Μια συζήτηση με τον ιθύνοντα νου των Firewind, Gus G., λίγο πριν από τις συναυλίες τους στην Ελλάδα.
Έχοντας ένα νέο άλμπουμ στις αποσκευές τους («Stand United», 2024) οι Firewind επιστρέφουν στην Ελλάδα για τρεις συναυλίες, σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα και Λάρισα. Μαζί τους οι Masterplan, με τους οποίους έπαιξαν στην Ευρώπη τον περασμένο Μάρτιο, ενώ τις συναυλίες σε Αθήνα και Λάρισα θα ανοίξουν οι Sunburst που φέτος τάραξαν τα νερά του progressive metal με το νέο τους άλμπουμ «Manifesto». Στις συναυλίες αυτές οι Firewind θα έχουν και έναν πολύ σπέσιαλ καλεσμένο, τον Apollo Papathanasiou, τον τραγουδιστή που συνέδεσε το όνομά του με την «χρυσή» εποχή των Firewind. Μοιραία λοιπόν, η πρώτη ερώτηση στην κουβέντα μας με τον ιδρυτή των Firewind, Gus G., τον οποίο εντοπίσαμε στο στούντιό του ανάμεσα σε κιθάρες και τέσσερις γάτες, αφορούσε ακριβώς αυτό το… reunion.
Πώς προέκυψε η συμμετοχή του Apollo σε αυτές τις συναυλίες;
Ήταν μια σκέψη που έκανα λίγο μετά τη συνάντησή μας στο περιθώριο της συναυλίας που δώσαμε πριν από ένα χρόνο στη Σουηδία. Είχαμε να τον δούμε πάνω από δέκα χρόνια αλλά ήρθε και μας είδε στο Μάλμε και από τότε κρατήσαμε μια επαφή. Καθώς λοιπόν θέλω τα live μας στην Ελλάδα να έχουν πάντα ένα ξεχωριστό χαρακτήρα σκέφτηκα ότι αυτή θα ήταν μια πολύ καλή ιδέα, ένα δώρο προς τους οπαδούς μας που μας έχουν στηρίξει όλα αυτά τα χρόνια να τον φέρναμε πίσω για να πει κάποια κομμάτια από εκείνη την εποχή.
Για πολύ κόσμο άλλωστε εκείνη ήταν και η «χρυσή» εποχή των Firewind.
Πράγματι, ήταν μια πολύ σημαντική περίοδος, ήταν η εποχή που άλλαξαν όλα καθώς μεταμορφωθήκαμε από ένα στούντιο πρότζεκτ σε full μπάντα και κάναμε το μεγάλο μπαμ σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ειδικά κάποια live στην Ελλάδα έχουν μείνει αξέχαστα και μάλιστα αποτυπώθηκαν και σε dvd. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα πώς θα το πάρει αλλά όταν του το είπα ενθουσιάστηκε, καθώς νομίζω ότι του έχει λείψει και εκείνου η Ελλάδα και όσα ζήσαμε. Θα είναι ένα μοναδικό reunion αφού έτσι κι αλλιώς ο Apollo δεν είναι πλέον ιδιαίτερα ενεργός στη μουσική, νομίζω ότι κάνει ελάχιστα live κάθε χρόνο με μια τοπική μπάντα και αυτή είναι μια ευκαιρία να θυμηθεί τα παλιά.
