Ο Χρηματοπιστωτικός Τομέας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ καλεί την Κυβέρνηση και την Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος να μην προχωρήσουν στην μεθοδευμένη απαξίωση και την εκποίηση της 1ης Ασφαλιστικής Εταιρείας της χώρας, της Εθνικής Ασφαλιστικής με θεσμικό/εποπτικό άλλοθι τα εγκεκριμένα από την DG Comp πλάνα αναδιάρθρωσης και τις μεταβολές αυτών (SA 34824/23.7.14 & SA 43365/4.12.15 και 10.5.19).
Οι ευθύνες αυτής της κίνησης βαρύνουν πολιτικά και ποινικά όσους και όσες με τις αποφάσεις τους ή την εποπτική τους αδράνεια/καθυστέρηση, δεν εμποδίσουν ή νομιμοποιήσουν αυτήν την “πώληση” που έχει εμφανέστατα χαρακτηριστικά χρηματοπιστωτικής αδιαφάνειας και υπόγειας συναλλαγής.
Στην ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει τα ακόλουθα:
Καλούμε τώρα τον Υπουργό Οικονομικών κ. Σταϊκούρα, τον Υφυπουργό Οικονομικών υπεύθυνο για τον Χρηματοπιστωτικό Τομέα κ. Ζαββό, τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΤΧΣ κ. Τσούρντα και τον Διοικητή της ΤτΕ κ.Στουρνάρα στο πλαίσιο των οριζόμενων καθηκόντων τους να προβούν στις δέουσες ενέργειες για την υπεράσπιση του Δημοσίου συμφέροντος και της Χρηματοπιστωτικής ευστάθειας, να παρέμβουν προς την Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας και τον Διευθύνοντα Σύμβουλό της κ. Μυλωνά ώστε να μην προχωρήσει η Διοίκηση της ΕΤΕ στην ολοκλήρωση μιας διαδικασίας που αποτελεί πρωτοφανές οικονομικό, νομικό αλλά και ηθικό σκάνδαλο μέσα σε αυτήν την ασταθή και αβέβαιη περίοδο γενικότερης απαξίωσης των περιουσιακών στοιχείων λόγω του Covid19.
Είναι σαφές ότι στην διαφαινόμενη “πώληση” παραβιάζονται θεμελιώδεις κανόνες που σχετίζονται με την εποπτική ανοχή, τα λογιστικά πρότυπα, την αξιοπιστία της αγοράς, την χρηστή εταιρική διακυβέρνηση, το δημόσιο συμφέρον και πρέπει να δοθούν επαρκείς εξηγήσεις για την «σπουδή» που επιδεικνύεται να προχωρήσει αυτή η διαδικασία εντός του υγιειονομικά και οικονομικά “ατυχούς” 2020, εστιάζοντας στις εννέα παρακάτω επισημάνσεις:
1. Η αξία της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ με 31.12.2019, σύμφωνα και με την εκτίμηση της εταιρίας PwC που ως ορισμένος εξωτερικός Ορκωτός Λογιστής, έλεγξε τα οικονομικά της στοιχεία, αποτιμάται κατ’ ελάχιστο σε €1,08 δισεκ.
2. Η Διοίκηση της ΕΤΕ, σύμφωνα και με την άποψη της ίδιας εταιρίας PwC, που προσέλαβε σαν Σύμβουλο για την πώληση, προχώρησε εντός της χρήσης του 2019 σε λογιστικό χειρισμό υποεκτίμησης της θυγατρικής της εταιρείας ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ στα βιβλία της, της τάξης των €450 – 500 εκατ. Ήτοι στο ήμισυ περίπου της αξίας της.
3.Ο παραπάνω λογιστικός χειρισμός “στηρίχθηκε” σε μια «περίεργη» αποτίμηση (evaluation) της PwC στην οποία δεν λήφθηκαν υπόψη η καθαρή θέση της θυγατρικής της (€1,08 δισεκ), η επί σειρά ετών συνεχόμενη και μεγάλη κερδοφορία της, τα τεράστια αποθεματικά της ύψους €3,5 δισεκ, η υπερκάλυψη των δεικτών φερεγγυότητάς της (SCR & MCR) και κυρίως οι σημαντικές προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξής και επενδυτικής της απόδοσης.
