Τα απόρρητα έγγραφα για μη επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά του Έλβα

Τα απόρρητα έγγραφα για μη επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά του Έλβα

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν για να δικαιολογήσει την πρόσφατη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία χρησιμοποίησε κατά το δοκούν μια σειρά από ιστορικά και πολιτικά επιχειρήματα. Ωστόσο, παρά τον ακραίο αναθεωρητισμό και τις ανακρίβειες στις οποίες κατέφυγε για να νομιμοποιήσει τις ενέργειές του, μια αιτίαση δεν είναι εντελώς αβάσιμη: η Δύση είχε υποσχεθεί «προφορικά» κατά τις συνομιλίες για την ενοποίηση της Γερμανίας να μην επεκταθεί πέρα από τον ποταμό Ελβα. Ο τότε επικεφαλής της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ σε σειρά συναντήσεων με δυτικούς διπλωμάτες και πολιτικούς έμεινε με την εντύπωση ότι αν συμφωνήσει στην ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, η Δύση θα σεβαστεί τις ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλειά της.

Ο Μπόρις Γέλτσιν έγραψε τον Σεπτέμβριο του 1993 μια μακρά επιστολή στον Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, στην οποία εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του για την πρόθεση χωρών της ανατολικής Ευρώπης να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Υπογράμμιζε την ανησυχία του για μια νέα απομόνωση της Ρωσίας, ενώ έκανε αναφορά στη συνθήκη ενοποίησης της Γερμανίας επικαλούμενος και αυτός τις δυτικές δεσμεύσεις για μη επέκταση της βορειοατλαντικής συμμαχίας στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.

Η επιστολή αυτή ήταν η πρώτη γραπτή εκδήλωση δυσαρέσκειας για την αθέτηση της υπόσχεσης της Δύσης απέναντι στη Ρωσία περί μη επέκτασης του ΝΑΤΟ ανατολικά από τον ποταμό Ελβα, στα σύνορα Γερμανίας – Τσεχίας, εκεί όπου στον Μεσαίωνα ήταν το ανατολικό όριο της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου.
Η Δύση ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι παραπλάνησε τη Ρωσία σχετικά με τις προθέσεις της, ενώ η διαφωνία για το τι ακριβώς συμφωνήθηκε στη συνθήκη αυτή δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο πλευρών μέχρι σήμερα.

«Μας εξαπατήσατε»

Ο Πούτιν για να δικαιολογήσει την επίθεση στην Ουκρανία δεν δίστασε να κάνει αναφορές τόσο στο σοβιετικό όσο και στο αυτοκρατορικό παρελθόν της Ρωσίας, αποπνέοντας ένα αίσθημα μεγαλοϊδεατισμού, ώστε να δώσει ιδεολογική νομιμοποίηση στην εισβολή. Χρησιμοποίησε ακόμη και την αναγνώριση των αυτονομημένων περιοχών ως πάτημα για να επικαλεστεί το άρθρο 51 του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που προβλέπει ότι τα κράτη μπορούν να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια εάν απειλείται η ασφάλειά τους.

Ετσι, δεν ήθελε και πολύ για να χρησιμοποιήσει και την απάτη των δυτικών, που για περισσότερο από 30 χρόνια αποτελεί σημείο τριβής. Πρόσφατα ο Ρώσος πρόεδρος παραπονέθηκε, στους δυτικούς λέγοντας ότι «μας εξαπατήσατε ανενδοίαστα». «Είχατε υποσχεθεί να μην προχωρήσετε ούτε ίντσα» είχε πει χαρακτηριστικά αναφερόμενος στις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ προς τον Γκορμπατσόφ σχετικά με τη μη επέκταση της Δύσης στην ανατολική Ευρώπη.

Ο Πούτιν χρησιμοποιεί αυτή την υπόθεση για να απαιτήσει γραπτές εγγυήσεις που θα αναφέρουν ότι η Ουκρανία δεν θα μπει ποτέ στο ΝΑΤΟ. Με έμφαση στο «γραπτές», καθώς οι Αμερικανοί αρνούνται ότι έδωσαν κάποια σχετική υπόσχεση που να αναγράφεται ρητά σε συνθήκη, παρά το γεγονός ότι η πρόταση για μη επέκταση αναφέρεται σε σωρεία τηλεγραφημάτων και πρακτικών από συναντήσεις δυτικών και Ρώσων αξιωματούχων.
Δεν λείπουν όμως και οι αφηγήσεις από μάρτυρες για τις διάφορες συζητήσεις μεταξύ Δύσης και Μόσχας μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Η ενοποίηση της Γερμανίας

Το 1990 πολιτικοί και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι από τη Μόσχα, την Ουάσινγκτον, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Βόννη και το Ανατολικό Βερολίνο συναντήθηκαν για συζητήσεις σχετικά με την επανένωση της Γερμανίας, τον αφοπλισμό τόσο του ΝΑΤΟ όσο και του Συμφώνου της Βαρσοβίας και για ένα νέο χάρτη ασφαλείας. Υπάρχουν πολλά διαθέσιμα έγγραφα από τις διάφορες χώρες που συμμετείχαν στις συνομιλίες, συμπεριλαμβανομένων σημειώσεων από συνομιλίες, μετεγγραφές διαπραγματεύσεων και εκθέσεις.

