Συλλογή Ζουμπουλάκη: Οι μάγοι με τα δώρα

Από αριστερά: Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, η απερχόμενη πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου και η Πέγκυ Ζουμπουλάκη στην εκδήλωση για τη δωρεά της συλλογής στο ελληνικό δημόσιο

Οι μισές αλήθειες και τα αναπάντητα ερωτήματα για την πολυδιαφημισμένη ως «παράδειγμα προς μίμηση» δωρεά της Πέγκυς Ζουμπουλάκη στο δημόσιο.

Στον αέρα τινάζεται το αφήγημα της υπουργού Πολιτισμού περί στενής συνεργασίας και σύναψης συμφωνιών με πάμπλουτους συλλέκτες, οι οποίοι από την καλή τους την καρδιά μάς δωρίζουν μέρος ή ολόκληρες τις ιδιωτικές συλλογές τους. Και τους οποίους βέβαια η υπουργός ανακηρύσσει, χωρίς δεύτερη σκέψη, εθνικούς ευεργέτες και «παραδείγματα προς μίμηση».

Το έχουμε εμπεδώσει καλά αυτό, προπονημένοι καθώς είμαστε από τη νομιμοποίηση της συλλογής του Αμερικανού μεγιστάνα Λέοναρντ Στερν, ο οποίος μας «δώρισε» 161 κυκλαδικές αρχαιότητες εγκλωβίζοντάς τες για τα επόμενα 50 χρόνια στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ). Η υπουργός τον αποθέωνε για τη γενναιοδωρία του, παρά τα αποδεικτικά στοιχεία που ήρθαν στο φως και βοούσαν για την αρχαιοκαπηλική προέλευση αλλά και για την κιβδηλία αντικειμένων της συλλογής, όπως ανέφεραν ειδικοί επιστήμονες της κυκλαδικής τέχνης.

Παρόμοιες μεγαλοστομίες υιοθέτησε η Λίνα Μενδώνη και στις 11 Φεβρουαρίου στην τελετή αποδοχής της δωρεάς προς το ελληνικό δημόσιο της τεράστιας σε όγκο συλλογής αρχαιοτήτων της πασίγνωστης γκαλερίστα Πέγκυς Ζουμπουλάκη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Φετιχέ Τζαμί στη Ρωμαϊκή Αγορά. Μόνο που καμιά τελετή δεν μπορεί να είναι «σεμνή», όπως είπε η υπουργός, όταν μιλάμε για μια ιδιωτική συλλογή που ξεπερνά τα 6.000 κινητά μνημεία, δηλαδή όσα περίπου διαθέτει ένα μέσο περιφερειακό μουσείο. Ούτε αθόρυβη, αφού δεν μπορεί παρά να προκαλέσει ερωτήματα για το πώς συσσωρεύτηκε τόσος αρχαίος πλούτος στα χέρια μίας οικογένειας.

Προτού καλά καλά χωνέψουμε τα νέα της δωρεάς Ζουμπουλάκη ενημερωνόμαστε ότι η υπουργός Πολιτισμού ταξιδεύει στις ΗΠΑ για τον επαναπατρισμό ελληνικών αρχαιοτήτων. Από το δελτίο Τύπου που εκδόθηκε από το ΥΠΠΟ στις 19 Φεβρουαρίου μάθαμε ότι μεταξύ των αρχαιοτήτων που θα επιστρέψουν στη χώρα μας περιλαμβάνεται χάλκινη κεφαλή Γρύπα την οποία, σύμφωνα με το πρόγραμμα, θα παραλάβει η κ. Μενδώνη αύριο Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ).

Τουλάχιστον 6.000 είναι τα κινητά μνημεία της «σεμνής», όπως τη χαρακτήρισε η υπουργός, συλλογής, όσα περίπου διαθέτει ένα μέσο περιφερειακό μουσείο

