Αναμνήσεις από τη Σαουδική Αραβία των δεκαετιών του ’70 και του ’80
Κανείς ποτέ δεν «ζει» έτσι απλά σε µια χώρα ξένη. Ο,τι ήξερες, ό,τι πίστευες και ό,τι έµαθες –σαν τα παιδικά τουβλάκια– δεν χωρούν στα νέα σχήµατα. Πρέπει να ρευστοποιηθείς για να ενταχθείς στην ξένη γη.
Στο ιταλικό σχολείο όπου πήγα µε έλεγαν Εµανουέλε και µε φωνάζαν Eλληνα· αντιστοίχως στην ελληνική λέσχη µε λέγανε Μάνο αλλά µε αντιµετώπιζαν σαν ξένο, σαν Ιταλό. Στην Ελλάδα µε φώναζαν Αραβα. Αλλά ούτως ή άλλως όλοι µας ήµασταν «Γιουνανιούν» (Ιωνες, Ελληνες) για τους Σαούντηδες. Με το όνοµα του πατέρα µας τα ίδια. Ε, δεν µπορείς να φωνάξεις «Νίκο» (προστακτική ρήµατος βίαιης συνουσίας) σε µια αραβική χώρα, οπότε κατέφυγε στο Νικόλας – ό,τι µπορεί κανείς. Στην τόση ρευστότητα ίσως ο καιρός είναι µια από τις λίγες βεβαιότητες της ζωής στη Σαουδική Αραβία. Σταθερό σηµείο αναφοράς ενός κόσµου που βουίζει από κίνηση, εµπορεύµατα, χρώµατα, φώτα, σχήµατα, γεύσεις κι οσµές. Και ανθρώπους. Ανθρώπους που ήρθαν και που κι αν έφυγαν, τους έχουµε πάντα µαζί µας. Σε αυτό το κατσαρόλι βράσαµε· µαζί όλοι στους 50 υπό σκιάν.
Ολοι ξέρουν τι καιρό θα κάνει αύριο στην Τζέντα. Εκτός από τον χειµώνα· τις τέσσερις πέντε µέρες δηλαδή που τα βράδια έχει λίγο περισσότερη υγρασία. Αυτό αρκούσε στη µάνα για να µας φορέσει την καζάκα που µας είχε πλέξει η θεία η Σοφία. Επειδή όµως τα µάλλινα τότε τσίµπαγαν, µόλις διασχίζαµε τη λέσχη βγάζαµε την καζάκα και την κάναµε γκολπόστ.
Να κρυώσουµε προφανώς δεν υπήρχε πιθανότητα, αλλά η µάνα είχε κουβαλήσει µάλλινα –για τον θεό, µάλλινα– στη Σαουδική Αραβία. Ε, κάτι έπρεπε να τα κάνει. Από την άλλη, αν δεν είχε και αυτά, µια καζάκα δηλαδή από την αδερφή της και κάνα σεµέν της γιαγιάς, αναρωτιέµαι πώς αλλιώς θα µπορούσε να τους κρατάει κοντά της.
Στην ίδια λογική κι εµείς κρατάγαµε µικροπαιχνιδάκια και αυτοκόλλητα και Μίκυ Μάους των συµµαθητών µας, καθώς τα καλοκαίρια µας ξεκίναγαν µε πικρούς αποχαιρετισµούς. Κάποιος θα πήγαινε Ιταλία, άλλος θα ’φευγε γι’ αλλού, δεν θα ξαναβλεπόµασταν και κλαψουρίζαµε στην αυλή σαν κουτάβια. Με ξαφνιάζει πόσο γρήγορα στέγνωσαν τα δάκρυά µας σε αντίθεση µε το αίσθηµα της απώλειας που δεν µας άφησε ποτέ.
Τα καλοκαίρια ελεύθεροι από τα µαθήµατα λυσσάγαµε όλη µέρα κάτω από τον ήλιο σε κάποια πισίνα. Μας άφηνε ο πατέρας στο Pool Club µε τη µάνα µας το πρωί και µας έπαιρνε το απόγευµα (σίγουρος ότι είχαµε βράσει καλά). Οταν όµως ξέκλεβε καµιά µέρα από τη δουλειά αλλά και αρκετές Παρασκευές (εβδοµαδιαία αργία στη Σαουδική Αραβία) η θάλασσα ήταν ο απόλυτος βασιλιάς των πεδίων εξερεύνησης.
Αρχικά θυµάµαι τη Riviera Beach, µια προβλήτα µες στη θάλασσα µε πέντε σκάλες σε διάφορα βάθη και ξύλινα καταλύµατα. Εκεί ξεµεσηµεριάζαµε και τρώγαµε πολλοί Ελληνες µαζί. Συνήθως όσοι έρχονταν δίχως οικογένειες µας παραχωρούσαν τα καταλύµατα αφήνοντάς µας και τα πράγµατά τους για να µην τα χτυπά ο ήλιος.
