Συνάντηση με τον διευθύνοντα σύμβουλο της ΕΤΕ Π. Μυλωνά είχαν την Πέμπτη ο Αλέκος Φλαμπουράρης, βουλευτής Επικρατείας και επικεφαλής του Χρηματοπιστωτικού τομέα της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και ο Βαγγέλης Πιλάλης, συντονιστής της ομάδας Χρηματοπιστωτικού του τμήματος Οικονομικής Πολιτικής, με θέμα την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Ο Αλέκος Φλαμπουράρης εξέφρασε τη ριζική αντίθεσή του με το προωθούμενο σχέδιο πώλησης της εταιρείας, υπογραμμίζοντας τη διαφωνία του με τη διαδικασία που κατέληξε στην επιλογή ενός μόνο ενδιαφερόμενου, που κατέθεσε ιδιαίτερα χαμηλό προσφερόμενο τίμημα.
Ζήτησε την εξεύρεση άλλης λύσης, όπως η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο που θα διασφαλίζει τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου, των μετόχων, των ασφαλισμένων, των εργαζόμενων και των συνεργατών της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Ο κ. Φλαμπουράρης επέδωσε υπόμνημα με τις αναλυτικές θέσεις του κόμματος για το θέμα.
Ακολουθεί το υπόμνημα:
Αθήνα, 04 Μαρτίου 2021
Προς
Πρόεδρο Εθνικής Τράπεζας: κ. Κ. Μιχαηλίδη
Διευθύνοντα Σύμβουλο Εθνικής Τράπεζας: κ. Π. Μυλωνά
Κοιν.: Μέλη ΔΣ της ΕΤΕ
ΘΕΜΑ: ΥΠΟΜΝΗΜΑ
«Πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής»
Αξιότιμοι κ.κ.,
Η επιλογή της Διοίκησής σας για πώληση του 80% – 90% της θυγατρικής της ΕΤΕ, της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ, μας βρίσκει ριζικά αντίθετους.
Θεωρούμε ότι η προστασία των συμφερόντων της ΕΤΕ, και κατ’ επέκταση των κεφαλαίων που διέθεσε το Ελληνικό Δημόσιο στο Πιστωτικό σας Ίδρυμα, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που αποτελεί τον κύριο μέτοχό σας, επιβάλλει την εξεύρεση άλλης λύσης που θα βελτιστοποιεί το τίμημα και δεν θα απεμπολεί το δικαίωμα συμμετοχής της σε υψηλά δυνητικά κέρδη.
Οι λόγοι της αντίθεσής μας αναλύονται παρακάτω ως εξής:
1. Η καλή εν γένει εικόνα χρηματοοικονομικής διάρθρωσης της ΕΤΕ, με βάση την πώληση στοιχείων του ενεργητικού της, καθώς και τα κατατιθέμενα πλάνα αναδιάρθρωσης, δεν θα έπρεπε να προχωρήσει στην πώληση της Εθν. Ασφαλιστικής, με αυτή τη διαδικασία, ενός τόσο στρατηγικά σημαντικού και κερδοφόρου στοιχείου του ενεργητικού της.
2. Μετά από πολυετείς διαδικασίες, κατά τη διάρκεια των οποίων εκδηλώθηκαν προθέσεις για προσφορά σημαντικά υψηλότερων από της σημερινής προσφορών, και μετά την λήψη συνεχών παρατάσεων, η ΕΤΕ διαπραγματεύεται επί σχεδόν 1,5 έτος με έναν μόνο ενδιαφερόμενο (CVC).
3. Το φερόμενο, σύμφωνα με πληροφορίες, προσφερόμενο τίμημα είναι ιδιαίτερα χαμηλό (προσδιορίζεται περίπου 390 εκατ. € για το 80%) και διαμορφώνει μια αξία για το σύνολο της εταιρίας πολύ κάτω από το 50 % της πραγματικής της αξίας.
4. Τα ιδιαίτερα θετικά οικονομικά στοιχεία της εταιρίας, οι 1000 εργαζόμενο, οι 1900 αποκλειστικοί συνεργάτες, οι 1.000.000 πολίτες που ασφαλίζει, η ιστορία της (από το 1891), η επιτυχημένη διαχρονική πορεία της, η μελλοντική ανάπτυξή της και κερδοφορία της είναι χαρακτηριστικά στοιχεία για την πραγματική αποτίμηση της ΑΞΙΑΣ της.
