Το σχέδιο της κυβέρνησης για τις επικουρικές συντάξεις όπως παρουσιάζεται στην αναλογιστική μελέτη ενέχει αναλογιστικό κόστος μετάβασης 48-78 δισ. ευρώ. Ενα μεσοπρόθεσμο κόστος που δημοσιονομικά αντιστοιχεί σε ολόκληρο το PSI του 2012 (51 δισ. ευρώ) και το 1/5 του δημόσιου χρέους της Ελλάδας σήμερα (381 δισ. ευρώ) ή το 49% του δημόσιου χρέους το 2050. Κόστος μετάβασης μη συμβατό με τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις της χώρας τα επόμενα χρόνια. Χωρίς σε αυτό το κόστος να αποτυπώνονται και κρυφά αναλογιστικά κόστη άνω των 50 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα δεν αποτυπώνονται στην αναλογιστική τεράστια κρυφά αναλογιστικά κόστη που απαιτούν την εξασφάλιση της χρηματοδότησης του όλου εγχειρήματος με επιπλέον τουλάχιστον 40-50 δισ. ευρώ! Κόστη για την καταβολή των συντάξεων αναπηρίας και χηρείας, για τις οποίες προβλέπεται ρητά η συμμετοχή του κράτους από το πρώτο έτος λειτουργίας του νέου ταμείου, και για τις συντάξεις του παλαιού συστήματος μετά το 2070 και έως το 2090, δεδομένου ότι η αναλογιστική προβολή σταματά το 2070 αλλά θα υπάρχουν συνταξιούχοι του παλαιού συστήματος έως και το 2090. Επιπλέον υπάρχει ένα πραγματικά μη υπολογίσιμο αναλογιστικό κόστος για την εξασφάλιση της καταβολής των ελάχιστων εγγυημένων επικουρικών συντάξεων (εισφορές συν πληθωρισμός) σε περίπτωση μιας νέας χρηματοοικονομικής κρίσης που, ανάλογα τη χρονική διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης και την πτώση των αποδόσεων, μπορεί να οδηγήσει σε δυσθεώρητα δημοσιονομικά κόστη.
Συντάξεις αναπηρίας και χηρείας
Τόσο για τις συντάξεις αναπηρίας όσο και για τις συντάξεις χηρείας προβλέπεται ρητά η καταβολή κατώτατων συντάξεων που θα αντιστοιχούν στις εισφορές του εκάστοτε κατώτατου μισθού 15 ετών. Αυτό συνεπάγεται ότι από το πρώτο έτος στην περίπτωση μιας αναπηρίας ή ενός θανάτου από εργατικό ατύχημα το κράτος θα καταβάλει σχεδόν το σύνολο της σύνταξης αναπηρίας ή θανάτου. Αυτό το κόστος θα πρέπει από την πρώτη μέρα λειτουργίας του νέου συστήματος να έχει εκτιμηθεί και να έχει εξασφαλιστεί ώστε να μη μείνει ακάλυπτος κανένας, κάτι που δεν εμπεριέχεται στην αναλογιστική μελέτη. Με δεδομένο ότι το μέσο ετήσιο κόστος ανά σύνταξη που προκύπτει ανέρχεται στα 1.000 ευρώ σε σταθερές τιμές, το ετήσιο κόστος θα κυμαίνεται βάσει των προβολών της αναλογιστικής αρχής από 25 εκατ. ευρώ ετησίως τα πρώτα έτη έως και 142 εκατ. ευρώ το 2070. Τότε το σύστημα ακόμη θα έχει περιορισμένες συντάξεις χηρείας και με εκτιμήσεις έως 400 εκατ. ευρώ σε σταθερές πάντα τιμές το 2090. Σύμφωνα με αυτά, το συνολικό κόστος ανέρχεται σε 12 δισ. ευρώ. Κόστος αναγκαίο για την κάλυψη του κινδύνου του εργατικού ατυχήματος, της αναπηρίας ή και θανάτου.
