Το συριακό καθεστώς επανέρχεται διστακτικά αλλά σταθερά στους κόλπους του Αραβικού Συνδέσμου και στη διεθνή σκηνή έπειτα από μια δεκαετία εμφυλίου
H απόφαση των Αράβων υπουργών Εξωτερικών για την επάνοδο της Συρίας στους κόλπους του Αραβικού Συνδέσμου έπειτα από μια δεκαετία αναστολής της συμμετοχής της εξαιτίας του αιματηρού εμφύλιου πολέμου δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Ηρθε περισσότερο ως αργή αλλά επώδυνη συνειδητοποίηση της επικράτησης του ασαντικού καθεστώτος και των συν αυτώ στο πεδίο της μάχης που έχει ποτιστεί από το αίμα τουλάχιστον 300.000 ανθρώπων ενώ έχει τεμαχιστεί ένα άλλοτε υπολογίσιμο εθνικό κράτος και ως συνέχεια των επισκέψεων των επικεφαλής Αιγύπτου και Σαουδικής Αραβίας στη συριακή πρωτεύουσα.
Αντίροπες τάσεις στον Αραβικό Σύνδεσμο
Η διαδικασία δεν προβλέπεται ανέφελη, με τον υπουργό Εξωτερικών της Ιορδανίας να λέει την περασμένη εβδομάδα πως η επανεισδοχή της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο, η οποία παραμένει υπό καθεστώς κυρώσεων από τη Δύση, θα είναι μόνο η αρχή «μιας πολύ μακράς και δύσκολης και απαιτητικής διαδικασίας» και τον Αιγύπτιο γενικό γραμματέα του Αραβικού Συνδέσμου Αχμέντ Αμπούλ Γκέιτ να σημειώνει πως «η επαναφορά της Συρίας δεν σημαίνει εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στις αραβικές χώρες και τη Συρία». Οι διαφοροποιήσεις αναδεικνύουν τις αντίρροπες τάσεις εντός του συνδέσμου, αφού αραβικές χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα πίεσαν για επανένταξη της Συρίας υπό τον πρόεδρο της Μπασάρ αλ Ασαντ, ενώ άλλες, όπως το Κατάρ, παραμένουν αρνητικές στην ολοκληρωτική εξομάλυνση των σχέσεων δίχως την εκπλήρωση της προϋπόθεσης της πολιτικής επίλυσης της συριακής σύγκρουσης.
Τα συμφέροντα των αραβικών ελίτ
Από την πλευρά της η Συρία κάλεσε τις αραβικές χώρες να δείξουν «αμοιβαίο σεβασμό» μετά την έγκριση της επανεισδοχής της στους κόλπους του Αραβικού Συνδέσμου. Οι αραβικές χώρες θα πρέπει να επιδιώξουν «μια αποτελεσματική προσέγγιση στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού» ανέφερε σε μια ανακοίνωση το συριακό υπουργείο Εξωτερικών, όπου τονίζεται επίσης η «σημασία της εργασίας από κοινού και του διαλόγου προκειμένου να αναληφθούν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι αραβικές χώρες».
Πίσω ασφαλώς από την επανεισδοχή της Συρίας στο συγκεκριμένο ιστορικό κλαμπ χωρών –του οποίου υπήρξε ιστορικό μέλος– κρύβεται η σύμπτωση των συμφερόντων των πολιτικών και οικονομικών ελίτ των κρατών του ευρύτερου αραβικού κόσμου. Ο αδιάκοπος πόλεμος στον οποίο σέρνεται επί μακρόν η χώρα έχει προκαλέσει τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και έχει αναγκάσει εκατομμύρια άλλους να φύγουν από τη χώρα, δεδομένου ότι η Συρία παραμένει κατακερματισμένη και με καταστραμμένη οικονομία. To γεγονός έχει δημιουργήσει με τη σειρά του μια δυσβάσταχτη πραγματικότητα για χώρες που δεν φείδονται οικονομικών προβλημάτων, όπως ο χρεοκοπημένος Λίβανος ή το μόνιμα ευρισκόμενο στα πρόθυρα εμφύλιου πολέμου Ιράκ.
