«Νέες αναγνώσεις του Ευριπίδη» στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, του σκηνοθέτη που σύστησε με την τριλογία του στο διεθνές κοινό την «Ηλέκτρα», τις «Τρωάδες» και την «Ιφιγένεια»
Το σπουδαιότερο επίτευγμα του ελληνικού θεάτρου κατά τον εικοστό αιώνα ήταν αναμφίβολα η επί σκηνής ανάσταση του αρχαίου δράματος. Σποραδικές απόπειρες αναβίωσης των δραματουργών του χρυσού αιώνα της αθηναϊκής δημοκρατίας υπήρξαν φυσικά και παλιότερα, τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Στο θεατρικό στερέωμα εντούτοις παρέμειναν διάττοντες αστέρες, χωρίς ευδιάκριτα αποτελέσματα και με περιορισμένη απήχηση στο ευρύτερο κοινό. Εκτοτε όμως συντελέστηκαν αλλαγές μεγάλης κλίμακας. Τα θεατρικά κείμενα, που ως τότε αποτελούσαν αντικείμενο φιλολογικής αποκατάστασης και κριτικών εκδόσεων, απέκτησαν παραστασιακή υπόσταση που υπερέβαινε τους όρους ενός έστω και διευρυμένου θεατρικού αναλογίου. Οι ελληνιστές που ανέβαζαν αποσπάσματα της κλασικής δραματουργίας με τους φοιτητές των κλασικών σπουδών και οι αρχαιόφιλοι προύχοντες που διοργάνωναν στα μέγαρά τους αντίστοιχες ερασιτεχνικές παραστάσεις αντικαταστάθηκαν από επαγγελματίες του θεάτρου. Η σκηνοθετική διδασκαλία αξιοποίησε την ανάλυση του κειμένου προς όφελος της σκηνικής δράσης και η ζώσα υποκριτική ερμηνεία φώτισε τα αθέατα σημεία της ακαδημαϊκής ανάγνωσης του αρχαίου δράματος.
Ενεργό ηφαίστειο ο κλασικός λόγος
Αυτή η κοσμογονία επέτρεψε στους κλασικούς μας να πατήσουν πόδι εκτός από τη φιλολογική και στη θεατρική επικράτεια, με τον βηματισμό τους να ανοίγει διαρκώς και να ενισχύει τη δυναμική του χάρη σε πολλαπλά κύματα σύγχρονων προσεγγίσεων. Ο κλασικός λόγος ωστόσο παραμένει αυτονόητα ανεξάντλητος και σε κατάσταση ενεργού ηφαιστείου καθώς θίγει τον πυρήνα όλων των αναπάντητων υπαρξιακών ερωτημάτων του ανθρώπου.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι «Νέες αναγνώσεις του Ευριπίδη», μια σειρά παραστάσεων που οργάνωσε το Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, αποτελούν ευτυχή πρωτοβουλία και συνεπή προέκταση της κινηματογραφικής προβληματικής του Κακογιάννη πάνω στην αρχαία τραγωδία. Γιατί ο σκηνοθέτης που υιοθέτησε με μοναδική ευαισθησία την οπτική του πάσχοντας ανθρώπου και σύστησε με συνταρακτική ανταπόκριση την «Ηλέκτρα», τις «Τρωάδες» και την «Ιφιγένεια» στο διεθνές κοινό έφερε επίσης σε επαφή το βλέμμα του Ευριπίδη με τη νεοελληνική θεματική των ταινιών του και τη δυσχερή ανάδυση της γυναικείας ταυτότητας, που αποτυπώθηκε με ιδιαίτερη έμφαση στο «Τελευταίο ψέμα».
