σπιτάκι εκεί κοντά. Μετά από αρκετό περπάτημα, ο Χούλιο Ρομέρο συνειδητοποίησε ότι σε όλη εκείνη τη διαδρομή δεν είχε συναντηθεί ούτε με έναν άνθρωπο. Μετά από λίγο, η νύχτα τον βρήκε αδύναμο, πεινασμένο, ταραγμένο, σχεδόν χωρίς ανάσα, κι αν δεν σταμάτησε να ξεκουραστεί, είναι επειδή ανυπομονούσε να φτάσει σπίτι του, να φάει καλά και να κοιμηθεί ένα δωδεκάωρο ή μια μέρα ολόκληρη. Είχε ακόμα δρόμο ώσπου να φτάσει στο χωριό του, όταν, μετά από μια στροφή, είδε ένα ράντσο. Το φως απ’ τις αναμμένες καντήλες του σπιτιού τον προσκαλούσε να μπει για να ζητήσει λίγο νερό, αλλά ο Χούλιο Ρομέρο δίστασε, γιατί του ’χε φανεί πολύ παράξενο που ήχος κανείς δεν έβγαινε από εκείνο το μέρος, ούτε καν ένα γάβγισμα. Έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα σταυρό που τον είχε πάντα μαζί του, δώρο ενός απ’ τους παππούδες του. Έσφιξε το σταυρό και μπήκε. Το κίτρινο φως από πολλές καντήλες μαζεμένες σ’ ένα ξύλινο τραπέζι στην είσοδο του σπιτιού σκιαγράφησε το πρόσωπό του. Μέσα δεν ήταν κανείς, μήτε ψυχή. Ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο. Φώναξε να τον ακούσουν οι ένοικοι, αλλά απάντηση δεν πήρε. Φώναξε ξανά. Και πάλι τίποτα. Μόνο σιωπή. Και έξω, οι βροντές, όλο και πιο δυνατές. Ένας αέρας βροχής χίμηξε καταπάνω του όταν γύρισε στο δρόμο. Ένιωσε μια επιτακτική ανάγκη να τρέξει. Είπε ότι δεν είχε καμία λογική εξήγηση γι’ αυτό, αλλά μόνο ότι φοβόταν πως θα ’φτανε καθυστερημένος σε μια γιορτή στην οποία δεν ήταν καν καλεσμένος. Λίγο πιο κάτω, ούτε μισό χιλιόμετρο μετά, είδε ένα άλλο ράντσο, όπου μπήκε επαναλαμβάνοντας την ίδια τελετουργία: να σφίξει γερά το σταυρό που τον προστάτευε. Όμως κι αυτό το ράντσο ήταν άδειο, όπως και το επόμενο και το μεθεπόμενο. Αλλά δε σταμάτησε. Το τέταρτο ή πέμπτο ράντσο που συνάντησε ήταν κάποιων γνωστών του, των Χιμένες, και θυμήθηκε πόσο πολλά άλογα είχαν. Έτρεξε στο στάβλο, όπου βρήκε δυο πανέμορφα άλογα. Ο Χούλιο Ρομέρο, που ήταν καλός ιππέας, καβάλησε εκείνο που του φάνηκε πιο δυνατό, και κάλπασε για το χωριό του. Στα μισά της διαδρομής ακούστηκε μια πολύ δυνατή βροντή, τόσο πιο βαθιά απ’ τις προηγούμενες ώστε η γη δονήθηκε, και το άλογο, αλαφιασμένο, σηκώθηκε στα πισινά του ποδάρια, και παραλίγο να γκρεμίσει τον αναβάτη του. Όταν ο Ρομέρο κατάφερε, μετά από λίγο, να ησυχάσει το άλογο, σήκωσε το βλέμμα και, σαν από ένστικτο, κοίταξε το ηφαίστειο. Τότε πρόσεξε πως, αργά αλλά σταθερά, μια λωρίδα από πέτρες και λάσπη έβγαινε από τον κρατήρα του. Ο Χούλιο Ρομέρο, μαρμαρωμένος απ’ το φόβο, δεν ήξερε τι να κάνει, η σκέψη του θόλωσε για μερικές στιγμές, ίσως για μισό αλλά ατελείωτο λεπτό, μέχρι που κατάλαβε ότι αυτή η λωρίδα κατευθυνόταν ακατάσχετη προς το χωριό. Τότε επέστρεψε στην πραγματικότητα. Η πρώτη του αντίδραση, εντελώς φυσιολογική, ήταν να τραπεί σε φυγή, να γλιτώσει τη συμφορά, αλλά, τότε, κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα τού διαπέρασε την πλάτη, τα χέρια και τα πόδια, κι ο απόφοιτος Χουάν Ρομέρο, σχεδόν υποσυνείδητα, οδηγημένος από μιαν αναμφίβολα ανώτερη δύναμη, άρπαξε τα ηνία του πεπρωμένου του και πήρε το δρόμο για το Κεσαλτεπέκε.