Συμπτωματικά ή όχι, αυτή η συγκεκριμένη και σπάνια αρχαιότητα συνδέεται με τη συλλογή της οικογένειας Ζουμπουλάκη και η σύνδεση αυτή έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Διότι, όπως αποδεικνύεται από δημοσιεύματα αλλά και από προηγούμενες αναφορές στην ιστοσελίδα του ΜΕΤ, πρόκειται για κλεμμένη αρχαιότητα από το Μουσείο Ολυμπίας, η οποία έγινε αντικείμενο συναλλαγής από τον Θεόδωρο Ζουμπουλάκη, πεθερό της δωρήτριας και γνωστό έμπορο έργων τέχνης και αρχαιοπώλη, πολλές δεκαετίες πριν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οπως αναφέρεται σε άρθρο της έγκριτης δημοσιογράφου Μαρίας Θερμού στο Mononews στις 20 Φεβρουαρίου με τίτλο «O κλεμμένος γρύπας της Ολυμπίας επαναπατρίζεται από τη Νέα Υόρκη μετά έναν αιώνα» (άρθρο που αναδημοσιεύτηκε αυθημερόν στην ιστοσελίδα Ανασκαφή), το εξαιρετικό τεχνούργημα του 7ου π.Χ. αιώνα είχε βρεθεί σε κοίτη ποταμού το 1914 από τον τότε επιμελητή του μουσείου Ολυμπίας. Για να φτάσει ο Γρύπας στη Νέα Υόρκη και τη συλλογή του ΜΕΤ πέρασε από το αρχαιοπωλείο του Θεόδωρου Ζουμπουλάκη, ο οποίος τον πούλησε τον 1936 στον έμπορο τέχνης Τζόζεφ Μπρούμερ. Εκείνος με τη σειρά του τον πούλησε στον συλλέκτη Γουόλτερ Μπέικερ, ο οποίος τον κληροδότησε στο ΜΕΤ το 1972. Κι όλα αυτά συνέβαιναν ενώ υπήρχε δημοσίευση ότι ο Γρύπας είχε χαθεί από το μουσείο της Ολυμπίας, επομένως ήταν γνωστό σε όλους.

Τριγωνικές συναλλαγές υψηλού προφίλ

Μια πιο προσεκτική ματιά όμως στην ιστοσελίδα του ΜΕΤ αποδεικνύει ότι οι τρεις συγκεκριμένοι άνθρωποι (Ζουμπουλάκης, Μπρούμερ και Μπέικερ) ήταν μια τριάδα που είχε συνεργαστεί κι άλλη φορά. Είναι εντυπωσιακό ότι, ανατρέχοντας στο ηλεκτρονικό αρχείο του ΜΕΤ και στην προέλευση αρχαιοτήτων που συνδέονται με τον Θεόδωρο Ζουμπουλάκη, συναντάει κανείς την ίδια ακριβώς αλληλουχία προσώπων και σε αγοραπωλησία συναρπαστικής κυκλαδικής μαρμάρινης γυναικείας μορφής (2700-2600 π.Χ.) με γυρισμένο πίσω το κεφάλι και λυγισμένα γόνατα.

Το σπάνιο αντικείμενο τέχνης πέρασε το 1924 από τον Ζουμπουλάκη στον Μπρούμερ και από αυτόν στον Μπέικερ το 1944, για να καταλήξει με κληροδότημα στο ΜΕΤ από τον τελευταίο το 1972. Δεν είναι οι μόνες αρχαιότητες που έφτασαν από τον Ζουμπουλάκη στο μουσείο της Νέας Υόρκης με αγοραστή τον Μπρούμερ. Αξίζει να αναφερθεί αρχαϊκό κεφάλι γυναίκας –πιθανώς σφίγγας– από τερακότα, το οποίο εικάζεται ότι βρέθηκε κοντά στην Ολυμπία.

Το υψηλής τεχνοτροπίας αρχαίο αντικείμενο πουλήθηκε από τον Ζουμπουλάκη στον Μπρούμερ το 1934 για να καταλήξει στο ΜΕΤ το 1947 κατόπιν αγοράς του από την περιουσία του Μπρούμερ. Ο Γουόλτερ Μπέικερ, επιφανής συλλέκτης έργων ζωγραφικής και ελληνικών, ρωμαϊκών και ετρουσκικών αρχαιοτήτων, φαίνεται πάντως να ήταν άνθρωπος-κλειδί στο ΜΕΤ, καθώς εμφανίζεται ως μέλος του ΔΣ του μουσείου από το 1948, ενώ εκλέχθηκε και αντιπρόεδρος το 1960.

