Ο πρωτόγνωρος καύσωνας που σάρωσε τις τελευταίες ημέρες πολλές χώρες της Ευρώπης δεν αποκλείεται σε λίγο καιρό να παραχωρήσει τη θέση του σε μια σαρωτική κακοκαιρία που θα πνίξει στη βροχή τα εδάφη που λίγο νωρίτερα υπέφεραν από την ξηρασία.
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι σφοδρές συνέπειές τους που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, όπως εξηγούν στο Documento επιστήμονες από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία (ΕΜΥ) και το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, δεν αποτελούν μελλοντική απειλή αλλά κοντινή καθημερινότητα και το μόνο που απομένει να κάνουμε, αν δεν λάβουμε άμεσα μέτρα για να μετριάσουμε τις επιπτώσεις τους, είναι να προσαρμοστούμε σε αυτά.
10 βαθμούς πάνω το φετινό καλοκαίρι στην Ευρώπη
«Οι θερμοκρασίες που καταγράφηκαν το φετινό καλοκαίρι σε πολλές περιοχές, κυρίως της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, ήταν πραγματικά πολύ υψηλές. Στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Αγγλία, στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες είχαμε θερμοκρασίες έως και 10 βαθμούς πάνω από τον μέσο όρο» περιγράφει ο Αντώνης Λάλος, διευθυντής προγνώσεων της ΕΜΥ.
Οσον αφορά την Ελλάδα, η δρ Δήμητρα Φουντά, κύρια ερευνήτρια του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, σημειώνει πως με βάση τα αρχεία του αστεροσκοπείου ο φετινός Ιούνιος ήταν ο δεύτερος πιο βροχερός των τελευταίων 100 ετών. «Φέτος ήταν πράγματι ένα ιδιαίτερο καλοκαίρι για την Ελλάδα καθώς υπήρξε περισσότερη αστάθεια στον καιρό. Βέβαια και στο μακρινό παρελθόν έχουν υπάρξει χρονικά διαστήματα με εναλλαγές βροχοπτώσεων και υψηλών θερμοκρασιών, αλλά τα τελευταία χρόνια η συχνότητά αυτών των φαινομένων έχει αυξηθεί δραματικά και σε αυτό, εκτός από τα φυσικά αίτια, έχει συμβάλει και ο ανθρωπογενής παράγοντας» σημειώνει.
Σε σχέση με το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα ο κ. Λάλος αναφέρει πως μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο θα ανέβει σταδιακά η θερμοκρασία στη χώρα μας χωρίς ωστόσο να αγγίζει τα επίπεδα καύσωνα. «Αυτό σημαίνει ότι οι 33 βαθμοί Κελσίου που έχουμε για παράδειγμα αυτές τις ημέρες θα γίνουν 36. Επίσης, η θερμοκρασία επανέρχεται σταδιακά στα φυσιολογικά επίπεδα της εποχής και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Στο Βερολίνο ας πούμε, που είχαμε δει καύσωνα το προηγούμενο διάστημα, τώρα θα έχουμε πτώση της θερμοκρασίας έως και 10 βαθμούς, βροχές και μια γενική αλλαγή του σκηνικού του καιρού» εξηγεί.
Σύμφωνα με τον ίδιο, μπορεί φέτος το καλοκαίρι η Ελλάδα να είχε θερμοκρασίες χαμηλές σε σχέση με άλλες χρονιές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έχουμε ξανά καύσωνα. «Το ίδιο διάστημα μάλιστα που εδώ μπορεί να έχουμε καύσωνα, οι Κεντροευρωπαίοι μπορεί να πνίγονται από τη βροχή. Ο καιρός στον κόσμο λειτουργεί κατά κύματα που ταξιδεύουν. Οταν στην Αθήνα για παράδειγμα επικρατούν βροχές, καταιγίδες και χιόνια, σε άλλες χώρες καταγράφεται ένα αντίστοιχο μέγιστο της θερμοκρασίας» εξηγεί.
Σε κάθε περίπτωση, όπως υπογραμμίζει και ο Νίκος Μιχαλόπουλος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και διευθυντής στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου, όλα τα σημάδια του καιρού μάς δείχνουν ξεκάθαρα πως έχουμε μπει σε μια νέα περίοδο στην οποία τα ακραία καιρικά φαινόμενα του σήμερα θα αποτελούν την καθημερινότητα του αύριο.
Αύξηση έως και έξι βαθμούς στη Μεσόγειο
«Μπορεί σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία χρόνια η θερμοκρασία να έχει ανέβει κατά 0,5-0,6 βαθμούς της κλίμακας Κελσίου, στη Μεσόγειο όμως η αύξηση έχει φτάσει τον 1,5 βαθμό. Τα δε κλιματικά μοντέλα δείχνουν περαιτέρω αύξηση, η οποία αν δεν ληφθούν μέτρα μπορεί να φτάσει μέχρι και τους 6 βαθμούς έως και το τέλος του αιώνα» εξηγεί.
Σύμφωνα με τον κ. Μιχαλόπουλο, για πόλεις όπως η Αθήνα αυτή που σήμερα θεωρείται η πιο ζεστή περίοδος το επόμενο διάστημα θα είναι η πιο δροσερή.