Σύμφωνα με αυτά τα έγγραφα, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία έδωσαν σήμα στο Κρεμλίνο ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ χωρών όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχία ήταν εκτός συζήτησης. Τον Μάρτιο του 1991 ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ υποσχέθηκε κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στη Μόσχα ότι «τίποτε τέτοιο δεν θα συμβεί». Ο Γέλτσιν εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του όταν έγινε τελικά το βήμα επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Εδωσε βέβαια την έγκρισή του το 1997, αλλά παραπονέθηκε ότι το έκανε μόνο επειδή τον είχε αναγκάσει η Δύση.

Δεν υπάρχει, φυσικά, νομικά δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών από την περίοδο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η ετυμηγορία για το αν η Δύση αθέτησε τον λόγο της εξαρτάται εξ ολοκλήρου από το πόσο δεσμευτικές πιστεύει κάποιος ότι είναι στην πραγματικότητα οι διαβεβαιώσεις που δόθηκαν από τον Μέιτζορ και τους άλλους δυτικούς πολιτικούς.

Κάλπικες διαβεβαιώσεις

Ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, σε δημόσια ομιλία του στο Τούτσινχ της Βαυαρίας τον Ιανουάριο του 1990, ήταν ο πρώτος που έθεσε δημόσια την ιδέα της μη επέκτασης του ΝΑΤΟ λέγοντας: «Ο,τι κι αν συμβεί στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, δεν θα υπάρξει επέκταση της δικαιοδοσίας του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά και πιο κοντά στα σύνορα της Σοβιετικής Ενωσης».

Η ομιλία του Γκένσερ έτυχε θετικής υποδοχής από τις συμμαχικές κυβερνήσεις της Βρετανίας, των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Αργότερα, ο Γκένσερ και ο Μπέικερ έφεραν ξεχωριστά ο καθένας την πρόταση στον Γκορμπατσόφ, με σκοπό να του αποσπάσουν τη συγκατάθεση για την ένωση των δύο Γερμανιών. Σωρεία δυτικών ηγετών, μεταξύ των οποίων ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος και ο Φρανσουά Μιτεράν, διαβεβαίωναν ότι αν ο Γκορμπατσόφ συμφωνούσε στην επανένωση της Γερμανίας με παράλληλη ένταξη και του ανατολικού κομματιού της στο ΝΑΤΟ, θα δημιουργούνταν μια αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη η οποία θα λάμβανε υπόψη τα συμφέροντα της Μόσχας.

Η δεκαετία του 1990 ήταν η δεκαετία καλών προθέσεων αλλά και τεράστιων ψευδαισθήσεων και από τις δύο πλευρές. Ο Γκορμπατσόφ υποσχέθηκε ότι το Κρεμλίνο θα εισαγάγει τη δημοκρατία, θα σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα αναγνωρίσει το δικαίωμα των πρώην σοβιετικών χωρών στην αυτοδιάθεση. Μίλησε μάλιστα και για την πιθανότητα να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ η ίδια η Σοβιετική Ενωση. Ανάλογη σιγουριά εξέφρασε και ο διάδοχός του Γέλτσιν, υποστηρίζοντας ότι «γινόμαστε μια διαφορετική χώρα».

Αυξανόμενη δυσπιστία

Η Ρωσία φαινόταν για ένα διάστημα σαν να ήταν έτοιμη για μεταρρύθμιση. Και με αυτή την εντύπωση στο μυαλό τους, ο Χέλμουτ Κολ, ο Γκένσερ, ο Μπους και ο διάδοχός του Κλίντον ήθελαν να μεταμορφώσουν το ΝΑΤΟ και να πάρουν στα σοβαρά τα συμφέροντα του Κρεμλίνου. Υπήρχε, ωστόσο, μια δυνητικά σημαντική αντίφαση: από τη μια πλευρά όλες οι χώρες φέρεται να ενώνονται στο «αδιαίρετο της ασφάλειας», ενώ από την άλλη κάθε χώρα φέρεται να είχε το δικαίωμα να αποφασίσει σε ποια συμμαχία ήθελε να ενταχτεί. Ωστόσο, τότε φαινόταν ότι αυτό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα θεωρητικό πρόβλημα.

Επιπλέον, ο Κλίντον, ο Κολ και οι άλλοι για χρόνια απέρριπταν την ένταξη της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχίας στο ΝΑΤΟ. Μια τέτοια επέκταση θεωρήθηκε πολύ ακριβή, οι νεοσύστατες δημοκρατίες σε αυτές τις χώρες φαίνονταν πολύ εύθραυστες και οι στρατοί τους ήταν πολύ αντιδραστικοί. Στη συνέχεια όμως η διαδικασία μεταρρυθμίσεων στη Ρωσία επιβραδύνθηκε και η δυσπιστία άρχισε να αυξάνεται. Και οι Αμερικανοί Ρεπουμπλικάνοι, από την πλευρά τους, συνειδητοποίησαν ότι το ζήτημα της διευρυμένης ένταξης στο ΝΑΤΟ ήταν χρήσιμο για τη συγκέντρωση πολιτικών πόντων κατά του Κλίντον. Πολλοί Αμερικανοί με ανατολικοευρωπαϊκές ρίζες ζούσαν στις αποφασιστικές πολιτείες της μεσοδυτικής Αμερικής. Πράγμα που τελικά ώθησε τον Κλίντον να επεκτείνει τη συμμαχία.