Αντιδράσεις Αμερικανών και Βρετανών
Από πλευράς τους ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο επέκριναν την εξέλιξη, με την Ουάσινγκτον ωστόσο να δείχνει μεγαλύτερο ρεαλισμό σημειώνοντας πως η Συρία δεν αξίζει να επανενταχθεί στον Αραβικό Σύνδεσμο, ενώ κάλεσε τις αραβικές χώρες να πάρουν κάτι σε αντάλλαγμα για τη δέσμευσή τους με τον Ασαντ. Αντιθέτως, το Λονδίνο διά στόματος του υφυπουργού Εξωτερικών δεν έκρυψε την πλήρη αντίθεσή του στην εξομάλυνση των σχέσεων με το καθεστώς Ασαντ. Η ευελιξία του Λευκού Οίκου σε αντίθεση με την Ντάουνιγκ Στριτ οφείλεται στις ανησυχίες της Ουάσινγκτον για τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο μετά την προσέγγιση της παραδοσιακής συμμάχου Σαουδικής Αραβίας με τον άσπονδο εχθρό Ιράν και την επίτευξη εκεχειρίας στην Υεμένη με την αρωγή της Κίνας.
Είναι άλλωστε κοινό μυστικό πως η επένδυση της «συλλογικής» Δύσης και μιας μερίδας κρατών όπως το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία στην πτώση του καθεστώτος Ασαντ δεν ευοδώθηκε χάρη στον συνδυασμό της επιχειρησιακής σκληρότητας του συστήματος εξουσίας της Δαμασκού, της ρωσικής συνδρομής σε επίπεδο αεράμυνας και της μετατροπής της συριακής επικράτειας σε πραγματικό εργαστήριο ναρκωτικών. Ως προς το τελευταίο, πρόκειται για ένα είδος εμπορίου με τζίρο που εκτιμάται στα 57 δισ. δολάρια και κινείται γύρω από την παραγωγή και διακίνηση της εξαιρετικά εθιστικής αμφεταμίνης captagon, το 80% της παγκόσμιας προμήθειας της οποίας παράγεται στη Συρία.
Η τελευταία παράμετρος έρχεται να ερμηνεύσει εκτός των άλλων και τη δυνατότητα της οικογένειας Ασαντ να συντηρεί και να ψωμίζει το προαναφερθέν πλέγμα εξουσίας που αποτελείται από πολιτοφυλακές και τοπικούς πολέμαρχους και λειτουργεί υπό τη σκέπη του αδερφού του Σύριου πρόεδρου και στρατηγού της Ρεπουμπλικανικής Φρουράς Μαχέρ αλ Ασαντ.
Ο Ασαντ και το μέλλον της Σαουδικής Αραβίας
Επιστρέφοντας στο γεωπολιτικό και διπλωματικό πεδίο δεν μπορεί κανείς να μη σταθεί σε δύο σημεία. Το πρώτο αφορά το πολιτικό κέρδος που αποκομίζει ο Σύριος πρόεδρος, ο οποίος επανέρχεται με όλο και μεγαλύτερη νομιμοποίηση στο διεθνές σκηνικό, αποτινάσσοντας πλήρως πλέον τον ρόλο του παρία. Το δεύτερο αφορά τη φάση χειραφέτησης στην οποία βρίσκεται αυτήν τη στιγμή η Σαουδική Αραβία από τον σημαντικότερο εγγυητή της ασφάλειας, τις ΗΠΑ, καθώς ο διάδοχος και de facto κυβερνήτης της χώρας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν θέλει να αφήσει πίσω του τις δαπανηρές συγκρούσεις προς χάριν των φιλόδοξων σχεδίων του να εκσυγχρονίσει τη χώρα και να την καταστήσει ανεξάρτητη από τα ορυκτά καύσιμα. Υπό το φως των παραπάνω εξελίξεων η υπόθεση της Συρίας προμηνύει μια τάση χειραφέτησης των κρατικών δρώντων της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, η οποία έρχεται να καλύψει –ευτυχώς ή δυστυχώς– την απόσυρση των ΗΠΑ από το πεδίο.