«Κανείς δεν γλιτώνει από την κλιματική αλλαγή» δηλώνει και η δρ Δήμητρα Φουντά, εξηγώντας πως όλες οι περιοχές του πλανήτη, άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο, θα επηρεαστούν από αυτήν και πως η παρούσα κατάσταση είχε ήδη προβλεφθεί από τα σχετικά κλιματικά μοντέλα, με τη διαφορά ότι «πέσαμε έξω στο χρονοδιάγραμμα, καθώς οι αλλαγές συνέβησαν πιο σύντομα από ό,τι αναμενόταν. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε όλους τους παράγοντες που υπεισέρχονται σε ένα πολύπλοκο κλιματικό σύστημα, καθώς υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο η θέρμανση σε μια περιοχή να ενεργοποιήσει ή να ατονήσει κάποιο σύστημα».
Σύμφωνα με την ίδια, πάντως, η γενική τάση για τη Μεσόγειο, η οποία αποτελεί μια από τις πιο ευάλωτες περιοχές απέναντι στην κλιματική αλλαγή, είναι η αύξηση του μέσου όρου της θερμοκρασίας και της εκδήλωσης ακραίων καιρικών φαινομένων. «Επιπλέον θα έχουμε και κάποιες μετατοπίσεις χωρικές και χρονικές. Για παράδειγμα θα εμφανίζονται υψηλές θερμοκρασίες ή χιονοπτώσεις σε περιοχές του πλανήτη στις οποίες παραδοσιακά δεν είχαμε τέτοια καιρικά φαινόμενα. Ακόμη, θα έχουμε και χρονική μετατόπιση των φαινομένων· για παράδειγμα οι πρώτες ζέστες θα κάνουν την εμφάνισή τους πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι αναμένονταν τα προηγούμενα χρόνια» σημειώνει. Η κ. Φουντά πάντως υπογραμμίζει πως ανεξάρτητα από τις προβλέψεις των μοντέλων υπάρχουν και φυσικοί παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν το κλίμα, με αποτέλεσμα να υπάρχει το ενδεχόμενο επιτάχυνσης ή επιβράδυνσης της τάσης θέρμανσης.
«Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να κινητοποιηθούμε σε κάθε επίπεδο, με στόχο όχι να αποφύγουμε αλλά τουλάχιστον να μετριάσουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής» συμπληρώνει ο κ. Μιχαλόπουλος, αναφέροντας πως υπάρχει πλήθος πρωτοβουλιών που μπορούν να ληφθούν σε ατομικό αλλά και σε κεντρικό επίπεδο. «Είναι πολύ βασικό να αποκτήσει ο κόσμος συνείδηση της νέας εποχής και να προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αλλάξει δραστικά ορισμένες συνήθειες οι οποίες είναι γνωστό πλέον πως επιβαρύνουν το κλίμα. Ωστόσο η κλιματική αλλαγή όπως και το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι παγκόσμια φαινόμενα και γι’ αυτό χρειάζεται να ληφθούν μέτρα και σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν γίνεται να παίρνει πρωτοβουλίες μια χώρα και η διπλανή να μην κάνει τίποτα. Είναι βασική ανάγκη να υπάρξει παγκόσμια συνεννόηση» καταλήγει.
H κλιματική αλλαγή και οι Έλληνες
Ενθαρρυντικά είναι πάντως τα αποτελέσματα έρευνας του ευρωβαρομέτρου που διενεργήθηκε το 2017 με στόχο να διερευνήσει τις στάσεις και τις απόψεις των πολιτών αναφορικά με την κλιματική αλλαγή. Όπως προέκυψε, το 85% των Ελλήνων θεωρεί την κλιματική αλλαγή πολύ σοβαρό πρόβλημα, αν και μόλις το 4% θεωρεί ότι είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Ακόμη, το 50% των Ελλήνων ανέφερε πως έχει λάβει ατομικά μέτρα τους τελευταίους μήνες προκειμένου να καταπολεμήσει την κλιματική αλλαγή. Μάλιστα αυτό το ποσοστό ανεβαίνει στο 85% των πολιτών όταν οι ερευνητές παραθέτουν ειδικά παραδείγματα μέτρων τα οποία, όπως προέκυψε, οι πολίτες υιοθετούν χωρίς όμως να τα συσχετίζουν άμεσα με την κλιματική αλλαγή. Μεταξύ άλλων, το 67% των Ελλήνων απάντησε πως προσπαθεί να μειώσει τα απορρίμματά του και συχνά τα διαχωρίζει για ανακύκλωση και το 89% απάντησε πως θεωρεί ότι χρειάζεται να αυξηθεί η χρηματοδότηση προκειμένου να γίνει η μετάβαση της χώρας στην καθαρή ενέργεια. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχεδόν εννέα στους δέκα πολίτες που συμμετείχαν στην έρευνα πιστεύουν ότι είναι σημαντικό να θέσει η εθνική τους κυβέρνηση στόχους για την αύξηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2030 (89%) και να στηρίξει τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης μέχρι το 2030 (88%). Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών (79%) μάλιστα συμφωνεί επίσης ότι πρέπει να διατεθεί υψηλότερη δημόσια χρηματοδότηση για τη μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει μείωση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα.