Συνέντευξη με τον ερευνητή Ευάγγελο Χεκίμογλου με αφορμή την έκθεση «Θεσσαλονίκης εμπόριον 1870-1970»

Συνέντευξη με τον ερευνητή Ευάγγελο Χεκίμογλου με αφορμή την έκθεση «Θεσσαλονίκης εμπόριον 1870-1970»

Το 1870 είναι η χρονιά που η έως τότε περίκλειστη εντός των τειχών Θεσσαλονίκη αλλάζει όψη. 

Το θαλάσσιο τείχος κατεδαφίζεται και η πόλη ενώνεται με τη θάλασσα. Μέσα και έξω από τα τείχη ο Φραγκομαχαλάς και τα Λαδάδικα, οι δύο παράλληλες γεωγραφικές ζώνες του εμπορικού κέντρου –από τον 17ο αιώνα– που εξυπηρετούσε την κίνηση του λιμανιού έγιναν ένα. Μαζί με τον 20ό αιώνα η Θεσσαλονίκη υποδέχεται και το νέο λιμάνι της. Το τμήμα της πόλης που βρίσκεται βορειοανατολικά από το λιμάνι και νοτιοδυτικά από τη διασταύρωση της Εγνατίας με την οδό Βενιζέλου ορίζεται σήμερα ως το παλιό εμπορικό κέντρο της.

Η ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος, η πυρκαγιά του 1917, η ανοικοδόμηση, τα προσφυγικά ρεύματα και η μαζική εξόντωση των Εβραίων κατοίκων στο Ολοκαύτωμα είναι τα γεγονότα που άλλαξαν την πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης, επηρέασαν τις εμπορικές συνήθειες και μετέβαλαν το πλαίσιο των καθημερινών συναλλαγών. Απηχώντας την ατμόσφαιρα των αρχών του 20ού αιώνα, το εμπορικό κέντρο εξακολουθούσε μέχρι τη δεκαετία του 1970 να στηρίζεται στη μικρή επιχείρηση και την παραδοσιακή γεωγραφική κατανομή του εμπορίου και της βιοτεχνίας.

Ο Ερμής ο Κερδώος σε μια πολυπολιτισμική πόλη

Η έκθεση «Θεσσαλονίκης εμπόριον 1870-1970», που λειτουργεί στο κτίριο του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς στη Θεσσαλονίκη, βασίστηκε στη μελέτη που εκπόνησε ο ερευνητής Ευάγγελος Χεκίμογλου για την παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα της πόλης την εκατονταετία 1870-1970. Η μελέτη, από την οποία μαθαίνουμε πολλά για τα αόρατα πλέον στοιχεία της πόλης, παρουσιάζει την ιστορία του εμπορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης με τις διαδοχικές επαγγελματικές χρήσεις του, ρίχνοντας φως σε οκτώ δρόμους γύρω από δύο πλατείες, δύο εμπορικές γειτονιές και δύο αγορές και συγκεντρώνοντας στοιχεία για τον πολυπολιτισμικό και τον οικονομικό χαρακτήρα της πόλης όλα αυτά τα χρόνια.

Στους δρόμους γύρω από την πλατεία Ελευθερίας και την πλατεία Εμπορίου, από τα Λαδάδικα και τον Φραγκομαχαλά, την Αγορά Μοδιάνο και το Μπεζεστένι «δραστηριοποιήθηκαν 8.000 επιχειρήσεις που λειτούργησαν από το 1910 –τότε έχουμε τον πρώτο εμπορικό οδηγό– μέχρι και το 1980 που σταματά χρονολογικά η έρευνα» λέει στο Documento ο δρ Ευάγγελος Χεκίμογλου. Η προσέγγιση του θέματος έγινε με την ανάλυση των μητρώων των επιμελητηρίων και των εμπορικών οδηγών της πόλης και με τις συνεντεύξεις και τη συγκέντρωση υλικού από παλιούς εμπόρους.