Ηθελε να πουλήσει τη συλλογή στο δημόσιο

Ο Τάσος Ζουμπουλάκης, σύζυγος της Πέγκυς, ήταν γιος του γνωστού αρχαιοπώλη Θεόδωρου Ζουμπουλάκη, ο οποίος πέθανε το 1963. Η συλλογή που περιλαμβάνει χιλιάδες αρχαιότητες από όλη την Ελλάδα και χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως τα μεταβυζαντινά χρόνια πέρασε στον γιο μέχρι τον δικό του θάνατο από καρκίνο το 1982. Στην Πέγκυ Ζουμπουλάκη αναγνωρίστηκε η κατοχή των αντικειμένων της συλλογής, τα οποία προέρχονται από το απόθεμα του παλαιού αρχαιοπωλείου του πεθερού της με διαδοχικές αποφάσεις του ΥΠΠΟ το 1988, το 1989 και το 1991, μαζί με τη δυνατότητα εκποίησής τους, σύμφωνα με το δελτίο Τύπου που εξέδωσε το υπουργείο.

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις μας σχετικά με τα δικαιώματα της κ. Ζουμπουλάκη επί της συλλογής μάς απάντησαν ότι «ήταν κάτοχος και όχι συλλέκτρια, με την έννοια και το γράμμα του νόμου 4858/ 2021. Η άδεια εκποίησης του αποθέματος προβλεπόταν από τον ισχύοντα τότε νόμο 5351/32 για τα αποθέματα των αρχαιοπωλείων. Υπήρχε δυνατότητα εκποίησης στο εσωτερικό και, εφόσον εξασφαλιζόταν η νόμιμη άδεια εξαγωγής, το αντικείμενο θα μπορούσε να εξαχθεί». Πράγμα όχι και τόσο εύκολο να συμβεί σήμερα, πάντως, καθώς οι αρμόδιες υπηρεσίες θα μπορούσαν εύκολα να μπλοκάρουν κάθε εξαγωγή.

Στην ερώτησή μας γιατί έγινε μεταβίβαση στην κ. Ζουμπουλάκη των αντικειμένων της συλλογής μέσω πώλησης το 1982, αφού ο προηγούμενος κάτοχος ήταν ο σύζυγός της, απάντηση δεν πήραμε, αφού, όπως μας είπαν, πρόκειται για προσωπικά δεδομένα. Επίσης, ποτέ δεν διευκρινίστηκε πού φυλασσόταν μια τόσο μεγάλη συλλογή και γιατί, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν είχε παρουσιαστεί δημόσια τμήμα ή μεγαλύτερο μέρος της. Από καλά πληροφορημένες πηγές μας μέσα στο υπουργείο μάθαμε ότι η κ. Ζουμπουλάκη, ως άνθρωπος που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, είχε έρθει σε επαφή με το υπουργείο εδώ και χρόνια. Πάντως, είναι δεδομένο ότι η δωρεά δεν ήταν η πρωταρχική επιθυμία της, αφού τη δεκαετία του 1990 είχε αποφασιστεί η αγορά από το δημόσιο των σημαντικότερων αντικειμένων από κάθε περίοδο (1.111 συνολικά), ωστόσο «η αγορά δεν προχώρησε, καθώς δεν προέκυψε οικονομική συμφωνία».

1.111 αντικείμενα είχε αποφασίσει να αγοράσει το δημόσιο τη δεκαετία του 1990 από την Πέγκυ Ζουμπουλάκη, ωστόσο «η αγορά δεν προχώρησε, καθώς δεν προέκυψε οικονομική συμφωνία»

Στο σπίτι του κρεμασμένου

Θα ήταν λάθος να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι πρόθεσή μας είναι να μειώσουμε τη δωρεά της Πέγκυς Ζουμπουλάκη, η οποία μάλιστα συμφωνήθηκε με μοναδικό όρο από πλευράς της να μοιραστεί η συλλογή στα ελληνικά μουσεία, αρχής γενομένης από 178 αρχαία αντικείμενα, τα οποία οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας ταύτισαν με βάση τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά τους ως προϊόντα βοιωτικών εργαστηρίων. Ούτε μπορούμε βέβαια να γνωρίζουμε πώς ο Θεόδωρος Ζουμπουλάκης απέκτησε κάθε κομμάτι της πελώριας συλλογής του τόσες δεκαετίες πριν, όταν το νομοθετικό πλαίσιο ήταν από ανύπαρκτο έως θολό ή και συχνά αντιφατικό, σε εποχές μάλιστα ιδιαίτερα ταραγμένες για την Ελλάδα και διεθνώς. Κι ας ήταν πάντα γνωστό τοις πάσι ότι οι αρχαιοπώλες-ντίλερ προμηθεύονταν κατά κόρον αρχαιότητες από μεσάζοντες αρχαιοκαπήλων για λογαριασμό της διάσημης πελατείας τους.