Πέντε χρόνια μετά το restart που κάνατε ως Firewind, πόσο δικαιωμένος αισθάνεσαι από την επιλογή σου να ενεργοποιήσεις ξανά τη μπάντα και να αφήσεις την ασφάλεια του «hired gun»;
Δεν ήμουν ποτέ καλός στο να είμαι hired gun, να παίζω δηλαδή πράγματα που έχουν γράψει άλλοι, παρά το γεγονός ότι έχω κάποια πολύ αστραφτερά γαλόνια ως τέτοιος. Όμως δεν ένιωθα ποτέ ότι είμαι 100% ο εαυτός μου σε τέτοιες καταστάσεις, πάντα ήταν πιο σημαντικό για μένα να γράφω και να παίζω τη δική μου μουσική. Βέβαια, οι Firewind είχαν ήδη μια ιστορία και οι βάσεις ήταν γερές. Δεν σου κρύβω ότι το μεγαλύτερο λάθος μου ήταν όταν είχα απενεργοποιήσει την μπάντα για κάποια χρόνια και συγκεκριμένα από το 2013 έως το 2017. Ναι μεν είχα την ανάγκη να κάνω και κάποια άλλα πράγματα αλλά όταν οι Firewind ενεργοποιήθηκαν ξανά ήταν σαν να ξεκινούσαμε κατά κάποιον τρόπο από την αρχή. Ο κόσμος προχωράει, οι ήχοι και οι μόδες αλλάζουν και αν μείνεις έξω από το παιχνίδι κινδυνεύεις να σε ξεχάσουν. Και η μεγαλύτερη απόδειξη ήταν ότι όταν βγάλαμε το «Immortals» περιμέναμε ότι θα έπεφταν βροχή οι προτάσεις από τα μεγάλα φεστιβάλ αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να βγούμε στον δρόμο και να ξαναχτίσουμε το όνομά μας, να επανασυστηθούμε. Το γεγονός ότι σήμερα είμαστε ακόμα εδώ και μέσα στο παιχνίδι και μάλιστα μετά από μία πανδημία είναι σίγουρα μια δικαίωση.
Και φαντάζομαι ότι ήταν μεγάλο στοίχημα να αποκτήσετε και νέο κοινό.
Ακριβώς. Δουλέψαμε πολύ σκληρά για να ξαναφέρουμε τη μπάντα εκεί που είναι και να κερδίσουμε και νέους οπαδούς που μας έμαθαν μέσα από τα τελευταία άλμπουμ και στη συνέχεια ανακάλυψαν και τα πιο παλιά. Στην τελευταία περιοδεία που κάναμε με τους Sonata Arctica ερχόταν κόσμος και μας έλεγαν ότι δεν μας ήξεραν και έγιναν ακόλουθοι της μπάντας και είναι σίγουρο ότι πολλοί από αυτούς θα πάνε πίσω και θα ακούσουν όλο τον κατάλογό μας. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να δηλώνεις «παρών», να κυκλοφορείς νέα μουσική και να μην επαναπαύεσαι στις δάφνες του παρελθόντος. Δεν ξέρω πάντως πόσοι από εκείνους που μας άκουγαν στα πρώτα χρόνια είναι ακόμα εδώ, κάποιοι μπορεί να μην ακούνε όχι μόνο Firewind αλλά heavy metal γενικά.
Οι συναυλίες με τους Masterplan και τους Sunburst αποτελούν και μια πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση διαφορετικών κιθαριστικών γενεών. Αισθάνεσαι καθόλου ότι είσαι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον «παλιό» Roland Grapow και τον νέο Gus Drax;
Ωραία ερώτηση. Ναι, γιατί όχι; Ο Κώστας (σ.σ. o Gus Drax των Sunburst) είναι όντως μια γενιά μετά από εμένα και ο Roland είναι μία ίσως και δύο γενιές παλαιότερος, καθώς έρχεται από τα 80s. Οι Masterplan όμως είναι ένα γκρουπ της δικής μας γενιάς καθώς ξεκίνησαν την ίδια ακριβώς περίοδο με τους Firewind και από τις λίγες, πέρα από τα 4-5 μεγάλα ονόματα στο power metal, που είναι ακόμα δραστήριες τόσο δισκογραφικά όσο και συναυλιακά. Οι περισσότερες μπάντες που ξεπήδησαν στα 00s χάθηκαν, σκόρπισαν. Κι επειδή το πρώτο σκέλος της περιοδείας μας με τους Masterplan τον περασμένο Μάρτιο πήγε πάρα πολύ καλά, είπαμε να το επαναλάβουμε τώρα.