Εκεί στη δεύτερη σκάλα έµαθα να κολυµπάω. Εκεί έπιασα και την πρώτη µου καβουροµάνα µε το καµάκι του πατέρα. Ενα θηρίο σε µέγεθος πιατέλας. Οταν το έβγαλα ήταν λες και βγήκα µαζί του κι εγώ από το νερό, απέκτησε ξανά ο κόσµος ήχο. Φαγώθηκε.
Στην τέταρτη σκάλα κολυµπάγαµε για λίγο και αυτό µε επίβλεψη. Εκεί δίναµε τις ιδιόµορφες εξετάσεις κολύµβησης στα µάτια των γονιών µας και εκεί κερδίζαµε το ελευθέρας να βουτάµε στα τέσσερα µέτρα της πισίνας για να µαζέψουµε τα χάλαλα (κέρµατα) από το χαρτζιλίκι µας που πετάγαµε µέσα σαν δέλεαρ.
Στην πέµπτη σκάλα πηγαίναµε µόνο για ψάρεµα, δεν κολυµπάγαµε. Τα νερά εκεί ήταν βαθιά και σκούρα και όπως τραγουδάγαµε «Μετά το ρίφι (reef, κοραλλιογενής ύφαλος) είναι ο καρχαρίας».
Μια φορά στην τρίτη σκάλα είχε πιαστεί σε παγίδα ένας καρχαρίας και κάποιος –έξω από το νερό– τον καµάκωσε. Τότε µας µαζέψανε και φύγαµε κακήν κακώς γιατί γέµισε ο τόπος σκυλόψαρα ενώ ακόµη υπήρχαν οικογένειες στη θάλασσα. Κάναµε καιρό να ξαναπάµε.
Το Ρίφι, µια άλλη παραλία που τη βρήκαµε τυχαία· ρίφι αυτή, ολόκληρη. Μισή ώρα περπάταγες και το νερό δεν βάθαινε. Εκεί κάποιο βράδυ βγάλανε ένα παπαγαλόψαρο. Σαν να µην έφταναν –όταν επέστρεψα Ελλάδα– τα ερκοντίσιον, η αφαλάτωση, το εµπόριο χρυσού σε πάγκους σαν της λαϊκής και άλλα παράδοξα, µε το παπαγαλόψαρο χρίστηκα κι επίσηµα παραµυθάς. «Κι όµως γυρίζει»… και ψειρίζει τα κοράλλια για τροφή µε το ράµφος του.
«Convoy»: µπροστά τα µεγάλα φορτηγά, πίσω τα χωµατουργικά, τα βαν και ολοένα και µικρότερα µέχρι τα αυτοκίνητά µας. Πρέπει να ήµασταν καµιά 30αριά οχήµατα –επηρεασµένοι από την ταινία µε τον Κριστόφερσον–, διασχίζαµε την έρηµο και διανυκτερεύαµε σε παραλίες µακρινές. Και φέρνανε µαζί τους φουσκωτά, µπουκάλες, παγίδες για µεγάλα (πολύ µεγάλα) ψάρια, αφού εγώ χώραγα µέσα και µπαινόβγαινα όταν ακόµη τα έφτιαχναν οι σιδεράδες στο εργοτάξιο – επτά χρονών παιδί. «Τσαντίλα ο Τσαντίλααας» γέλαγαν οι µεγάλοι µε αφορµή το όνοµα του οδηγού που κόλλησε στην άµµο.
Αλλοτε πάλι ήθελα µόνο να πάω µε τον πατέρα µου στο εργοτάξιο, πότε µες στην πόλη, πότε µες στην έρηµο. Και καταλήγαµε στον γυρισµό να παίρνουµε ψωµί από τον Λιβανέζο –µοσχοβόλαγε όλη η γειτονιά– και κορµό από τον Ελληνα που έφτιαχνε τα καλύτερα γλυκά της Τζέντας. Αλλοτε περιµένοντας τον πατέρα να τελειώσει µε τη δουλειά του καθόµουν στους αµµόλοφους και έπαιζα µε την άµµο κοιτώντας τη να γλιστράει µέσα από τα χέρια µου.
Ναι, κάπως έτσι, σαν την άµµο που γλιστράει µέσα από τα χέρια µας, έφυγαν και τα χρόνια και χάσαµε την πιο γλυκιά πατρίδα. Μαζί της και το καλύτερο κοµµάτι της ζωής µας.
Inshallah!
Ο Μάνος Συμεωνάκης είναι τεχνικός Τύπου