Κόστος μετάβασης μέχρι το 2090
Το κρυφό αναλογιστικό κόστος μετάβασης του παλαιού συστήματος μετά το 2070 είναι τεράστιο. Δεδομένου ότι το 2070 θα παραμένουν στο παλαιό σύστημα 1.683 χιλιάδες συνταξιούχοι, κάτι που συνεπάγεται ότι το κόστος μετάβασης επεκτείνεται για άλλα 30 έτη τουλάχιστον, έως ότου δηλαδή ασφαλισμένος σήμερα που δεν θα ενταχτεί στο νέο σύστημα θα προσεγγίζει το προσδόκιμο ζωής του (86,4 για τους άντρες, 90,3 για τις γυναίκες το 2070 και συν δύο με τρία έτη έως το 2100). Η καταβολή των συντάξεών τους γι’ αυτά τα επιπλέον έτη απαιτεί επίσης κρατική χρηματοδότηση που αυξάνει το κόστος μετάβασης σημαντικά κατά προσέγγιση και κατά μέσο όρο 0,6% του ΑΕΠ ετησίως. Το παραπάνω γεγονός συνεπάγεται ανάλογα με τα σενάρια αποδόσεων άλλα 20 έως 28 δισ. ευρώ κρυφό κόστος μετάβασης μέχρι το 2090.
Η εγγύηση από απώλειες
Δεν έχει δημοσιευτεί καμία εκτίμηση για το κόστος της καταβολής των εγγυημένων επικουρικών συντάξεων που θα αντιστοιχούν στις συσσωρευμένες εισφορές συν τον πληθωρισμό σε περίπτωση μειωμένων αποδόσεων ή απωλειών. Κόστος πολύ πιθανό σε μια νέα οικονομική κρίση που θα θέσει σε κίνδυνο εκτίναξης το δημόσιο χρέος. Ομως είναι σημαντικό κόστος γιατί θα αφορά όλους τους συνταξιούχους. Ενδεικτικά στην κρίση του 2008 η Ιρλανδία κατέγραψε απώλεια στα κεφάλαια των κεφαλαιοποιητικών ιδιωτικών συντάξεων σχεδόν 38% και η Αυστραλία 27%, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ όλων των περιουσιακών στοιχείων ιδιωτικής σύνταξης στις χώρες του ΟΟΣΑ, παρουσίασαν την τρίτη μεγαλύτερη πτώση, περίπου 26%. Το κόστος αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας και η ανάληψή της ευθύνης καταβολής του από το κράτος είναι το βασικό επιχείρημα αφενός για να κριθεί συνταγματική η όλη μεταρρύθμιση και αφετέρου για να γίνει δελεαστική η συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτό.
Από τα παραπάνω προκύπτει ξεκάθαρα ότι το νομοσχέδιο για την επικούρηση, πέρα από τις νέες συντάξεις οι οποίες θα είναι εκτεθειμένες στο ρίσκο των αγορών, θα προκαλέσει και νέα δυσβάστακτα δημοσιονομικά κόστη που θα διαμορφώνονται βάσει των εξελίξεων στις αγορές. Αυτά σε καμία περίπτωση δεν είναι συμβατά ούτε με τη σημερινή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας ούτε με τους τιθέμενους δημοσιονομικούς στόχους. Κόστη που θα επωμιστούν όλοι οι ασφαλισμένοι για να υλοποιήσει η κυβέρνηση μια μη αναγκαία μεταρρύθμιση, δεδομένου ότι σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του 2020 προκύπτει σταδιακή μείωση του κόστους των συντάξεων έως το 2070 (χωρίς μεταρρύθμιση) στο 11,9% του ΑΕΠ περίπου όσο και ο μέσος όρος σε επίπεδο ΕΕ και μιας ακόμη πιο περιορισμένης κρατικής χρηματοδότησής τους στο 3,2% του ΑΕΠ. Ολα τα παραπάνω δεδομένα αποδεικνύουν ότι πρόκειται για μια καθαρά ιδεοληπτική και νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση με κόστος τόσο κοινωνικό όσο και δημοσιονομικό, που θα επιφέρει αβεβαιότητα και σε επίπεδο συντάξεων και σε επίπεδο δημόσιου χρέους, χωρίς να συμβάλει ούτε στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος ούτε στη βελτίωση της επάρκειας των συντάξεων.
*Ο Μενέλαος Θεοδωρουλάκης είναι διδάκτορας Κοινωνικής Πολιτικής, εμπειρογνώμονας σε θέματα συντάξεων