Συμπάθεια στους αδύναμους
Ενταγμένη στις «Νέες αναγνώσεις» είναι και η πρωτότυπη δημιουργία του Χριστόφορου Χριστοφή που έγραψε και σκηνοθετεί την «Εκδίκηση της Μελιτώς». Κεντρική φιγούρα του συγγραφέα δεν είναι κάποια από τις ηρωίδες του Ευριπίδη αλλά η ίδια η γυναίκα του, η οποία αισθησιακά ανυπότακτη συναγωνίζεται σε καλλιέργεια τις εταίρες της εποχής και ονειρεύεται να παίξει στο θέατρο μεταμφιεσμένη σε αγόρι. Το εύρημα δεν αποτελεί μόνο μομφή στον κανόνα που επέτρεπε την επί σκηνής παρουσία αποκλειστικά σε άντρες ηθοποιούς αλλά και πλάγια υπόμνηση ότι ο αρχέγονος διονυσιακός θίασος ήταν γυναικείος. Επιπλέον συνιστά αιχμή στον Αθηναίο δραματουργό, που εδώ εμφανίζεται φιλόγυνος στα έργα του αλλά απόμακρος στην προσωπική του ζωή, καθώς παραμελεί τη συμβία του ζώντας απομονωμένος σε μια σπηλιά της Σαλαμίνας.
Η συμπάθεια του Χριστοφή όμως προς τους αδύναμους και απωθημένους στο περιθώριο της ιστορίας δεν περιορίζεται στη Μελιτώ. Ολοι οι χαρακτήρες του έργου ανήκουν στη χορεία των ανθρώπων που αισθάνονται ήδη ματαιωμένοι και παραπαίουν ανάμεσα σε φρούδες ελπίδες και οδυνηρές επιγνώσεις. Ο νεαρός Αγάθων, το ιστορικό πρόσωπο που διοργανώνει το πλατωνικό Συμπόσιο, διαισθάνεται ότι αν και πετυχημένος, αφού απέσπασε ήδη ένα πρώτο βραβείο αφήνοντας δεύτερο τον Σοφοκλή, θα σβηστεί από το δραματολόγιο. Ο Δάος, που αν και δούλος του Ευριπίδη είναι εγγράμματος και φιλόμουσος, ασφυκτιά διαπρέποντας στην αφάνεια. Η Φανώ μεσιτεύει στα αδιέξοδα πάθη των άλλων χωρίς να βρίσκει επαρκή χώρο για ένα αποτύπωμα πέραν της πορνικότητας και ο Κανένας, αταύτιστος και θολός, γογγύζει γύρω από την ψευδωνυμική του ύπαρξη. Η ίδια θολότητα όμως επισκίασε ατυχώς όχι μόνο τις σχέσεις των δρώντων προσώπων, πράγμα που θα ήταν συμβατό με το ελλειπτικό τους σκιτσάρισμα, αλλά και την ίδια τη σύνθεση του έργου, η οποία εικάζω ότι θα ήταν λειτουργικότερη αν διέθετε αδρότερη πλοκή.
Υπό τους μελιχρούς φωτισμούς του Αζάντ Χαραλάμπους και καταμεσής ενός σκηνικού αστάθειας, προσωρινότητας και επικείμενης φυγής που φιλοτέχνησε η Αση Δημητρολοπούλου, ο σκηνοθέτης θα τοποθετήσει, λιγάκι ακατάστατα κι αυτός, την παροντική αγωνία και το αβέβαιο μέλλον των ηρώων του. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου ερμήνευσε τον ρόλο της Μελιτώς με εναλλασσόμενη διάθεση ηδυπαθούς ραθυμίας και εγρήγορης αποφασιστικότητας. Ο Γιώργος Χρανιώτης απέδωσε στην αινιγματική φυσιογνωμία του Κανένα τη σκοτεινή ενέργεια που προσιδιάζει στα ανεξιχνίαστα κίνητρά του. Η Μαρία Παπαφωτίου προικίζει τη σεξεργάτρια Φανώ με την ευερέθιστη υπερκινητικότητα της δεσμώτριας εν εξεγέρσει. Ο Δημήτρης Σαμόλης ενστερνίζεται χωρίς ιδιαίτερη πειθώ τους φόβους του Αγάθωνα για την τύχη του ποιητικού του έργου και ο Δημήτρης Μαύρος ενσαρκώνει τον Δάο με όλα τα διλήμματα μεταξύ της αφοσίωσής του στον Ευριπίδη και της σωτήριας αποστασίας από την επιρροή του. Την αισθαντική μουσική της παράστασης υπογράφει ο Νίκος Ξανθούλης και επί σκηνής την ερμηνεύει με τη λύρα της η Σόνια Χαραλαμπίδου, ενώ είναι κρίμα που οι ελάχιστες ωδικές της νύξεις δεν μας επέτρεψαν να απολαύσουμε περισσότερο την εξαίσια φωνή της Σοφίας Παπουλάκου.