4. Στην 6ετή «διαδρομή» της διαδικασίας πώλησης είχαν κατά διαστήματα κινητοποιηθεί φερέγγυοι και μη διεθνείς επενδυτές με διπλάσιο προσφερόμενο τίμημα.
5. Ο υποψήφιος επενδυτής CVC Capital Partners (private equity fund) χρησιμοποιεί και αυτός ως σύμβουλο για την επένδυσή του την ίδια εταιρία συμβούλων, την PwC, που του εισηγήθηκε, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έντεχνα διοχετεύονται στον τύπο, να προσφέρει για το 80% των μετοχών της εταιρίας €420 εκατ. και μάλιστα με “διαπραγματευόμενες” ρήτρες/αιρεσιμότητες που με μαθηματική ακρίβεια θα αποβούν επιζήμιες για την αποεπενδύουσα ΕΤΕ.
6. Η “διαπραγμάτευση” της Διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας με τον μοναδικό υποψήφιο επενδυτή κράτησε σχεδόν 1,5 χρόνο. Πέρα από τις βάσιμες υποψίες που γεννά αυτή η μακρόχρονη διαπραγμάτευση, ποιός αναλαμβάνει την ευθύνη για την αρνητική επίπτωση στην πορεία και την αξία της εταιρίας από την αναστολή των αναγκαίων αποφάσεων και σχεδιασμών (όπως πχ ο ψηφιακός μετασχηματισμός), που έπρεπε να προχωρήσουν αυτό το κρίσιμο διάστημα, από την παρούσα Διοίκηση της Εθνικής Ασφαλιστικής, ώστε να επαυξήσει τα ανταγωνιστικά της χαρακτηριστικά;
7. Το γεγονός ότι το private equity fund -“επενδυτής” τα τελευταία έτη έγινε ο ιδιοκτήτης αρκετών -μεγάλου μεγέθους- ιδιωτικών νοσοκομείων της χώρας μας (Metropolitan, Υγεία, Μητέρα, Ιασώ General, Λητώ, Creta InterClinic) σε συνδυασμό με την δυνητική απόκτηση της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας της χώρας (με χιλιάδες συμβόλαια υγείας, περίπου το 25% της σχετικής αγοράς) δεν δημιουργεί τις αντικειμενικές προϋποθέσεις κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης της σε συμπληρωματικούς/συναφείς κλάδους για πρόκληση εναρμονισμένων τιμολογιακών πρακτικών;
8. Είναι γνωστό από παρόμοιες εξαγορές στην ελληνική ασφαλιστικά αγορά, ότι δημιουργούνται επιπροσθέτως, αρνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις, για την ελληνική οικονομία από μια τέτοια συναλλαγή, ανεξαρτήτως του τιμήματος και των όρων διαφάνειας. Τα ιδιαίτερα υψηλά αποθεματικά και τα κέρδη συνήθως κατευθύνονται από τους νέους πολυεθνικούς ιδιοκτήτες σε άλλους επενδυτικούς (indirectly leverage) ή μη προορισμούς (base erosion and profit shifting), δλδ εκτός χώρας, στα πλαίσια σύνθετων επενδυτικών και φορολογικών στρατηγικών.
9. Καμιά διαβούλευση δεν έγινε καθ’ όλη την διάρκεια της διαδικασίας για την πώληση με τον Σύλλογο Eργαζομένων της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ (850 εργαζόμενοι) παρότι αυτό έχει ζητηθεί επανειλημμένα ακόμη και με δικαστικά έγγραφα. Καμιά ενημέρωση για την τύχη των εργασιακών τους δικαιωμάτων και την ομαλή συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης με την εταιρία που εργάζονται. Καμία διευκρίνηση για τους 2,5 χιλ εργαζόμενους που απασχολούνται ως αποκλειστικοί συνεργάτες. Για την Διοίκηση της ΕΤΕ μάλλον όλος αυτός ο κόσμος είναι ανύπαρκτος.
