Την άποψη ότι η εκλογική κυριαρχία προϋποθέτει τη συγκρότηση, διάχυση και επιβολή ως κυρίαρχου ενός «µεγάλου αφηγήµατος», ενός συνολικού οράµατος για την κοινωνία, διατυπώνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Πελοποννήσου και µέλος της ΕΓ των Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδηµοκρατία Θεόδωρος Ν. Τσέκος.
Η κατακερµατισµένη κεντρο-Αριστερά αδυνατεί να αναπτύξει ένα συνεκτικό πολιτικό όραµα και να αρθρώσει πειστικό κυβερνητικό λόγο. Οι αιτίες για αυτό δεν είναι συγκυριακές, δεν προκύπτουν απλώς από οργανωτικές αδυναµίες ή ανεπάρκειες προσώπων. Είναι δοµικές και οφείλονται καταρχήν στην ιδεολογική και πολιτική ανοµοιογένεια του ευρύτερου χώρου.
Στον ευρύτερο αυτόν χώρο εντάσσονται δυνάµεις από τις παρυφές του κέντρου, από το εγχείρηµα π.χ. του Ποταµιού αλλά και από κάποιες τάσεις (όχι όλες) του πασοκικού εκσυγχρονισµού, οι οποίες συντάσσονται µε το αφήγηµα του «αντικρατισµού» και αναζητούν λύσεις κυρίως στην απελευθέρωση της αγοράς και στον περιορισµό των παρεµβάσεων της δηµόσιας εξουσίας, την οποία ταυτίζουν µε τον κρατικοδίαιτο πελατειασµό και συνδικαλισµό.
Στο άλλο άκρο του φάσµατος υπάρχουν δυνάµεις µε αναφορά στον µαρξισµό (ορθότερα σε αναγνώσεις του µαρξισµού) επαγγελλόµενες κάποιες –αδιευκρίνιστες– µορφές σοσιαλισµού και µια –εξίσου αδιευκρίνιστη– πορεία «ρήξεων» και «ανατροπών» προς αυτόν.
Σηµαντικά ζητήµατα πολιτικής όπως οι βαθµοί αυτονοµίας της αγοράς και οι διαδικασίες υπαγωγής της στο δηµόσιο συµφέρον, δηλαδή η ρύθµιση, ο έλεγχος και η αναδιανοµή, δεν έχουν αποτελέσει αντικείµενο συστηµατικού διαλόγου και ξεκαθαρίσµατος.
Αλλα κεφαλαιώδη ζητήµατα όπως η στάση απέναντι σε κρίσιµα θέµατα γεωπολιτικής, περιφερειακά και ευρύτερα, οι προοπτικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τα δικαιώµατα, ο δικαιωµατισµός και τα όριά του και πολλά άλλα αγνοούνται και οι σηµαντικότατες διαφορές αντιλήψεων επ’ αυτών κρύβονται κάτω από το χαλί.
Η ένταξη σε κοινά σχήµατα, συχνά πίσω από τα ίδια πρόσωπα σε αναζήτηση ηγετικού ρόλου, χωρίς ιδεολογικά και προγραµµατικά κριτήρια αλλά προς άγραν ευκαιριών µε κριτήρια συγκυρίας, παράγουν ενδοστρέφεια, διαρκείς εσωτερικές αντιπαραθέσεις και υποσκάπτουν τις δυνατότητες προγραµµατικής και πολιτικής ανασυγκρότησης του χώρου.
Αυτή η ανασυγκρότηση, που είναι απολύτως απαραίτητη για να οικοδοµηθεί µια συνεκτική και πειστική προς το ευρύ κοινό εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, αναβάλλεται ή αγνοείται παντελώς µέσα στα πλαίσια των προσωπικών στρατηγικών επαγγελµατιών πολιτικών και φερέλπιδων ηγετών.
Εξίσου προβληµατική είναι η αντίληψη πως η πολιτική και εκλογική επιτυχία προκύπτει από την παράλληλη ικανοποίηση µιας πληθώρας κλαδικών, τοπικών και θεµατικών επιδιώξεων και συµφερόντων και όχι από ένα κεντρικό πειστικό αφήγηµα προς όλους. Η πολιτική µετατρέπεται έτσι σε µια διαδικασία µικρο-διαχείρισης ειδικών κοινών και επιµέρους πολιτικών πελατειών.
Η ιστορική εµπειρία ωστόσο δείχνει ότι η πορεία είναι αντίστροφη: από το «γενικό» προς το «ειδικό». Η εκλογική κυριαρχία προϋποθέτει την ιδεολογική κυριαρχία, δηλαδή τη συγκρότηση, διάχυση και επιβολή ως κυρίαρχου ενός «µεγάλου αφηγήµατος», ενός συνολικού οράµατος για την κοινωνία. Το όραµα αυτό πρέπει να συνοψίζεται σε µια δυο βασικές έννοιες και να είναι τόσο περιεκτικό ώστε να επιτρέπει σε µια ικανή πλειοψηφία των πολιτών να ταυτίζεται µαζί του.
Αυτή η συνθήκη δεν πληρούται από τη σηµερινή κεντρο-Αριστερά. Το «αντιµνηµόνιο» διαψεύστηκε και είναι ήδη υπόθεση του παρελθόντος. Το «κοινωνικό κράτος» της σοσιαλδηµοκρατίας, αυτό των µεταπολεµικών «τριάντα ένδοξων ετών» που στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του ’80, χωρίς ριζική αναδόµηση και προσαρµογή, απαντά σε αιτήµατα περασµένων δεκαετιών και όχι στις αγωνίες των ευάλωτων σηµερινών ανθρώπων που βιώνουν την εργασιακή επισφάλεια και τη γενικευµένη πολιτισµική ανασφάλεια. Η κινηµατική προάσπιση των δικαιωµάτων εξελίχθηκε, τέλος, για κάποιες µερίδες της Αριστεράς σε «δικαιωµατισµό» που υποκατέστησε την κοινωνική (ταξική) ανάλυση, διεκδίκηση και εκπροσώπηση.
Οι «θέσεις» των κοµµάτων είναι συχνά προϊόν τυχαίων διαδικασιών που εξαρτώνται από την παρουσία ενός ικανού εµπειρογνώµονα στο περιβάλλον της ηγεσίας ή κοντά στην κοινοβουλευτική οµάδα και των διαπροσωπικών δικτύων που ο εµπειρογνώµονας αυτός θα είναι σε θέση να ενεργοποιήσει. Συµπερασµατικά, η κεντρο-Αριστερά απευθύνεται µόνο ανοργάνωτα και συµπτωµατικά στις επιµέρους κοινωνικές οµάδες και δεν απευθύνεται στην «όλη κοινωνία».
Διαβάστε επίσης:
Εφιάλτης για τρίτη ημέρα στο Ξυλόκαστρο: Ανεξέλεγκτη η φωτιά – Μάχη με τις αναζωπυρώσεις (Videos)
Ταϊλάνδη: Φωτιά σε σχολικό λεωφορείο με 44 επιβάτες – Αναφορές για πολλούς νεκρούς (Video)
Κόλαση πυρός στον νότιο Λίβανο: Με την Division 98 η εισβολή του Ισραήλ – Παγκόσμια ανησυχία (Video)