Ζούμε σε ένα σύμπαν απίστευτης πολυπλοκότητας και ποικιλόμορφης δομής. Σε ένα σύμπαν που «διασκεδάζει» να διαφοροποιείται όλο και περισσότερο. Σε ένα σύμπαν που «επέλεξε» μέσα από το σπάσιμο των αρχικών συμμετριών του να μην είναι άγονο και ζοφερό, που δείχνει την «προτίμησή» του στο χρήσιμα ακανόνιστο, το μη λείο, το μη στρογγυλοποιημένο, αλλά όχι στο αυθαίρετο.
Και το ερώτημα αναδύεται αβίαστα. Τύχη ή αναγκαιότητα; Ή ο άνθρωπος εμφανίστηκε τυχαία σε ένα σύμπαν χωρίς νόημα, που του είναι εντελώς αδιάφορο, ή ο ερχομός του είχε προγραμματιστεί εξαρχής για να δώσει ένα νόημα στο σύμπαν κατανοώντας το.
Είναι φανερό ότι όσο «μεταφυσικό» (δεν μου αρέσει ο όρος, αλλά ας τον χρησιμοποιήσουμε χάριν οικονομίας) μπορεί να χαρακτηρίσει κάποιος το δεύτερο, άλλο τόσο μπορεί να χαρακτηρίσει και το πρώτο.
Στην υπόθεση της τύχης η εξαιρετικά ακριβής ρύθμιση των φυσικών νόμων και των αρχικών συνθηκών προκειμένου να εμφανιστεί η συνείδηση αυτή εξηγείται με την ύπαρξη των παράλληλων συμπάντων.
Τα παράλληλα αυτά σύμπαντα (αν φυσικά υπάρχουν) θα έκρυβαν όλους τους πιθανούς συνδυασμούς των φυσικών νόμων και αρχικών συνθηκών. Στη συντριπτική τους πλειονότητα θα ήταν άγονα και δεν θα φιλοξενούσαν ζωή ή συνείδηση. Εκτός από το δικό μας, που κατά τύχη θα είχε τον τυχερό συνδυασμό και θα κέρδιζε εμάς σαν δώρο! Πολλοί διακεκριμένοι επιστήμονες απορρίπτουν την υπόθεση των παράλληλων συμπάντων και το τυχαίο που απορρέει από αυτήν. Κατ’ αυτούς, αυτό αντιτίθεται και στην αρχή της οικονομίας: γιατί να υπάρχουν άπειρα, άγονα σύμπαντα για να προκύψει ένα μόνο που να έχει συνείδηση του εαυτού του. Από την άλλη, το να δεχτούμε την ύπαρξη άπειρων παράλληλων συμπάντων, που όλα τους είναι απρόσιτα και συνεπώς μη επαληθεύσιμα, δεν συμφωνεί με την επιστημονική μέθοδο. Η επιστήμη μεταξύ άλλων βασίζεται και στην εμπειρία και την επαλήθευση. Χωρίς αυτά τα θεμέλια γρήγορα θα χανόταν στα μονοπάτια της «μεταφυσικής».
Αλλοι πάλι απορρίπτουν την υπόθεση της τύχης επειδή, εκτός από την απελπισία και την απουσία νοήματος που φέρνει μαζί της, δεν μπορούν να δεχτούν ότι η συμμετρία, η ενότητα και η ομορφιά του κόσμου και όλοι αυτοί οι ιδιοφυείς και κομψοί νόμοι της φύσης αποτελούν προϊόν απλώς και μόνο τύχης. Αν δεχτούμε την υπόθεση ενός και μόνου σύμπαντος, του δικού μας, ίσως θα πρέπει να δεχτούμε αξιωματικά την ύπαρξη μιας Πρώτης Αιτίας. Ας μην παραξενεύει αυτό. Οσο «μεταφυσικό» ακούγεται αυτό, άλλο τόσο «μεταφυσική» ακούγεται και η ύπαρξη παράλληλων συμπάντων.
Η επιστήμη παρ’ όλα αυτά δεν θα μπορέσει ποτέ, κατά την άποψή μου και όχι μόνο, να διακρίνει ανάμεσα σε αυτές τις δύο πιθανότητες. Ποτέ δεν θα μπορέσει να φτάσει στο τέρμα της διαδρομής. Το «μαγικό» αποτέλεσμα της μη πληρότητας του διάσημου Αυστριακού μαθηματικού Κουρτ Γκέντελ (Kurt Gödel, 1906-78), σύμφωνα με τον οποίο κανένα λογικό σύστημα δεν είναι πλήρες και πάντα θα υπάρχουν προτάσεις που θα είναι αληθείς αλλά όχι αποδείξιμες, μας έδειξε ποια είναι τα όρια του ορθού λόγου, θέτοντας τέρμα όχι στον ορθολογισμό αλλά στη δικτατορία του ορθολογισμού και στον επιστημονικό μεσσιανισμό. Επομένως δεν είναι κακό να δεχτούμε και άλλους τρόπους γνώσης, όπως για παράδειγμα την πίστη ή και το βίωμα, πάντα βέβαια με τη συνδρομή των αποκαλύψεων της σύγχρονης επιστήμης. Σε κάθε περίπτωση όμως ένα πράγμα είναι σίγουρο: το σύμπαν δεν μας είναι πλέον απόμακρο και ξένο, αλλά οικείο και κοντινό.
*Ο Δρ. Αντώνιος Α. Αντωνίου είναι αστροφυσικός, Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου- Κατεύθυνση Φυσικών Επιστημών και Εφαρμοσμένων Μαθηματικών