Αυτές τις ημέρες και μέχρι τις 2 Ιουνίου το Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ύδρας φιλοξενεί έργα πέντε σημαντικών Ελλήνων ζωγράφων που φιλοτεχνήθηκαν πρόσφατα και έχουν αντλήσει την έμπνευσή τους από την ασύγκριτη ομορφιά του νησιού.
Ο Αλέξης Βερούκας, ο Σπύρος Λύτρας, η Εφη Σούτογλου, η Κατερίνα Χατζηγιαννούλη και ο Πέτρος Ματζάκος έχουν φιλοτεχνήσει και στο παρελθόν αρκετά έργα με θέμα το νησί. «Μάλιστα οι περισσότεροι έρχονταν και ως σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών, διέμεναν στο παράρτημά της και ζωγράφιζαν. Σήμερα καταθέτουν τις προσωπικές εικαστικές τους αναζητήσεις μέσω της τεχνικής και της τέχνης τους που, αν και διαφορετικές μεταξύ τους, συγκλίνουν σε έναν κεντρικό άξονα» λέει μιλώντας στο Documento η διευθύντρια του μουσείου Ντίνα Αδαμοπούλου.
Η Ύδρα είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πιο ιδιαίτερα νησιά της Ελλάδας και πολύ συχνά γίνεται μούσα καλλιτεχνών. «Εχει μια ασύγκριτη, ξεχωριστή και ιδιότυπη ομορφιά. Είναι η δωρικότητα του τοπίου, οι όγκοι, τα σχήματα, το φως που προσφέρουν απλόχερα την έμπνευση. Το νησί το βλέπεις σε όλες τις ώρες της ημέρες διαφορετικά» λέει δηλώνοντας «πλέον Υδραία» η επί τριάντα χρόνια κάτοικος του νησιού κ. Αδαμοπούλου.
Από το 1989 βρίσκεται στο τιμόνι του Ιστορικού Αρχείου – Μουσείου Υδρας η κ. Αδαμοπούλου και ομολογουμένως είναι ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση. Το μουσείο, εκτός από τις πλούσιες συλλογές του, είναι ευρέως γνωστό τόσο στους κατοίκους όσο και στους επισκέπτες για την πλούσια και σοβαρή πολιτιστική του προσφορά στο νησί. Κάθε χρόνο διοργανώνει σειρά εκδηλώσεων: συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, εικαστικές εκθέσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, διαλέξεις, προβολές με καλεσμένους αναγνωρισμένους καλλιτέχνες.
Φέτος μάλιστα είναι επετειακή χρονιά καθώς συμπληρώνει 100 χρόνια λειτουργίας του. Ιδρύθηκε το 1918 και στεγάστηκε σε κτίριο που οικοδομήθηκε με δαπάνη του Υδραίου εφοπλιστή και ευεργέτη Γκίκα Ν. Κουλούρα. Το 1972 κατεδαφίστηκε για κατασκευαστικούς λόγους και στη θέση του χτίστηκε το οικοδόμημα που λειτουργεί από το 1996. Στους χώρους του στεγάζεται η Αρχειακή – Μουσειακή Υπηρεσία και η Βιβλιοθήκη και εκτίθενται σπουδαία έργα ζωγραφικής του 19ου αιώνα και πλήθος αντικειμένων – κειμηλίων από τον Αγώνα του 1821, υδραίικες φορεσιές της εποχής, χάρτες, όργανα ναυσιπλοΐας, κανόνια, ξυλόγλυπτα ακρόπρωρα και ακροστόλια πλοίων, κατασκευαστικά ομοιώματα και λιθογραφίες πλοίων του αγώνα κ.λπ. Εντυπωσιάζει επίσης η ασημένια λήκυθος με την ταριχευμένη καρδιά του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη.
Η κ. Αδαμοπούλου μπορεί να περηφανεύεται ότι διατηρεί μια υπηρεσία που «παρά την έλλειψη χρηματοδότησης» αποτελεί πρότυπο οικονομικής διαχείρισης αλλά και εξωστρέφειας. «Εχουμε έσοδα από το εισιτήριο εισόδου (20.000 επισκέπτες κάθε χρόνο), από το πωλητήριο, την ενοικίαση των αιθουσών μας και της ταράτσας για εκδηλώσεις». Μπορεί ο όγκος εργασίας –το μουσείο λειτουργεί επτά ημέρες την εβδομάδα– και η ευθύνη να βαραίνουν τη διευθύντρια, όμως, όπως λέει, η ανταμοιβή της βρίσκεται στην «πανθομολογούμενη –ακόμη και από ανθρώπους που δεν περίμενα– αναγνώριση του έργου μας. Με ικανοποιεί γιατί αναγνωρίζεται ο κόπος μας».
Από την άλλη, με τις συνεχείς εκδηλώσεις η κ. Αδαμοπούλου έχει καταφέρει να φέρει τον κόσμο στο μουσείο. «Οταν περνούν το κατώφλι του γίνεται ένας αυτόματος συνειρμός του μουσείου με τη διασκέδαση. Δίνουμε μια εξωστρέφεια σε μια υπηρεσία που σε άλλη περίπτωση θα ήταν κλειστή. Προσέχουμε και τις λεπτομέρειες: oι χώροι μας είναι αρωματισμένοι, ακούγεται χαμηλά κλασική μουσική, δημιουργούμε ωραίο περιβάλλον για τους επισκέπτες μας».