Είναι γνωστό ότι η DG Comp στην τελευταία της απόφαση τροποποίησης (10.5.2019) , -εφόσον δεν ολοκληρωθεί η πώληση εντός του 2020- έχει αφήσει ανοιχτό τον δρόμο για την εισαγωγή της εταιρείας στο Χρηματιστήριο Αθηνών μέσω της αρχικής δημόσιας προσφοράς (IPO). Υπάρχει λοιπόν ήδη για την Διοίκηση της ΕΤΕ μια προκαθορισμένη εναλλακτική. Γιατί δεν προσανατολίζεται σε μια κατεύθυνση η οποία προφανώς και την ίδια κεφαλαιακά περισσότερο θα ωφελήσει, και θα της επιτρέψει να διακρατήσει σημαντικό ποσοστό και την χρηματιστηριακή αγορά θα τονώσει;
Οι παραπάνω αλλά και πρόσθετοι λόγοι, καθώς και η αποδέσμευση από τα σκληρά μνημονιακά μέτρα μετά τον Αύγουστο του 2018, δίνουν το θεσμικό περιθώριο και την ευχέρεια στην Κυβέρνηση, το ΤΧΣ, την ΤτΕ και την Διοίκηση της ΕΤΕ να απαιτήσουν σε συνεργασία ή και ξεχωριστά την σημαντική ή έστω μερική αναθεώρηση της σχετικής απόφασης της DG Comp.
Είναι γνωστό σε όλη την αγορά ότι η ΕΤΕ δεν έχει μεσοπρόθεσμα σημαντικά προβλήματα κεφαλαιακής ενίσχυσης (λόγω επερχόμενων τιτλοποιήσεων κόκκινων δανείων) ως αποτέλεσμα και της ύπαρξης σημαντικού ποσοστού του ΤΧΣ στην μετοχική της σύνθεση αλλά και του μαξιλαριού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC).
Μπορούν λοιπόν να απαιτήσουν κατ ελάχιστο την παράταση εφαρμογής της ώστε αν τελικά προχωρήσει η ΕΤΕ σε μερική αποδέσμευσή της από το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ, αυτό να γίνει σε κατάλληλο “παράθυρο ευκαιρίας” για τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και των λοιπών μετόχων της ΕΤΕ.
Τα κατατιθέμενα πλάνα αναδιάρθρωσης των Τραπεζών πολλές φορές αναθεωρούνται de facto ή de jure και ιδίως τώρα που το επιτρέπουν οι έκτακτες οικονομικές και υγειονομικές συνθήκες του Covid19.
Τέλος θέλουμε να πιστέψουμε ότι η πρόσφατη ανακοίνωση του Συλλόγου Εργαζομένων της Εθνικής Ασφαλιστικής που προϊδεάζει για “προσυμφωνημένη” απόφαση έκδοσης ομολόγου TIER II από την νέα ή την παρούσα διοίκηση της Ασφαλιστικής, που θα αγορασθεί από την ΕΤΕ, “προκειμένου” να την ενισχύσει στους δείκτες φερεγγυότητάς της, στα πλαίσια μια περίπλοκης τεχνικής δυνατότητας μελλοντικής απομείωσης του τιμήματος, να είναι μια κακή εκτίμηση της διαφαινόμενης κατάστασης.
Αν οι υποψίες μιας τέτοιας κίνησης είναι βάσιμες και επιβεβαιωθούν με σχετικές επιχειρηματικές αποφάσεις (που δεν θα συμπεριλάβουν μεταβατικές ρήτρες και πρόνοιες για αυτό το ενδεχόμενο), σημαίνει ότι η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας δεν έχει καταλάβει καθόλου που πάει να “μπλέξει” σε παροντικό και μελλοντικό πολιτικοοικονομικό χρόνο.
Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ θα ελέγξει αναλυτικά (νομικά, χρηματοικονομικά, πολιτικά) στα πλαίσια του πολλαπλού θεσμικού του ρόλου, όλες αυτές τις κρίσιμες παραμέτρους, θα απευθυνθεί στις αρμόδιες Ευρωπαϊκές και Εθνικές Αρχές και θα κρατήσει το θέμα αυτό ψηλά στην ατζέντα του φακέλου των αδιαφανών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που η ΝΔ ανέχεται (αν δεν αποδειχτεί ότι υποστηρίζει) καθ’ όλο το διάστημα της διακυβέρνησής της.