Πώς βλέπεις την power metal σκηνή σήμερα; Υπάρχει καθόλου φρεσκάδα σε έναν ήχο που πολλοί θεωρούν παρωχημένο;
Πάντα υπάρχουν εκείνοι που φέρνουν νέες ιδέες, αλλά και εκείνοι που αναμασούν τις παλιές, σε κάθε περίπτωση ο τελικός κριτής είναι ο κόσμος. Τα δύο πιο δυνατά ονόματα στον χώρο αυτό είναι οι Sabaton και οι Powerwolf που δεν είναι και τόσο του γούστου μου καθώς η μουσική τους είναι πιο εμβατηριακή αλλά βλέπεις ότι γεμίζουν αρένες.
Ίσως επειδή είναι πιο ενδιαφέρον να τους βλέπεις;
Το οπτικό concept είναι κάτι που μετράει πολύ σήμερα, όχι μόνο για το μελωδικό metal αλλά γενικά. Πολλά νέα συγκροτήματα αξιοποιούν από νωρίς την τεχνολογία, ή έχουν ένα ιδιαίτερο ντύσιμο για να τραβήξουν τα βλέμματα. Σε αντίθεση με τη δική μας εποχή αλλά και παλαιότερα που βασιζόμασταν μόνο στις ικανότητές μας, στις συνθέσεις μας και στην αυτοπεποίθηση που είχαμε ότι θα βγούμε στη σκηνή και θα τα σπάσουμε όλα φορώντας ένα σκισμένο τζιν και το πρώτο t-shirt που έβρισκες μπροστά σου.
Πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος που αντιμετωπίζεις εσύ ή που σε αντιμετωπίζει η μουσική βιομηχανία μετά το πέρασμά σου από τον Ozzy;
Υπήρχε πάντα ένας σεβασμός προς το πρόσωπό μου πριν ακόμα παίξω με τον Ozzy, αλλά και μετά. Νομίζω ότι σε αυτό παίζει ρόλο το γεγονός ότι είμαι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων που προτιμώ να μιλάω με τη μουσική μου και τις πράξεις μου χωρίς να προκαλώ κανέναν. Έκανα και κάνω καλά, πιστεύω, τη δουλειά μου ήσυχος στη γωνία και αυτό έχει εκτιμηθεί. Δεν πρόκειται να αλλάξω επειδή έγινα περισσότερο γνωστός, ή διάσημος αν θες. Ακόμα κι αν πάρω ένα Γκράμι ή αν με ξεχάσουν όλοι θα είμαι ο ίδιος.
Μιας και ανέφερες τα βραβεία, να φανταστώ ότι είδες την είσοδο του Ozzy στο Rock n roll Hall of Fame. Πιστεύεις κι εσύ ότι είναι κάτι που άργησε πολύ;
Αυτή είναι μια γενικότερη τακτική του Hall of Fame, να τους βάζουν όλους λίγο πριν τελειώσει ή αφού τελειώσει η καριέρα τους, κάποιοι μάλιστα μπαίνουν και μετά θάνατον. Έβλεπα την τελετή ζωντανά και είδα την είσοδο και του Peter Frampton και αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να τον βάζουν τώρα. Και αυτός σε καρέκλα καθόταν, όπως ο Ozzy που επίσης θα έπρεπε να έχει μπει εδώ και καιρό. Ήταν πάντως πολύ ωραίο αυτό που του έστησαν με όλους αυτούς τους καλεσμένους, ένας κι ένας ήταν πραγματικά. Μου άρεσε πάρα πολύ η αναφορά του στη συμβολή που είχε ο Randy Rhoads στην καριέρα του Ozzy (σ.σ. «αν δεν ήταν ο Randy το πιθανότερο είναι ότι δεν θα βρισκόμουν εδώ», είπε στον σύντομο λόγο του ο Ozzy) και απ’ ό,τι μου έλεγε ο ίδιος ήταν από τους μουσικούς που είχαν τη μεγαλύτερη υπομονή μαζί του στο ξεκίνημά του γιατί ο Ozzy δεν ήξερε μουσική και η βοήθεια αυτή ήταν πάρα πολύ σημαντική.
