ΣΥΡΙΖΑ και ριζοσπαστική αναθεώρηση

ΣΥΡΙΖΑ και ριζοσπαστική αναθεώρηση

Η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες του Μαΐου και του Ιουνίου 2023, που οδήγησε στην παραίτηση του προέδρου του κόμματος, έφερε στο προσκήνιο υπαρξιακής φύσεως θέματα όπως ο ρόλος του κόμματος, η ιδεολογική και πολιτική του ταυτότητα, η οργανωτική παρουσία. Αντίστοιχα ζητήματα είχε προκαλέσει η εκρηκτική εκλογική άνοδός του, ως συνέπεια της έντονης και μαζικής αντιμνημονιακής πάλης της περιόδου 2010-12.

Η σημερινή κρίση του ΣΥΡΙΖΑ έχει την αφετηρία της στη συνάρθρωση της πολιτικής συνάντησης του κοινωνικο-εκλογικού μπλοκ, που αποδεσμευόταν από τις παραδοσιακές εντάξεις του, κυρίως από το ΠΑΣΟΚ, με το γραφειοκρατικό σώμα ενός κομματικού σχηματισμού της ριζοσπαστικής – ανανεωτικής κομμουνιστογενούς σε μεγάλο βαθμό Αριστεράς την πυκνή περίοδο 2012-14.

Με ευθύνη της συλλογικής ηγεσίας δεν επιδιώχθηκε συνδιαμόρφωση του αναδυόμενου χώρου αλλά επιβολή του «3%» στο «30%». Παράλληλα, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης 2015-19, πέραν του μνημονιακού συμβιβασμού, σημαντικό στοιχείο ήταν η τάχιστη κρατικοποίησή του. Η εξαφάνισή του ως σχετικά αυτόνομου συλλογικού πολιτικού υποκειμένου και η απορρόφησή του από την κυβερνητική εξουσία. Η σχέση κόμματος – κράτους, ένα ιστορικό ζήτημα για την Αριστερά, παρέμεινε άλυτο ζήτημα. Για την ακρίβεια, στον ΣΥΡΙΖΑ κατά την κυβερνητική περίοδό του δεν τέθηκε καν. Στο ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80 είχε τουλάχιστον τεθεί στο πλαίσιο της εσωκομματικής πάλης.

Η τελευταία ευκαιρία για τον ΣΥΡΙΖΑ να αναστοχαστεί την πορεία του ήταν μετά την εκλογική ήττα τού 2019, αλλά ακολουθήθηκε η γραμμή της αυτοδικαίωσης των κυβερνητικών πεπραγμένων και της κομματικής διαδρομής. Η συλλογική γραφειοκρατία του κόμματος έχει την πολιτική ευθύνη καθώς δεν καταγράφηκαν διαφοροποιήσεις, ενώ και από τα κάτω δεν υπήρξαν οι δυνάμεις που θα αμφισβητούσαν αυτή την εξέλιξη.

Κομματικό αποτέλεσμα αυτής της πορείας ήταν, μεταξύ άλλων, το φαινόμενο του πολιτικο-οργανωτικού νανισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Ενα κόμμα δηλαδή κυβερνητικής κλίσης και προοπτικής να παραμένει εξαιρετικά αδύναμο στους μαζικούς χώρους – συνδικαλιστικούς, αυτοδιοικητικούς, νεολαία κ.λπ. Να μην μπορεί να διαμορφωθεί σε ένα σύγχρονο κόμμα μαζών το οποίο θα αποτελεί ισχυρό αντίπαλο στο μείγμα νεοφιλελευθερισμού και συντηρητισμού της ΝΔ. Ενα κόμμα που διακηρύσσει ότι επιδιώκει να εκφράσει τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας, πλην όμως το πολιτικο-οργανωτικό του αποτύπωμα είναι φιλελεύθερο, δηλαδή ισχνό, με όρους ευρωπαϊκής εμπειρίας. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στη θεωρία που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, την ιστορική του διαμόρφωση, την εξέλιξή του, τις σύγχρονες ανάγκες. Είναι δηλαδή δομικό – ταυτοτικό θέμα, με ρίζες στη δεκαετία του ’90.

Τα στοιχεία αυτά καθιστούν τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικά αδύναμο. Αυτό αντανακλάται στη γραφειοκρατία του χώρου, στο άγχος της να κλείσει βιαστικά το θέμα της ηγεσίας. Δεν ελέγχει τους χρόνους αλλά ετεροκαθορίζεται. Τούτο φάνηκε και με την αναταραχή που προκάλεσε, πέραν των άλλων ζητημάτων που τίθενται, μια «εξωκομματική» υποψηφιότητα για την ηγεσία. Οι υποψηφιότητες που προέρχονται από την παραδοσιακή γραφειοκρατία του χώρου προβάλλουν μια συζήτηση περί της μορφής του κόμματος, των διαδικασιών του, ως βασικό έλλειμμα της μέχρι τώρα διαδρομής. Μια γραφειοκρατική λογική ουσιαστικής ακινησίας. Συγκλίνουν στα περιεχόμενα της πολιτικής με την εκτός παράδοσης του κόμματος υποψηφιότητα στο πλαίσιο μιας αμερικανικής κοπής Αριστεράς. Μια επικαιροποιημένη εκδοχή της γραμμής Γιώργου Παπανδρέου την περίοδο 2004-09.

Πρόκειται για διανοητικό αποικισμό. Το πρόβλημα είναι ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός έχει άλλα ζητήματα. Ως εκ τούτου, τα περιεχόμενα της πολιτικής αφορούν κατά προτεραιότητα το εθνικό, το δημογραφικό, το παραγωγικό, το κοινωνικό στη σύνθεσή τους, σ’ έναν δυναμικά μεταβαλλόμενο κόσμο. Και στα περιεχόμενα της πολιτικής αυτών των ζητημάτων είναι αναγκαία μια ριζοσπαστική αναθεώρηση της «ταυτότητας ΣΥΡΙΖΑ». Είναι όμως και εφικτή; Από τις υποψηφιότητες για την ηγεσία του κόμματος και τον δημόσιο λόγο που μέχρι τώρα αρθρώνεται δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, καθώς δεν συνειδητοποιείται καν η ανάγκη της.

*Ο Βασίλης Ασημακόπουλος είναι δικηγόρος – πολιτικός επιστήμονας, διδάσκων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Documento Newsletter