Η χρονολογική αφήγηση της έκθεσης ξεκινάει από την κατεδάφιση του δυτικού θαλάσσιου τείχους. H συμβολική αυτή ημερομηνία, που αποτελεί τομή στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, συνδέεται με μια σειρά σημαντικών αλλαγών στη λειτουργία του λιμανιού και κατ’ επέκταση του εμπορίου δίνοντας εμπορική και οικονομική ώθηση στην πόλη. «Το θαλάσσιο τείχος της πόλης ήταν οικονομικό σύνορο. Πλέον παύουν να υπάρχουν πύλες» τονίζει ο ερευνητής.

Οι διάφορες συνήθειες και νοοτροπίες και η πληθυσμιακή πολυμορφία της πόλης καθόριζαν μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την καθημερινή εμπορική ζωή. Χριστιανοί, Εβραίοι, μουσουλμάνοι, Βούλγαροι, Αλβανοί και Αρμένιοι συναλλάσσονταν σε ποικίλες γλώσσες, στα ελληνικά, ισπανοεβραϊκά, ιταλικά, τουρκικά, σλαβικά και αλβανικά, αν και στην εμπορική αλληλογραφία κυριαρχούσαν τα γαλλικά. Επίσημη ημέρα αργίας δεν υπήρχε. Κάθε έμπορος ή βιοτέχνης έκλεινε το κατάστημά του τις ημέρες και ώρες που όριζε η θρησκεία του. Η αγορά δεν ήταν ποτέ κλειστή εξ ολοκλήρου.

Τρόφιμα, ενδύματα και υπηρεσίες αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του εμπορίου της πόλης. Στο παλιό εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης υπήρχε επαγγελματική εξειδίκευση σε κάθε δρόμο. Στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Αιγύπτου διακινούνταν ετησίως 700-1.000 τόνοι καφέ και 5.000 τόνοι ζάχαρη. Η χονδρική αγορά αλίπαστων ειδών ήδη από τον 19ο αιώνα βρισκόταν στην οδό Κατούνη – 1.000 τόνοι εισάγονταν ετησίως από την κοντινή αποβάθρα. Στην οδό Ολυμπίου Διαμαντή η αγορά δερμάτων λειτουργούσε μέχρι τον πόλεμο. Τα Λαδάδικα, η συνοικία όπου γινόταν το εμπόριο του λαδιού, ήταν και η γειτονιά των βυρσοδεψείων.

Είσαι στην ΕΟΚ, μάθε για την ΕΟΚ

Το παλιό εμπορικό κέντρο ενσωμάτωσε σταδιακά άλλες χρήσεις και δραστηριότητας που διαφοροποίησαν τον αρχικό χαρακτήρα του. Σήμερα σώζονται κάποιες από τις παλιές λειτουργίες του, έχει όμως πολύ διαφορετική εικόνα. «Το βέβαιο είναι ότι η σημερινή πόλη δεν μπορεί να θεωρηθεί γραμμικός απόγονος της Θεσσαλονίκης του 1870. Εχουμε πολλές μεταβολές και το μόνο μέρος που παρουσιάζει μια μικρή αντιστοιχία με το παρελθόν είναι το παλιό εμπορικό κέντρο. Από την άλλη, η παρακμή ενός επαγγέλματος, η παρακμή μιας λειτουργίας του εμπορικού κέντρου αποτελεί ταυτόχρονα και παρακμή ενός δρόμου» υποστηρίζει ο κ. Χεκίμογλου.