Με αυτό τον τρόπο η Δύση δεν παραβίασε καμία συνθήκη, αλλά ορισμένοι συμμετέχοντες έδωσαν αργότερα μια πιο σύνθετη εικόνα. Χρόνια μετά τη συνθήκη της ενοποίησης της Γερμανίας ο Γκένσερ είπε ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά από τη Γερμανία ήταν εντάξει από τυπική, νομική άποψη. Αλλά, όπως συμπλήρωσε, ήταν αδύνατο να αρνηθεί κανείς ότι ήταν αντίθετη με το πνεύμα των συμφωνιών που επιτεύχθηκαν το 1990.

Η προετοιμασία του Πούτιν

Το ΝΑΤΟ από το 1999 κι έπειτα έχει δεχτεί στις γραμμές του 14 χώρες ανατολικά της Γερμανίας, είτε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες είτε χώρες στη σφαίρα επιρροής τής πρώην ΕΣΣΔ. Η Ρωσία, εν είδει αντιμέτρων, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε αποφασίσει την αύξηση της επιρροής της εκτός των συνόρων της, μοιράζοντας διαβατήρια σε πολίτες των νεοσύστατων χωρών που προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, αφού 25 εκατομμύρια Ρώσοι κατέληξαν να ζουν εκτός Ρωσίας. Η πολιτική αυτή είχε στόχο τόσο τους ρωσικής καταγωγής πληθυσμούς όσο και τις διάφορες εθνοτικές ομάδες που είχαν ιστορικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Το λεγόμενο «δόγμα Πριμακόφ», που ονομάστηκε έτσι από τον υπουργό Εξωτερικών Γεβγκένι Πριμακόφ, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα το 1996, έτυχε ευρείας αποδοχής από τη μετέπειτα κυβέρνηση Πούτιν, που την εφάρμοσε αμέσως.

Το 2002 η Μόσχα ξεκίνησε να παραχωρεί ρωσική υπηκοότητα σε πολίτες των αποσχιστικών περιοχών της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας στη Γεωργία. Αυτή η πολιτική είχε αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των Γεωργιανών πολιτών με ρωσικό διαβατήριο από το 20% του πληθυσμού στο 80%. Το 2008, όταν η Ρωσία επενέβη στη Γεωργία, υποστήριξε ότι έπρεπε να προστατεύσει Ρώσους πολίτες. Επίσης, ένας σεβαστός αριθμός πολιτών του αυτόνομου κρατιδίου της Υπερδνειστερίας στη Μολδαβία, που υπολογίζεται στις 250-500.000, έχουν αποκτήσει τη ρωσική υπηκοότητα. Φυσικά την ίδια τακτική ακολούθησε ο Πούτιν και στις δύο αυτονομιστικές περιοχές στην ανατολική Ουκρανία. Περίπου 720.000 ή το 18% των πολιτών των Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λούγκανσκ, έχουν βγάλει διαβατήριο από το 2019, όταν και εξήγγειλε την πολιτική του ο Βλαντίμιρ Πούτιν για την περιοχή.

Το 2014 η πρόβλεψη επεκτάθηκε και για τους ρωσόφωνους πολίτες, ώστε να διευκολύνει την παροχή υπηκοότητας στους κατοίκους της Κριμαίας. Επίσης, η Ρωσία πέρασε το 2020 άλλη μια τροποποίηση του νόμου για την υπηκοότητα, ώστε να διευκολύνει την απόκτησή της: επέτρεψε την de facto διπλή υπηκοότητα καταργώντας την πρόβλεψη που ήθελε όσους πολίτες ξένων κρατών επιθυμούσαν τη ρωσική υπηκοότητα να πρέπει προηγουμένως να αρνηθούν την τρέχουσα υπηκοότητά τους.
Επιπλέον, πέρα από την πολιτική των διαβατηρίων, η Ρωσία έχει δημιουργήσει το δικό της σύστημα πληρωμών, ΜΙR. Μετά την κατάληψη της Κριμαίας το 2014 και τις κυρώσεις της Δύσης στο τραπεζικό σύστημα, η Ρωσία έφτιαξε το 2015 ένα σύστημα πληρωμών για να μπορούν οι πολίτες της να συναλλάσσονται τόσο εντός της χώρας όσο και στις γειτονικές. Επίσης, με συμφωνίες με διεθνείς εταιρείες όπως η Maestro, οι κάρτες του MIR μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε διαδικτυακές αγορές.

 

Documento Newsletter