Καιρό αργότερα, τριγυρισμένος από φίλους για ατελείωτες ώρες ευχάριστης συζήτησης στην αίθουσα τελετών του δημαρχείου, ο απόφοιτος Ρομέρο θα τους εξιστορούσε πώς οι μεγαλόφωνες προσευχές τον είχαν οδηγήσει στην εκκλησία, και πώς, μάλιστα, είχε νιώσει ότι κάτι υπερφυσικό τού έδειχνε το δρόμο, αφού η κούραση όλων των προηγούμενων ημερών είχε εξαφανιστεί, και το άλογο φαινόταν να πετάει. Επίσης θα τους έλεγε πόσο εύστοχη ήταν η ιδέα του να οδηγήσει τον κόσμο προς τους λόφους του βορρά που δεν έπαθαν σχεδόν τίποτα, αντίθετα από άλλες γειτονικές περιοχές, της εκκλησίας συμπεριλαμβανομένης, που θάφτηκαν κάτω απ’ τη μάζα, και πώς, τελικά, είχε βρει το πεπρωμένο του στο τέρμα του ταξιδιού του, όπως ακριβώς το είχε ονειρευτεί.
Όταν ο απόφοιτος Ρομέρο εξιστορούσε αυτά τα πράγματα σ’ εμάς που δεν τον γνωρίσαμε παρά μόνο πολύ μετά, πάντα μας παρακινούσε να μελετήσουμε μερικές εφημερίδες της εποχής οι οποίες εξιστορούσαν το κατόρθωμα ενός ανθρώπου που είχε σώσει ένα χωριό συγκεντρωμένο σε μια εκκλησία από μια επικείμενη κατολίσθηση, και πώς αυτός ο άνθρωπος, που οι ντόπιοι τον θεωρούσαν σωτήρα τους, τους είχε οδηγήσει σ’ ένα ασφαλές καταφύγιο και τους είχε γλιτώσει απ’ το να θαφτούν ζωντανοί.
Όταν διηγήθηκε όλα αυτά στην Γκρεγόρια και την Γκλόρια, ακόμα και τη νύχτα που τον γνώρισα, παρέλειψε την ακροβάτισσα, αλλά αργότερα θα μου τα ’λεγε όλα, με κάθε λεπτομέρεια, κάθε λέξη που είπε και δεν είπε, και θα μ’ έβαζε να του υποσχεθώ ότι, όσο ζούσαν εκείνες οι καλές γυναίκες, δε θα ανέφερα ποτέ αυτό το κομμάτι της ιστορίας του.
INFO
Τα δικά μας χρόνια
Χόρχε Γκαλάν
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Ψυχογιός
ISBN: 978-618-01-3076-8
ΣΕΛ.: 400
ΤΙΜΗ: 16,60
Κυκλοφορεί και σε e-book
Περισσότερες πληροφορίες εδώ