5. Το γεγονός ότι η εταιρία PWC, είναι ορισμένος εξωτερικός ελεγκτής της Εθνικής Ασφαλιστικής και χρησιμοποιείται ταυτόχρονα ως σύμβουλος από τον υποψήφιο επενδυτή CVC CapitalPartners (privateequityfund), δημιουργούν τεράστια ερωτηματικά για τον χειρισμό όλης της διαδικασίας διαπραγμάτευσης.
Συγκεκριμένα, η PWC, ως ελεγκτής, καθόρισε την αξία της Εθνικής Ασφαλιστικής σε 1,08 δις € και ως σύμβουλος πώλησης της ΕΤΕ υπέδειξε, και η ΕΤΕ προχώρησε άμεσα σε λογιστικό χειρισμό υποεκτίμησης της θυγατρικής της, της τάξης των €450 – 500 εκατ.
Μάλιστα όπως «ακούγεται» ο επενδυτής προσφέρει για το 80% των μετοχών της Εθν. Ασφαλιστικής μόνο €400 εκατ. και μάλιστα με “διαπραγματευόμενες” ρήτρες/αιρεσιμότητες που με μαθηματική ακρίβεια θα αποβούν επιζήμιες για την αποεπενδύουσα ΕΤΕ.
6. Επιπρόσθετα όλο αυτό το διάστημα δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική διαβούλευση με τον σύλλογο των εργαζομένων για την ενημέρωσή τους όσο αφορά το εργασιακό τους μέλλον, παρότι ζητήθηκε ακόμη και με δικαστικά έγγραφα. Ομοίως καμιά διαβούλευση με τους χιλιάδες αποκλειστικούς συνεργάτες της εταιρίας.
7. Είναι σαφές από τα ανωτέρω ότι στην διαφαινόμενη “πώληση” παραβιάζονται θεμελιώδεις κανόνες που σχετίζονται με την εποπτική ανοχή, την αξιοπιστία της αγοράς, την χρηστή εταιρική διακυβέρνηση, το δημόσιο συμφέρον και θα πρέπει να υπάρξουν πειστικές εξηγήσεις για την επιλογή να προχωρήσει αυτή η διαδικασία και μάλιστα εντός ενός υγειονομικά και οικονομικά «επισφαλούς» περιβάλλοντος.
8. Η αγορά μεγάλων ιδιωτικών μονάδων υγείας (Metropolitan, Υγεία, Μητέρα, Ιασώ General, Λητώ, CretaInterClinic) τα τελευταία έτη από τον ίδιο αγοραστή, σε συνδυασμό με απόκτηση της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας της χώρας (με χιλιάδες συμβόλαια υγείας, περίπου το 25% της σχετικής αγοράς) δημιουργεί αντικειμενικούς κινδύνους για πρόκληση εναρμονισμένων πρακτικών που αντιτίθενται στις αρχές του ανταγωνισμού.
9. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας και κυρίως η συνήθης οικονομική συμπεριφορά ανάλογων Funds ενισχύει τον κίνδυνο διαφυγής του μεγαλύτερου τμήματος των αποθεματικών σε επενδύσεις εκτός της Εθνικής Οικονομίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής δεν πρέπει να προχωρήσει, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο που η υγειονομική κρίση λόγω της πανδημίας στην Ευρώπη και τη χώρα μας, έχει επιφέρει τραγικές επιπτώσεις και στην οικονομία.
Η κυβέρνηση, το ΤΧΣ, η Τράπεζα της Ελλάδος και η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, οφείλουν να αναζητήσουν την καλύτερη δυνατή λύση για την πορεία της ΕΑ που έχει τεράστια σημασία για την Εθνική οικονομία, τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου, των μετόχων, των ασφαλισμένων, των εργαζόμενων και των συνεργατών, αφού εξεταστούν όλες οι εναλλακτικές λύσεις.
Ήδη μία εξ αυτών έχει εγκριθεί και από την DGcomp και από όσο γνωρίζουμε δεν βρίσκει αντίθετους και τους εργαζόμενους της εταιρίας. Είναι αυτή της δημόσιας προσφοράς μέσω εισαγωγής της ΕΑ στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Μια τέτοια ή παρόμοια λύση δίνει την δυνατότητα σε ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές να συμμετάσχουν στη διαδικασία με κανόνες διαφάνειας και ισότιμης μεταχείρισης, ακόμα και στην περίπτωση συμμετοχής τυχόν στρατηγικού επενδυτή.