Συμφωνία των Πρεσπών: Το χρόνιο ζήτημα που κρύβαμε κάτω από το χαλάκι

Η γένεση και η ανάπτυξη του μακεδονικού, από την εξέγερση του Ιλιντεν έως την απόπειρα παγίδευσης του ΕΛΑΣ το 1943

του Σπύρου Κουζινόπουλου

Πολλά γράφονται και λέγονται τελευταία σχετικά με το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα και οι πατριδοκάπηλες κραυγές δεν έχουν τέλος. Προσωπικά πιστεύουμε ότι η συμφωνία των Πρεσπών, παρά κάποια αδύνατα σημεία της, ξεδοντιάζει τον αλυτρωτισμό που επί δεκαετίες αναπτυσσόταν από εξτρεμιστικά στοιχεία στα βόρεια σύνορα της χώρας μας. Για να τεκμηριώσουμε την άποψη αυτή παραθέτουμε στη συνέχεια κάποια στοιχεία από το βιβλίο μας «Τα παρασκήνια του μακεδονικού ζητήματος», που δημοσιευόταν σε συνέχειες στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» πριν από περίπου τρεις δεκαετίες, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη εδώ και μία δεκαετία και θεωρούμε ότι είναι τόσο επίκαιρο στις μέρες μας σαν να γράφτηκε μόλις χτες.

Η γένεση του προβλήματος

Η προσπάθεια δημιουργίας εθνικής μακεδονικής συνείδησης ξεκινά με την επανάσταση του Ιλιντεν την ημέρα του Προφήτη Ηλία, 2 Αυγούστου 1903, στη βορειοδυτική Μακεδονία, από την αυτονομιστική οργάνωση Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με το σύνθημα «Η Μακεδονία για τους Μακεδόνες». Η οργάνωση, με αρχικά VMRO, είχε ιδρυθεί στις 23 Οκτωβρίου 1893 στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι του Χρίστο Μπαταντζίεφ, από τέσσερις Βούλγαρους που κατοικούσαν στην πόλη.

Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Χένρι Μπρέλσφορντ, το Ιλιντεν ήταν η πρώτη οργανωμένη απόπειρα του βουλγαρικού στοιχείου στη Μακεδονία και τη Θράκη, που οδήγησε πέντε χρόνια αργότερα, το 1908, στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας. Σήμερα αυτή η επανάσταση γιορτάζεται στη γειτονική χώρα ως εθνική επέτειος. Ομως το τραγελαφικό στην περίπτωση είναι ότι οι μεν Σκοπιανοί τιμούν τους επαναστάτες του 1903 ως «Μακεδόνες», οι δε Βούλγαροι τους τιμούν ως Βούλγαρους.

Τρόμος και «Βαρκάρηδες»

Στο πλαίσιο εκείνων των αυτονομιστικών ενεργειών, τέσσερις μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1903, μια εθνικιστική ομάδα νεαρών Βουλγάρων με την επωνυμία Γεμιτζήδες («Βαρκάρηδες») είχε εξαπολύσει σειρά τρομοκρατικών βομβιστικών επιθέσεων στη Θεσσαλονίκη. Οπως στο γαλλικό επιβατηγό πλοίο «Γκουανταλκιβίρ» αλλά και κατά του εργοστασίου φωταερίου καθώς και κατά ελληνικών καταστημάτων της πόλης, με αποκορύφωμα την ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας και της παραπλήσιας Γερμανικής Λέσχης.

Εκείνη την εποχή η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη κάτω από την επίδραση της ήττας του 1897. Στην πολιτική κυριαρχούσαν το κομματικό συμφέρον και ο τυφλός φανατισμός. Οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, αλλά χωρίς πρόγραμμα και χωρίς σαφή εσωτερική ή εξωτερική πολιτική, ενώ ο στρατός παρουσίαζε εικόνα πλήρους αποσύνθεσης.