Αυτό που θέλουμε ωστόσο να αντιτάξουμε στη θορυβώδη και ανερμάτιστη επικοινωνιακή διαχείριση του ΥΠΠΟ, που όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει στο πεδίο της προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, είναι η ψύχραιμη αποτίμηση που λαμβάνει υπόψη στοιχεία και γεγονότα και πώς αυτά αντικατοπτρίζονται σήμερα με την αλλαγή νοοτροπίας και τους επαναπατρισμούς αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσης. Και με τη δεύτερη σκέψη ότι η ίδια η αρχαιολογική συλλογή της οικογένειας του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία σήμερα εκτίθεται στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων έχοντας ξεσηκώσει τεράστιες αντιδράσεις από σοβαρούς αρχαιολόγους πριν νομιμοποιηθεί με δωρεά στο δημόσιο το 2000, θα επέβαλε μια σχετική αυτοσυγκράτηση σε θέματα ευαίσθητα που μπορεί να προκαλέσουν.

Οπως φαίνεται, όμως, η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει τέτοιες ανησυχίες, αν κρίνει κανείς από την άνεση με την οποία έγινε συνήγορος υπεράσπισης του Λέοναρντ Στερν και από την παρουσία της υπουργού Πολιτισμού στα εγκαίνια της συλλογής στο ΜΕΤ, η οποία μόνο που δεν έκλαψε ευχαριστώντας τον συλλέκτη για τη θυσία του να «αποχωριστεί» τη συλλογή του. Είχαν προηγηθεί, όπως θυμόμαστε, η έκθεση μόλις 15 ειδωλίων από τη συλλογή στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα, η οποία ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, και η επιστροφή τους άρον άρον πίσω στην πατρίδα του συλλέκτη για να εκτεθούν ως ενιαίο σύνολο.

Καλός αλλά όχι αξιόπιστος

Η μέχρι στιγμής έρευνά μας, πάντως, κρύβει κι άλλες εκπλήξεις που αφορούν την αυθεντικότητα αρχαιοτήτων που πέρασαν απ’ τα χέρια του Θεόδωρου Ζουμπουλάκη. Κι όταν τέτοιου είδους αναφορές έρχονται από διακεκριμένους επιστήμονες που αναλύουν έργα γνωστών πλαστογράφων ή ακόμη και από διαβόητους διεθνείς συλλέκτες, οι οποίοι πάντως ήταν σε θέση να διακρίνουν για ποιες αρχαιότητες θα πλήρωναν αδρά, έχουν τη σημασία τους. Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι αρχαιολόγοι Τζον Κράξτον και Πίτερ Γουόρεν αμφισβήτησαν την αυθεντικότητα του κυκλαδικού Αρπιστή που βρίσκεται στο ΜΕΤ προσδιορίζοντας ότι έχει πλαστογραφηθεί περίπου το 1947 στην Ιο από τον τοπικό γλύπτη Αγγελο Κουτσούπη, κατόπιν παραγγελίας του Θεόδωρου Ζουμπουλάκη, όπως γράφει σε άρθρο στην «Athens Voice» η δημοσιογράφος Ευγενία Μίγδου το 2023 (Τα ονόματα δημοσιεύονται στο International Journal of Cultural Property, Cambridge University Press, 2022). Αλλά και ο μεγιστάνας συλλέκτης Τζορτζ Ορτίζ, αποδέκτης μεγάλου αριθμού αρχαιοκαπηλικών αρχαιοτήτων, ανέφερε ως καλεσμένος ομιλητής σε συμπόσιο στο Μουσείο Πολ Γκετί ότι το 1955 μπόρεσε να διακρίνει εύκολα ότι ένα μπρούντζινο αγαλματίδιο αγορασμένο στην Αθήνα το 1924 ήταν κίβδηλο, συμπληρώνοντας ότι «ο Θεόδωρος Ζουμπουλάκης είχε πολύ καλά αντικείμενα αλλά είχε και πλαστά».