Κάποιοι δρόμοι του εμπορικού κέντρου που άλλοτε έσφυζαν από ζωή σήμερα έχουν ερημώσει. Κατά την περιήγηση στην έκθεση τους αναγνωρίζεις, ενώ παρατηρείς στοιχεία που δεν υπάρχουν σήμερα αλλά αναδεικνύονται στη μελέτη. Ενα παράδειγμα –στην πραγματικότητα ένα καλά κρυμμένο μυστικό του παρελθόντος– είναι η οδός Αγίου Μηνά, ο δρόμος των ραφτάδων και των καταστημάτων με υφάσματα από το 1925 μέχρι τη δεκαετία του ’70. «Αν αναρωτιέστε από τι αντικαταστάθηκαν η απάντηση είναι από τίποτε! Τη θέση των ραφτάδων δεν την πήρε κανένας. Εχουμε κτίρια κουφάρια. Εξαίρεση αποτελεί μόνο ένα που απέμεινε» λέει ο κ. Χεκίμογλου. «Η μόνη νέα δραστηριότητα είναι η εστίαση –και μόνο στα ισόγεια των κτιρίων–, κάτι που συμβαίνει σε όλη την Ελλάδα. Δεν μπορεί να πει κανείς όμως ότι ξαναζεί ένας εμπορικός δρόμος επειδή δημιουργούνται χώροι εστίασης» συμπληρώνει κατηγορηματικά. Επίσης, η Φράγκων που προπολεμικά ήταν η οδός των διαμεσολαβητικών επαγγελμάτων, παραγγελιοδόχων και πρακτόρων «στα χαρτιά μας τη δεκαετία του ’70 είναι ένας δρόμος που ακμάζει, γεμάτος βιοτεχνίες ενδυμάτων. Επαψαν όμως να υπάρχουν όταν καταργήθηκαν οι δασμοί και σήμερα είναι έρημος δρόμος. Οι αλλαγές στις πόλεις, η αχρήστευση δρόμων, τα ανοίκιαστα καταστήματα και οι άνεργοι που αφήνουν πίσω τους σήμερα δεν συνέβησαν ως διά μαγείας. Επενεργούν γεωγραφικοί, λειτουργικοί και οικονομικοί παράγοντες, σαν αυτούς που προσπαθεί να αναδείξει η έκθεση».

Η μελέτη του Ευάγγελου Χεκίμογλου φτάνει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, λίγο πριν από την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η νεότερη μεγάλη τομή στην ιστορία του παλιού εμπορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. «Από το 1981 και μετά παύουν να υπάρχουν δασμοί και καταρρέουν τα πάντα σε σχέση με την παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα της πόλης. Αλλαξε η δομή της παραγωγής και του εμπορίου με βασικό, κατά τη γνώμη μου, παράγοντα την αλλαγή στους δασμούς. Για παράδειγμα τα έτοιμα ενδύματα χωρίς δασμούς είναι φτηνότερα, ενώ μέχρι και τη δεκαετία του ’70 το εισαγόμενο ένδυμα είχε τόσο υψηλό δασμό που δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί αυτό που έραβε ο ράφτης ή η ελληνική βιοτεχνία».

Τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της εκατονταετίας που μελέτησε ο Ευάγγελος Χεκίμογλου –μια επιλογή αυτής της μελέτης παρουσιάζεται στην τρέχουσα έκθεση–

κατεδαφίζονται τείχη. Το 1870 είναι πραγματικά τείχη, το 1980 είναι δασμολογικά.

«Τα τείχη είναι πάντοτε κάτι που μας αποκλείει από τον έξω κόσμο αλλά και κάτι που μας προστατεύει» σχολιάζει ο ερευνητής, ο οποίος δίνει μεγάλη έμφαση στην κατάργηση των δασμών. «Εργάζομαι από το 1971 και έχω ζήσει δύο ζωές, σε μια Ελλάδα των δασμών και σε μια Ελλάδα χωρίς δασμούς. Σας διαβεβαιώνω ότι η πρώτη ήταν πολύ καλύτερη και ασφαλέστερη. Σήμερα είμαστε σε μια κατάσταση ειδωλολατρίας της ελεύθερης αγοράς, του ανοιχτού εμπορίου και της κατάργησης των δασμών και των τελωνείων, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας ότι αυτό σημαίνει ταυτόχρονα και καταστροφή της οικονομικής δομής».

Info

Η έκθεση «Θεσσαλονίκης εμπόριον 1870-1970» πραγματοποιείται στο Συνεδριακό Κέντρο Τράπεζας Πειραιώς (Κατούνη 12-14, Λαδάδικα) και θα διαρκέσει έως τις 31 Μαρτίου 2018 

Ετικέτες

Documento Newsletter