Ολη εκείνη η αυτονομιστική δραστηριότητα ατόνησε τα επόμενα χρόνια χάρη στη σθεναρή ελληνική απόκρουσή της με τον Μακεδονικό Αγώνα αλλά και τη ριζική ανατροπή του χάρτη της περιοχής μετά την απελευθέρωση των εδαφών της βόρειας Ελλάδας και τους Βαλκανικούς πολέμους που οδήγησαν στην ανταλλαγή των πληθυσμών.

Αδράνεια για 75 χρόνια

Για περίπου τρία τέταρτα του αιώνα υπήρχε σχεδόν πλήρης αδράνεια της ελληνικής πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας στο μακεδονικό ζήτημα, καθώς θέση όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων ήταν ότι πρόκειται για ανύπαρκτο ζήτημα. Οπως πολύ εύστοχα παρατηρούσε ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος κατά την ομιλία του στο 57ο συνέδριο της Παμμακεδονικής Ενωσης Αμερικής τον Ιούλιο του 2003 στη Βοστόνη, όπου ήμουν παρών, από τα περίπου 800 βιβλία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ που εμπεριέχουν το λήμμα «Μακεδονία» ή «Μακεδονικό», περισσότερα από 720 στηρίζονται σε πηγές της πΓΔΜ και ελάχιστα σε ελληνικές.

Το σοκ που προκλήθηκε στην ελληνική κοινή γνώμη και την πολιτική μας ηγεσία το 1991 από την ανεξαρτητοποίηση της λεγόμενης Δημοκρατίας της Μακεδονίας από την ενιαία μέχρι τότε Γιουγκοσλαβία αποκάλυψε μια δική μας αδυναμία: την απουσία συστηματικής μελέτης πάνω στις νεότερες εξελίξεις του μακεδονικού προβλήματος και αντίκρουσης των ιστορικών και πολιτικών ανακριβειών που προβάλλονταν από το γειτονικό κράτος.

Πρόκειται για σελίδες που έμειναν ασυμπλήρωτες επί πολλές δεκαετίες εξαιτίας διάφορων πολιτικών και άλλων σκοπιμοτήτων, αλλά και λόγω των ανώμαλων καταστάσεων τις οποίες γνώρισε το ελληνικό κράτος έως πρόσφατα, με τους πολέμους, τα πραξικοπήματα, τις δικτατορίες, τις ξένες επεμβάσεις, τον εμφύλιο σπαραγμό.

Η ελληνική Αριστερά

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση της ελληνικής Αριστεράς στην ιστορική διαμόρφωση του ζητήματος. Και μπορούμε αβίαστα να πούμε ότι εκτός από τις δύο μελανές περιόδους, το 1924 και το 1949, κατά τις οποίες το ΚΚΕ είχε οδηγηθεί, λόγω των συνθηκών, να υιοθετήσει την επιζήμια θέση περί «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας», υπό την ασφυκτική όπως προκύπτει πίεση της Κομιντέρν, το υπόλοιπο διάστημα και κυρίως την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης, όταν έπαιρναν σάρκα και οστά οι προσπάθειες του Τίτο να δημιουργήσει μια πλαστή εθνότητα και ένα ψευδεπίγραφο κράτος –το ίδιο που είχε πράξει και με τη δημιουργία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης–, η στάση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος στην υπόθεση του μακεδονικού ζητήματος ήταν καθαρά πατριωτική.

Παραθέτουμε στο τέλος του βιβλίου μας «Τα παρασκήνια του μακεδονικού ζητήματος» την ομιλία που είχε εκφωνήσει στις 30 Οκτω-

Επί περίπου 75 χρόνια υπήρχε σχεδόν πλήρης αδράνεια της ελληνικής πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας στο μακεδονικό, υπό τη θέση ότι πρόκειται για ανύπαρκτο ζήτημα

βρίου 1944, τη μέρα της εισόδου του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη, ο στρατιωτικός αρχηγός της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας Ευριπίδης Μπακιρτζής, ο αποκαλούμενος και «κόκκινος συνταγματάρχης». Η πρώτη διαταγή που είχε εκδώσει από την απελευθερωμένη πλέον μακεδονική πρωτεύουσα ήταν προς τις μονάδες του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στα βόρεια σύνορα της χώρας. Τις καλούσε να ενισχύσουν τις φρουρές ώστε να εμποδίζουν την είσοδο στο ελληνικό έδαφος εξτρεμιστών προπαγανδιστών από τα Σκόπια που προσπαθούσαν να κάνουν διαλυτική αλυτρωτική δουλειά στις γραμμές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ αλλά και στις τάξεις των Ελλήνων Σλαβομακεδόνων.

