Συγκλονιστικές μαρτυρίες στη δίκη για το Μάτι: «Άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά»

Συγκλονιστικές μαρτυρίες στη δίκη για το Μάτι: «Άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά»

Συγκλονιστικές μαρτυρίες για την τραγωδία της 23ης Ιουλίου του 2018 κατέθεσαν σήμερα στη δίκη για το Μάτι μία σειρά από συγγενείς θυμάτων. Με δάκρυα στα μάτια περιέγραψαν τα όσα βίωσαν εκείνες τις τραγικές ώρες.

Ένας από αυτούς ο Άρης Γρεκιώτης που έχασε τη σύντροφό του Στέλλα, όταν επιχείρησαν να φύγουν από το σπίτι τους στο Κόκκινο Λιμανάκι.

«Πήραμε 2-3 πράγματα και βγήκαμε έξω. Η μηχανή μου ήταν προς Ραφήνα, το αμάξι της Στέλλας ήταν παρκαρισμένο προς τη Νέα Μάκρη. Πήρα τη μηχανή και πήγα προς το κόκκινο λιμανάκι που είχαμε δώσει ραντεβού. Η Στελλα έκανε μια διαδρομή για να βγει στη λεωφόρο δημοκρατίας για να βγει στο κόκκινο λιμανάκι. Πήγα και περίμενα τη Στελλα. Την παίρνω τηλέφωνο εφτά παρά δυο λεπτά το απόγευμα. Μου απάντησε ότι άφησε το αμάξι. Ότι έχει φοβερή φωτιά. Την έπαιρνα, καλούσε αλλά δε μου απάντησε. Έκανα 3-4 κλήσεις. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχε και δε μπορούσε να απαντήσει» είπε ο μάρτυρας.

Στη συνέχεια περιέγραψε ότι στην προσπάθεια του να την αναζητήσει μπήκε στη θάλασσα και βρέθηκε στα βράχια, από όπου τον έσωσε ένα φουσκωτό. «Πήγα με τα πόδια στην παραλία με σκόνη να φτάσω από τα βράχια ή κολυμπώντας μη βρω το σημείο που κατέβηκε η Στελλα. Ανεβαίνοντας στα βράχια με αέρα, λάβα και φωτιά έφτασα. Κρυβόμουν στις σπηλιές να μη με κάψει η φωτιά. Φτάνω στο μπλε λιμανάκι. Ακούω μια κόρνα και ήταν ένα φουσκωτό. Μου λένε να έρθουν να με διασώσουν. Ανέβηκα στο φουσκωτό και συνεχίσαμε προς Κυανή Ακτή» είπε και συνέχισε εξηγώντας ότι έκαναν αρκετές διαδρομές για να σώσουν ανθρώπους, αλλά και πως κλήθηκαν να συλλέξουν το άψυχο σώμα της μικρής Εβίτας Φυτρου που είχε πέσει από τα βράχια.

«Κατά τις 06.30 το πρωί πήρα τη μηχανή με την κουμπάρα της Στέλλας και πήγαμε στο σπίτι. Είχε καταστραφεί τελείως. Κατεβήκαμε με τα πόδια τη διαδρομή που θα έκανε η Στελλα. Εκεί σε ένα οικόπεδο εντοπίσαμε το αμάξι που δεν είχε πάθει τίποτα γιατί ήταν καθαρό το οικόπεδο, δεν υπήρχε τίποτα. Φτάσαμε στην Κυανή Ακτή και προτού να φτάσουμε στην πίσω πλευρά της ταβέρνας. Παραλίγο να πατήσω απανθρακωμένο ένα πτώμα. Φωνάζω κάποιους του ερυθρού σταυρού. Έφυγα και έφτασα έξω από το σπίτι του Φράγκου. Η πόρτα ανοιχτή αλλά δε μπήκαμε μέσα, δεν μπορούσα να φανταστώ…».

«Πήγαινα κάθε μέρα στο Μάτι και φώναζα μαμά» είπε η Αθηνά Νικολάου κόρη της συντρόφου του προηγούμενου μάρτυρα.

«Κατά τις 18:00 με καλεί για να με ενημερώσει για κάτι. Της λέω θα σε πάρω σε μισή ώρα. Καλώ δεν την βρίσκω. Επικοινωνώ με αδελφή μου και μου λέει ότι η φωτιά έχει φτάσει στο Μάτι και δεν ξέρουν που είναι. Πηγαίναμε στα νοσοκομεία που υπάρχουν θύματα. Είδα πτώματα καμένα. Μήπως η μαμά μου ήταν εκεί. Δεν ήταν προφανώς. Είχα ακούσει ότι σε ένα οικόπεδο είχαν βρεθεί πολλά άτομα. Πήγα εκεί. Είδα πεταμένα πράγματα από ανθρώπους, έπιασα ένα κλειδί καμένο, το άφησα κάτω. Δεν είδα κάτι της μητέρας μου προφανώς. Έδωσα δείγμα DNΑ, πήγαινα κάθε ημέρα στο Μάτι, φώναζα μαμά παντού. Μας ενημέρωσαν ότι η μητέρα μου είχε ταυτοποιηθεί στο κτήμα Φράγκου».

«Είχα αφόρητος πόνους από το έγκαυμα»

Την τραγική στιγμή που αναγκάστηκε να αφήσει τη μητέρα της να καεί περιέγραψε η Αγγελική Κωνσταντάκη στο δικαστήριο.

«Το σπίτι μου βρίσκεται 20 μέτρα από τον παραλιακό δρόμο. Πήγαμε να φύγουμε στις 18.20. Έβαλα τα παιδιά και τη μητέρα μου στο αμάξι να πάμε στη θάλασσα. Βλέπω στο λιμάνι ότι έχει πολλά αυτοκίνητα, διώχνω τα παιδιά από το αμάξι και κάνω επιτόπου να πάω προς Ραφήνα. Βλέπω κι εκεί ακινητοποιημένα αμάξια. Πήρα τη μητέρα μου και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε.

Την οδήγησα προς τα σκαλιά και λίγο πριν σκόνταψε σε μια ρίζα δέντρου κι έπεσε. Ο άντρας μου κατάλαβε ότι υπάρχει θέμα. Γυρίζει να με βοηθήσει να πάρουμε τη μητέρα μου. Εκείνη την ώρα μας έπιασε μεγάλη φωτιά, άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να τη μετακινήσει. Όταν ο άντρας μου είδε ότι δεν μπορούσαμε να σώσουμε τη μητέρα μου με άρπαξε για να σώσει εμένα. Με κατέβασε σε μια μικρή παραλία. Ήταν καμπόσος κόσμος εκεί. Με έβαλαν μέσα στη θάλασσα. Κάθισα λίγη ώρα κι επειδή είχα αφόρητους πόνους από το έγκαυμα βγήκα».

Η μάρτυρας έμεινε 17 ημέρες στο νοσοκομείο και όπως είπε στο δικαστήριο βίωσε πολύ δύσκολες καταστάσεις. «Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή. Χάσαμε φίλους, γείτονες και δυστυχώς δεν έχω ακούσει από κανένα συγγνώμη. Όλα τα έκαναν πολύ καλά. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα τι θα γινόταν! Τώρα έχουμε 104 νεκρούς και 54 σοβαρά τραυματίες» ανέφερε στο τέλος της κατάθεσης της.

Documento Newsletter