Αποτελεί πρόκληση προς τον κόσμο της εργασίας η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη μες στην πανδημία, με περιοριστικά μέτρα στη μετακίνηση και ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων να βρίσκεται σε αναστολή σύμβασης εργασίας και υποχρεωτική τηλεργασία, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα συλλογικής διαβούλευσης και κινητοποίησης, να δηλώνει ότι θα φέρει για ψήφιση νομοσχέδιο για τα εργασιακά, το οποίο θα αποτελεί, με βάση τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, ρήξη με «κατεστημένες αντιλήψεις που καθηλώνουν την οικονομία» και ότι «…η κυβέρνηση με αυτό τον νόμο κοιτάζει στα ματιά την πραγματικότητα στην αγορά εργασίας. Ανοίγει τα αυτιά της στην αλήθεια και συνομιλεί με τον υπαρκτό κόσμο της εργασίας και όχι με ένα φάντασμα που έρχεται από το παρελθόν…».
Κατεστημένη αντίληψη και φάντασμα από το παρελθόν είναι για τον κ. Μητσοτάκη το οκτάωρο, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ο νόμος- ορόσημο της μεταπολίτευσης 1264/82, ο οποίος ρύθμισε με πρωτοποριακό τρόπο το εργασιακό περιβάλλον και ούτε οι δανειστές την περίοδο των σκληρών μνημονιακών χρόνων δεν μπόρεσαν να επιβάλουν την κατάργηση των βασικών διατάξεών του.
Η κυβέρνηση της ΝΔ είναι έτοιμη να ισοπεδώσει ό,τι απέμεινε από το εργασιακό δίκαιο την περίοδο των μνημονίων και τη νομοθέτηση που έχει κάνει το διάστημα που κυβερνά, υλοποιώντας τα διαχρονικά αιτήματα του ΣΕΒ και των συμφερόντων που τη στηρίζουν.
Θέλει να καταργήσει το οκτάωρο οχυρωμένη πίσω από μια παρωχημένη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία, σύμφωνα με την οποία η παραγωγικότητα μιας επιχείρησης συνδέεται άμεσα με τον χρόνο που εργάζονται οι εργαζόμενοι.
Πρόκειται για αντίληψη που χάνει έδαφος σε όλο τον πλανήτη.
Καθώς η νέα οικονομία και η τεχνολογία αυξάνουν τις δυνατότητες για εργασία, εντείνεται σταδιακά ο διάλογος για την υιοθέτηση μειωμένου ωραρίου εργασίας. Στην κατεύθυνση αυτή οδηγούνται κυβερνήσεις λαμβάνοντας υπόψη και τις συνθήκες που διαμορφώνει η πανδημία.
Συνοπτικά ο πυρήνας των παρεμβάσεων που προβλέπει το νομοσχέδιο-νεκροθάφτης των εργασιακών δικαιωμάτων, με βάση τις διαρροές, είναι:
– Κατάργηση του οκταώρου μέσω της πληρωμής των υπερωριών σε «λιγότερες ώρες εργασίας» σε επόμενο χρονικό διάστημα.
– Καθιέρωση ψηφιακής κάρτας στην τηλεργασία.
– Διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομικές συμβάσεις.
– Απασχόληση και τα Σαββατοκύριακα σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας.
– Εξίσωση και αύξηση υπερωριών έως και 150 τον χρόνο σε υπηρεσίες και βιομηχανία.
– Μητρώα μελών στα συνδικάτα. – Με ηλεκτρονικές ψηφοφορίες οι αποφάσεις για απεργίες.
– 40% προσωπικό ασφαλείας, το οποίο αχρηστεύει οποιαδήποτε προσπάθεια απεργιακής κινητοποίησης.
– Ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης.
Και αν όλα τα παραπάνω συνιστούν υλοποίηση των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις οποίες κάθε έννοια ρύθμισης και συλλογικής διαπραγμάτευσης είναι αχρείαστη και το μέλλον –ειδικότερα για τη νέα γενιά του κόσμου της εργασίας– είναι η εργασιακή ζούγκλα, χωρίς κανόνες και συνδικαλιστικές ελευθερίες, η σύνδεση του νομοσχεδίου με το Ταμείο Ανάκαμψης, αναγορεύοντάς το σε προαπαιτούμενο μνημονιακής λογικής για την εκταμίευση των πόρων του, συνιστά πλήγμα στον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας στον βαθμό που δεσμεύει και τις μελλοντικές κυβερνήσεις.
Η προάσπιση της εργασίας και των εργατικών δικαιωμάτων αφορά την κοινωνική πλειονότητα, τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, κάθε μορφή εργασίας και φυσικά τους νέους ανθρώπους και το μέλλον τους. Σε αυτές τις συνθήκες η υπέρβαση της παραταξιακής διαμάχης για επιμέρους διαφορές μπροστά στη μεγάλη μάχη για την υπεράσπιση κατακτήσεων ενός αιώνα εργατικών αγώνων είναι μονόδρομος.
Είναι αναγκαία όσο ποτέ η μετωπική συμπόρευση όλων των δυνάμεων που έχουν επιλέξει την προάσπιση του κόσμου της εργασίας, ώστε η άμυνα απέναντι στους παρωχημένους νεοφιλελευθέρους κυβερνητικούς σχεδιασμούς να γίνει αποτελεσματική.
Κάθε άλλη επιλογή θα στέκεται απέναντι στα συμφέροντα των εργαζομένων και θα κριθεί αυστηρά.
Ο Χρήστος Γρίβας είναι αντιπρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ και πρόεδρος του Νομαρχιακού Τμήματος Ιωαννίνων της ΑΔΕΔΥ