Ο αμφιλεγόμενος Βλάχοφ

Αξίζει να σκιαγραφήσουμε το πορτρέτο μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας, του ανθρώπου που καλλιέργησε στην Κομιντέρν την ιδέα της ανεξάρτητης Μακεδονίας ως βουλγαρική εκδοχή και αργότερα επέβαλε στον Τίτο την ίδια ιδέα ως γιουγκοσλαβική εκδοχή για την υλοποίηση των μεγαλοκρατικών σχεδίων του Γιουγκοσλάβου ηγέτη.

Επρόκειτο για τον Ντίμιταρ Βλάχοφ, που είχε γεννηθεί το 1878 στο Κιλκίς, εγκαταστάθηκε πολύ μικρός με την οικογένειά του στη Σόφια της Βουλγαρίας, όπου τελείωσε το βουλγαρικό σχολείο, και είχε έρθει στις αρχές του αιώνα στη Θεσσαλονίκη προς αναζήτηση εργασίας. Πολύ γρήγορα εντάχθηκε στη Φεντερασιόν, τη σοσιαλιστική οργάνωση που είχε ιδρύσει ο Αβραάμ Μπεναρόγια, και το 1908, μετά την επανάσταση των Νεότουρκων, είχε εκλεγεί βουλευτής Θεσσαλονίκης με τη Φεντερασιόν στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο. Αργότερα όμως, και ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912 από τον ελληνικό στρατό, ο Βλάχοφ άρχισε να προπαγανδίζει μανιωδώς τις βουλγαρικές θέσεις και να εργάζεται υπονομευτικά κατά των ελληνικών αρχών. Τον απέλασαν το 1913 και τότε επέστρεψε στη Βουλγαρία, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος του βουλγαρικού κράτους.

Λίγο αργότερα εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας, το οποίο σύντομα τον στέλνει στη Μόσχα, στην έδρα της Κομιντέρν, ως μέλος της μόνιμης αντιπροσωπείας του βουλγαρικού ΚΚ. Στη συνέχεια, όταν δημιουργήθηκε η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (ΒΚΟ), στάλθηκε στη Βιέννη, όπου ήταν η έδρα της, ως μέλος του τριμελούς «πολιτικού σοβιετομακεδονικού επιτελείου» – εκτός του Βλάχοφ, μέλη του ήταν οι Ν. Χαρλάκοφ και Π. Τσαούλεφ.

Ο Βλάχοφ ήταν ο εμπνευστής του περίφημου μανιφέστου της VMRO που είχε δώσει στη δημοσιότητα η ΒΚΟ στις 15 Ιουλίου 1924. Σε αυτό, ενώ αρχικά διατυπωνόταν το δόγμα ότι «η Μακεδονία στα φυσικά γεωγραφικά της όρια κατοικείται από πολύχρωμο στη σύνθεσή του πληθυσμό», στη συνέχεια αυτός ο «πολύφυλος και πολύχρωμος» πληθυσμός μετατρεπόταν σε «μακεδονικό λαό» και μάλιστα «με ενιαία πολιτική συνείδηση».

