Συνέδρια για συνεδρίες

Με την εκλογή προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ θα λήξει το συνεδριακό δίμηνο των τριών μεγάλων κομμάτων. Oλα τους είχαν τις ιδιότητες του νερού: άγευστα, άχρωμα και άοσμα – και κυρίως αδιάφορα για τους πολίτες. Αν ήταν φυσικά πρόσωπα και ξάπλωναν στο ντιβάνι, η διάγνωση του ψυχαναλυτή θα ήταν ότι πρόκειται για ναρκισσιστικές οντότητες στα όρια του αυτισμού. Βρήκαν μάλιστα την ευκαιρία να ξεθάψουν παλιά ατομικά τραύματα, να αναλωθούν σε «οικογενειακούς» καβγάδες και να ακονίσουν μαχαίρια, όμως μάλλον σουγιαδάκια παρά μεγάλα κουζινομάχαιρα. Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές θα έλεγε κανείς ότι ήταν περισσότερο άτυπες προεκλογικές φιέστες παρά ιδεολογικά ξεκαθαρίσματα.

Την αρχή έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το μόνο καινούργιο που κόμισε ήταν η διαφάνεια της όλης διαδικασίας, αφού κάποιος μπορούσε να την παρακολουθήσει διαδικτυακά χωρίς να παρίσταται. Κατά τα άλλα, θύμιζε τις μεταπολιτευτικές συνελεύσεις των φοιτητικών νεολαιών. Στα ντουμανιασμένα αμφιθέατρα ο χρόνος που αφιερωνόταν στις ενστάσεις επί του διαδικαστικού ή τις δευτερολογίες επί του προσωπικού ήταν σαφώς μεγαλύτερος από τη διατύπωση πολιτικών θέσεων. Οι σύνεδροι λοιπόν ξόδεψαν τις δυνάμεις τους στον τρόπο ψηφοφορίας και εκλογής προέδρου και στο καταστατικό. Η Ομπρέλα εκτός από ακέφαλη υπήρξε και άσφαιρη. Η παρέμβαση Τσακαλώτου κάτω από αποδοκιμασίες επί της ουσίας ενίσχυσε την τωρινή ηγεσία, την οποία κανένας δεν τόλμησε να αμφισβητήσει στα ίσα. Οι αιτιάσεις του Φίλη για τον στόχο του κυβερνητισμού, ρομαντικές μεν, άστοχες δε. Μα ποιος είναι τότε ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Μόνο η κριτική και μερικές εναλλακτικές προτάσεις που δεν θα πραγματωθούν ποτέ αν δεν γίνει κυβέρνηση;

Αντίθετα, στη ΝΔ οι εντάσεις, φανερές ή υπόκωφες, εκδηλώθηκαν κυρίως από τον Σαμαρά. Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια της κόντρας του Μητσοτακέικου με τον Σαμαρά, ο οποίος βέβαια επανέλαβε τετριμμένα πράγματα για τα εθνικά θέματα και τον ξεχασμένο πατριωτισμό. Οι φόβοι του μήπως πάρει τη ΝΔ το Ποτάμι δεν θα επαληθευτούν. Σημασία δεν έχει τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις αλλά η προστασία της από τον Αγιο Παΐσιο. Ο Μητσοτάκης, καλά δασκαλεμένος, το πέταξε το φαρμάκι του στον χρόνιο εχθρό του, αλλά το δίλημμα «αυτοδυναμία ή χάος» δεν αποτελεί μόνο ένδειξη πανικού ή προσπάθεια συσπείρωσης αλλά υποκρύπτει και την τάση του για ηγεμονισμό, που εξάλλου φάνηκε και από τη σημειολογική χωροταξία. Μίλησε στη μέση του κύκλου, σαν να λέμε στο κέντρο του σύμπαντος, για να αντηχούν πανταχόθεν οι κλακαδόροι.

Οσο για το νυν ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, αφού διέπραξε για ένα διάστημα την «πατροκτονία», ιδιοτελή λόγω χρεών, επανήλθε στην αγκαλιά του πράσινου ήλιου.

Συνοψίζοντας, κανένα από τα παραπάνω συνέδρια δεν παρήγαγε πολιτική. Ούτε καν ειλικρινή αυτοκριτική, παρά μόνο κατηγορίες κατά των αντιπάλων, με χαρακτηριστικότερη τη γελοία δήλωση του Εξαδάχτυλου ότι για τους νεκρούς της πανδημίας φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Οι πολίτες φυσικά, με το αβέβαιο μέλλον και την ακρίβεια να τους ροκανίζει το πενιχρό εισόδημα, ταυτίζονται με τους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού:

Οταν ακούω σάλπιγγες και θούρια λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία για νόμους ευαγγέλια, για μια ζωή με τάξη όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.

H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης