Οταν γράφονταν οι γραμμές αυτές δεν ήταν ακόμη σαφής η κατάληξη του πολιτικού δράματος στη Βόρεια Μακεδονία. Η παραίτηση Ζάεφ αναβλήθηκε επ’ αόριστον και η εθνικιστική αντιπολίτευση φαίνεται ότι δεν εξασφαλίζει τον μαγικό αριθμό των 61 ψήφων που είναι αναγκαίος για την ευδοκίμηση ψήφου δυσπιστίας, λόγω της ετερογένειας της ιδεολογικής προέλευσης και των διαφορετικών πολιτικών στοχεύσεων των επιμέρους κομμάτων της. Ανεξαρτήτως πάντως του εάν θα επιβιώσει η κυβέρνηση Ζάεφ και θα αποφευχθούν οι πρόωρες εκλογές, ένα είναι βέβαιο: οι εθνικιστικές τάσεις στη γειτονική χώρα έχουν ενισχυθεί, όπως και οι φωνές αμφισβήτησης της συμφωνίας των Πρεσπών. Για παράδειγμα, σε αρκετούς δήμους της χώρας οι νεοεκλεγείσες δημοτικές αρχές αρνούνται να χρησιμοποιήσουν το συνταγματικό όνομα της χώρας, επικαλούμενες ότι δεν έχει τροποποιηθεί ακόμη ο σχετικός νόμος, παρά τη ρητή αντίθετη πρόβλεψη του συντάγματος.
Βασική αιτία για την ενίσχυση του εθνικισμού αποτελεί η απογοήτευση του εκλογικού σώματος από τη διάψευση, μέχρι στιγμής, των ευρωπαϊκών προοπτικών της χώρας. Οι Βρυξέλλες φαίνονται ανίκανες να εγγυηθούν τα υπεσχημένα και η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων αποτελεί ακόμη ζητούμενο, μολονότι η Βόρεια Μακεδονία έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της σε ό,τι αφορά τόσο τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις όσο και τις σχέσεις καλής γειτονίας, εμβληματικά με τη συμφωνία των Πρεσπών αλλά και με την προγενέστερη συμφωνία φιλίας με τη Βουλγαρία. Αυτήν τη διάχυτη ατμόσφαιρα απογοήτευσης προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία, που ποτέ δεν εγκαταλείπει τις βαλκανικές φιλοδοξίες της, αλλά και η ακραία εθνικιστική αντιπολίτευση, παρά την προηγούμενη πολιτική της απαξίωση.
Δυστυχώς, απέναντι σε αυτήν τη ρευστή και επικίνδυνη κατάσταση η κυβέρνηση δεν λειτουργεί με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, που συνίσταται στη σταθεροποίηση της περιοχής. Γενικότερα, βέβαια, πουθενά δεν είναι τόσο ευκρινείς οι αντιφάσεις, η ανευθυνότητα και η δημαγωγία της εξωτερικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας όσο στη στάση της απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών. Συμφωνία μειοδοσίας την αποκαλούσαν προεκλογικά, αλλά από τις εκλογές και μετά δεν λένε απλώς ότι την εφαρμόζουν γιατί δεσμεύονται από το διεθνές δίκαιο, αλλά και ότι τη «σέβονται και την τιμούν». Παρ’ όλα αυτά εφαρμόζουν με πλημμέλεια εκείνες ακριβώς τις διατάξεις της που προστατεύουν τα εθνικά μας συμφέροντα. Δύο κοινοβουλευτικές ερωτήσεις έχω καταθέσει για να υπογραμμίσω τη σημαντική υστέρηση στη λειτουργία των επιτροπών για τα σχολικά βιβλία και τα εμπορικά σήματα, που έχει ως αποτέλεσμα να παραμένουν στοιχεία αλυτρωτισμού στα βιβλία της γειτονικής χώρας και να μη σημειώνεται πρόοδος στο μείζον ζήτημα της προστασίας των προϊόντων μας από τη Μακεδονία.
Ακόμη χειρότερα, στην παρούσα περίοδο αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης Ζάεφ, της μόνης πολιτικής δύναμης που είχε το πολιτικό σθένος να αποδεχθεί την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας της χώρας και ενώ οι ομοϊδεάτες του στο ευρωπαϊκό λαϊκό κόμμα, αυτοί του VMRO, απειλούν να επαναφέρουν το «Μακεδονία» σκέτο και τον αλυτρωτισμό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διά του εκπροσώπου του, αντί να στείλει σαφές μήνυμα στήριξης της συμφωνίας, κομπάζει ότι δήθεν δικαιώνεται που εδώ και δύο χρόνια την υπονόμευσε με τη μη κύρωση των μνημονίων.
Με άλλα λόγια, υπερηφανεύεται για τη μη πλήρη εφαρμογή της συμφωνίας, ειδικά στα σημεία της που προωθούν κυρίως τα εθνικά μας συμφέροντα, όπως είναι η προστασία του εναέριου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας από ελληνικά αεροπλάνα αντί για τουρκικά, όπως είναι ο διακαής πόθος της Αγκυρας. Από την άλλη μεριά, φαίνεται να αδιαφορεί για την ενίσχυση του εθνικισμού στην άλλη μεριά των συνόρων.
Η συμφωνία των Πρεσπών δεν ενίσχυσε μόνον εκθετικά το διπλωματικό κύρος της Ελλάδας ως χώρας που λύνει προβλήματα ως παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή. Εστειλε ένα μήνυμα σε όλες τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων ότι είναι δυνατή η λύση ιστορικών διαφωνιών μέσω της διπλωματίας και του διαλόγου και ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος ευρωπαϊκής προοπτικής. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να επιστρέψει στην πάγια εθνική επιλογή της στήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής των δυτικών Βαλκανίων και ειδικά της Βόρειας Μακεδονίας. Δεν θα πρέπει να υπονομεύσει τη σταθερότητα στη γειτονική χώρα εφαρμόζοντας πλημμελώς τη συμφωνία. Τα μνημόνια πρέπει να έρθουν σε ψήφιση στη Βουλή και σε συνεργασία με την κυβέρνηση Ζάεφ να εξασφαλιστεί η απαρέγκλιτη τήρηση όλων των όρων της συμφωνίας, για να μην επιστρέψει και από τις δύο μεριές των συνόρων το φάσμα του εθνικισμού.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, τομεάρχης εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