Οι θέσεις εκείνες προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα της Βαλκανικής που οδήγησαν σύντομα στη διάλυση της ΒΚΟ. Υστερα από αυτό η Κομιντέρν απέστειλε τον Βλάχοφ ως σύνδεσμό της δίπλα στον Τίτο για να τον ελέγχει, καθώς από τότε ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης είχε αρχίσει να εμφανίζει τάσεις ανεξαρτητοποίησης έναντι της Μόσχας και του Στάλιν. Ο Βλάχοφ φέρεται να είναι αυτός που υπέβαλε στον Τίτο την ιδέα να δημιουργήσει στις 2 Αυγούστου 1944 την Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία Μακεδονίας.

Ονομα κατά φιλοβουλγάρων

Λόγω κυρίως της ανομοιογενούς σύνθεσης των πληθυσμών που κατοικούσαν στην περιοχή των Σκοπίων, της ακαθόριστης εθνικότητάς τους (μουσουλμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Τσιγγάνοι, Ελληνες, Βούλγαροι κ.ά.), αλλά και της έντονης δραστηριότητας των φιλοβουλγαρικών στοιχείων, η δύναμη της περιφερειακής επιτροπής Σκοπίων του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας ήταν εξαιρετικά ισχνή. Ο ίδιος ο Τίτο σε γράμμα του το 1938 στον Δημητρόφ του αναφέρει ότι, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε με τις άλλες οργανώσεις του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, στα Σκόπια οι τοπικές οργανώσεις είναι ασύνδετες μεταξύ τους, ενώ δεν υπάρχουν ούτε καν καθοδηγητικά στελέχη. Για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία, στην 4η Συνδιάσκεψη του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, που συνήλθε τον Δεκέμβριο του 1934 στη Λιουμπλιάνα, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ΚΚ Μακεδονίας στο πλαίσιο του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας.

Ομως μόλις τα βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν ως σύμμαχοι του Χίτλερ στην περιοχή των Σκοπίων, τον Απρίλιο 1941, ολόκληρη η Περιφερειακή Επιτροπή Μακεδονίας του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας με επικεφαλής τον γραμματέα της

Μεθόδιο Σάρλο-Σάταροφ ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και ότι στο εξής ανήκει στο ΚΚ Βουλγαρίας. Ο Τίτο για να αναπληρώσει το κενό που δημιουργήθηκε προχώρησε, τον Αύγουστο του 1941, στην ίδρυση νέας περιφερειακής επιτροπής του ΚΚΓ με γραμματέα τον Λάζαρ Κολισέφσκι. Επειδή όμως οι κομμουνιστές των Σκοπίων εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν μόνο την παλιά περιφερειακή επιτροπή, ο Τίτο προχώρησε τον Σεπτέμβριο του 1941 στη δημόσια αποκήρυξη του Σάρλο.

Η παγίδα στον ΕΛΑΣ

Η κατάσταση άλλαξε μόνο προς το καλοκαίρι του 1943, όταν ο Σβέτοζαρ Βουκμάνοβιτς-Τέμπο, που στάλθηκε στα Σκόπια από τον Τίτο, άρχισε να προπαγανδίζει τη νέα θέση του ΚΚΓ, το οποίο θεωρούσε τους Μακεδόνες των Σκοπίων νέα ισότιμη εθνότητα μεταξύ των άλλων εθνοτήτων που κατοικούσαν στη Γιουγκοσλαβία. Και βέβαια ο Τέμπο, που αναλαμβάνει την καθοδήγηση των παρτιζάνικων τμημάτων στην περιοχή των Σκοπίων, θα προσπαθήσει αργότερα να παγιδεύσει τον ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ με την πρόταση για δημιουργία ενιαίου βαλκανικού στρατηγείου των ανταρτών υπό τον έλεγχο του Τίτο. Ευτυχώς η ηγεσία του ΚΚΕ θα δει έγκαιρα την παγίδα που πήγαινε να στηθεί.

Ο Σπύρος Κουζινόπουλος, δημοσιογράφος-συγγραφέας, ήταν ιδρυτικό στέλεχος και επί 18 συναπτά έτη γενικός διευθυντής του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, καθώς και επί δεκαπενταετία γενικός γραμματέας της Ένωσης των Βαλκανικών Πρακτορείων Ειδήσεων (ABNA)