Μιας και πιάσαμε τους θρύλους, τι θυμάσαι περισσότερο από τις συναυλίες με τον Paul DiAnno; (η συνέντευξη έγινε λίγες μέρες μετά τον θάνατό του)
Θυμάμαι αφενός ότι είχαμε λιώσει στις πρόβες γιατί θέλαμε να βγει πολύ καλό το αποτέλεσμα μιας και ο Paul είχε να παίξει πολύ καιρό. Αφετέρου δεν σου κρύβω ότι το πρώτο live στην Αθήνα ήταν για μένα δύσκολο γιατί δεν ήμουν προετοιμασμένος για κάποια πράγματα. Οι επόμενες δύο μέρες βέβαια ήταν καλύτερες καθώς ο Paul εγκλιματίστηκε περισσότερο αλλά νομίζω ότι τελικά ο κόσμος ήταν αυτός που έδωσε πνοή σε αυτά τα live που είχαν πολλή νοσταλγία και συναισθηματική φόρτιση γενικότερα.
Έχεις συνεργαστεί και με τον Dickinson στο τελευταίο του άλμπουμ. Θυμάμαι ότι ξαφνιαστήκαμε όταν είδαμε το όνομά σου στα credits…
Ναι, ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό για κάποιο λόγο. Ήταν μια πρόταση που ήρθε μέσω του παραγωγού του Dickinson, του Roy Z, με τον οποίο είμαστε φίλοι πάνω από 20 χρόνια. Έχουμε συνεργαστεί σε ένα άλμπουμ του Rob Rock το 2003, περιοδεύσαμε μαζί το 2010 όταν εγώ ήμουν στον Ozzy και support ήταν ο Rob Halford με το συγκρότημά του στο οποίο ο Roy έπαιζε κιθάρα. Μου έστειλε ένα μήνυμα ενώ ήμουν σε περιοδεία με τους Firewind και μου είπε ότι ήθελε να παίξουμε μαζί το σόλο. Έστειλε τα αρχεία και καθώς δεν είχα καν πρόσβαση σε στούντιο, σε μια μέρα που είχαμε day off έκατσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και έγραψα το σόλο στο λάπτοπ του ηχολήπτη μας, έστειλα τα αρχεία πίσω και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Ωραία θα ήταν να σας βλέπαμε μαζί και στη σκηνή στην τελευταία του συναυλία στο Release…
Ναι, καλά θα ήταν αλλά τελικά ο Roy δεν πήγε καν στην περιοδεία. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να τον συναντούσα ξανά.
Κλείνοντας, τι συμβουλή θα έδινες στα νέα παιδιά που ξεκινούν να ασχολούνται με τη μουσική;
Να παίζουν μουσική για τους σωστούς λόγους, επειδή το αγαπάνε πραγματικά και όχι για να γίνουν viral γιατί αυτό είναι κάτι εφήμερο. Και εφόσον είναι σε κάποια μπάντα, να παίζουν ζωντανά. Μπορεί να έχει αλλάξει εντελώς το πλαίσιο σε σχέση με τότε που ξεκινούσαμε εμείς και όλα να γίνονται πλέον μέσα από ένα κινητό, αλλά η σημασία και η αξία του να βγαίνεις να παίζεις μπροστά σε κόσμο δεν θα αλλάξει ποτέ.
ΙΝFO
6/12 Θεσσαλονίκη (Principal Club Theater), 7/12 Αθήνα (Gagarin205), 8/12 Λάρισα (Circus)