Είδαμε τη σειρά «Oussekine» για το αστυνομικό έγκλημα που έβγαλε τη Γαλλία στους δρόμους.
Σαράντα χρόνια κοντεύουν από τότε που ο 22χρονος φοιτητής Μαλίκ Ουσεκίν άφησε την τελευταία του πνοή στα σκαλιά ενός σπιτιού βάναυσα ξυλοκοπημένος από τρεις αστυνομικούς. Ο νεαρός Γάλλος αλγερινής καταγωγής που δεν είχε προκαλέσει ποτέ κανέναν, που βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, που είχε αφομοιωθεί πλήρως στη γαλλική κουλτούρα και αγαπούσε με πάθος κάθε τι γαλλικό, το μοιραίο βράδυ γύριζε από συναυλία της Νίνα Σιμόν.
Αλλά τον πρόλαβαν τα αστυνομικά γκλομπ εκείνων που είχαν βγει παγανιά για να αφανίσουν κάθε τι που ξεχώριζε, που δεν ταίριαζε στη δική τους κοσμοαντίληψη, που ήταν διαφορετικό και έπρεπε να πεθάνει. Το μοιραίο βράδυ του Δεκέμβρη του 1986 ο Μαλίκ είχε την ατυχία να περνάει από μια παρισινή πλατεία, την ώρα που αστυνομία διέλυε μια διαδήλωση. « Ήμουν ο προστάτης της οικογένειας από τότε που πέθανε ο πατέρας μας. Το μεγαλύτερο λάθος μου ήταν ότι έμαθα στον Μαλίκ ότι δεν είχε κανένα λόγο να φοβάται. Θα μετανιώνω όσο ζω γι’ αυτό», θα πει ο αδελφός του Μοχάμεντ Ουσεκίν στο δικαστήριο.
Η δολοφονία του Μαλίκ Ουσεκίν που έβγαλε όλη τη Γαλλία στους δρόμους να ζητάει δικαιοσύνη για τα θύματα της ανεξέλεγκτης αστυνομικής βίας, ενέπνευσε την αριστουργηματική γαλλική ταινία «Το μίσος» («La Haine») του Ματιέ Κασοβίτς το 1995, στην οποία τρεις μετανάστες από τις εργατικές κατοικίες στα προάστια του Παρισιού προσπαθούν να πάρουν εκδίκηση για το φίλο τους που έπεσε θύμα αυτής της βίας. Όπως της άξιζε, η άνανδρη δολοφονία του νεαρού Ουσεκίν και η εγκληματική προσπάθεια συγκάλυψής της από τη γαλλική αστυνομία και τους σκοτεινούς μηχανισμούς της εξουσίας έγινε μίνι σειρά το 2022, η πρώτη γαλλική παραγωγή στην πλατφόρμα Disney+.
Πάντα επίκαιρη, οδυνηρή και ανατριχιαστική, η δολοφονία του Μαλίκ και η λυσσώδης προσπάθεια να κουκουλωθεί με κάθε κόστος, μας υπενθυμίζει ότι ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα. Ιδίως τώρα, με το φουσκωμένο κύμα ρατσισμού και ξενοφοβίας που καταφτάνει εκ δυσμάς, αλλά και με τα οδυνηρά απόνερα από την αμετανόητη επιχείρηση συγκάλυψης της δικής μας κυβέρνησης στο έγκλημα των Τεμπών, η σειρά του Αντουάν Σεβρολιέ (σκηνοθέτη του «Le Bureau des Legendes») χτυπάει το θεατή κατευθείαν στην καρδιά.
Όχι μόνο επειδή αναπαριστά τα αληθινά γεγονότα εκείνης της αποτρόπαιης βραδιάς που συγκλόνισε τη Γαλλία, αλλά επειδή επικεντρώνει στα παράπλευρα θύματα της τραγωδίας, τους συγγενείς του Μαλίκ. Στη μητέρα του, την οποία ενσαρκώνει συγκλονιστικά η παλαιστινιακής καταγωγής ηθοποιός Χιάμ Αμπάς (γνωστή από το ρόλο της ως Μάρσια Ρόι στη σειρά «Succession») και τα αδέλφια του, στο διπλό αγώνα τους να επιβιώσουν μετά την τρομερή απώλεια και να φέρουν τους ενόχους ενώπιον της δικαιοσύνης.
Γιατί οι συγγενείς του Μαλίκ «δολοφονούνταν» καθημερινά με κάθε τρόπο, λοιδορούνταν, εκβιάζονταν, έπεφταν θύματα άγριων ρατσιστικών επιθέσεων και εκφοβίζονταν έχοντας απέναντί τους ένα πανίσχυρο μηχανισμό κατασκευής ψεμάτων. Ήταν οι «εχθροί» του συστήματος που κλασικά κατηγορούνται ως οι υποκινητές των αντιδράσεων και της «αποσταθεροποίησης» της καθεστηκυίας τάξης. Όσο εκείνοι πάσχιζαν για να βγει η αλήθεια στο φως, τόσο ο άνισος αγώνας τους έσκαβε βαθιές πληγές μέσα τους και γύρω τους.
Η υπόθεση της δολοφονίας του Μαλίκ Ουσεκίν έφτασε στα δικαστήρια αποκαλύπτοντας το όργιο παραποίησης στοιχείων από τον τόπο του εγκλήματος και από τα επίσημα έγγραφα, τα ψεύδη που ακούστηκαν από τα χείλη των υπευθύνων και την εκμετάλλευση του γεγονότος ότι ο Μαλίκ υπέφερε από νεφρική ανεπάρκεια και ετοιμαζόταν για μεταμόσχευση. Η προσπάθεια των κρατικών λειτουργών και των δικηγόρων να πείσουν το δικαστήριο ότι ο νεαρός φοιτητής πέθανε λόγω σωματικής αδυναμίας και όχι από τα θανάσιμα πλήγματα που υπέστη θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που ακούστηκαν ποτέ στις γαλλικές δικαστικές αίθουσες.
Κι όμως. Παρά την αποκάλυψη αδιάσειστων στοιχείων για την ενοχή τους, οι δύο (από τους τρεις) αστυνομικούς που κατηγορήθηκαν τελικά για το έγκλημα καταδικάστηκαν με ολιγόχρονες ποινές με αναστολή και αφέθηκαν ελεύθεροι.
Στο φινάλε του τέταρτου -και τελευταίου- επεισοδίου βλέπουμε την εικόνα των αληθινών πρωταγωνιστών, όπως είναι τώρα. Ποζάρουν στο φακό δίνοντας με αυτό τον τρόπο την έγκρισή τους για το αποτέλεσμα, έπειτα από πολύμηνες συζητήσεις του σκηνοθέτη μαζί τους. Για να μεταφέρει ο καθένας τη δική του εκδοχή για το πώς βίωσε τα γεγονότα και πώς αυτά επηρέασαν τη ζωή του, η οποία χωρίστηκε στο «πριν» και το «μετά» της δολοφονίας. Και πώς όλοι μαζί έμαθαν να ζουν σε μια χώρα που δεν τους θεώρησε ποτέ αληθινά παιδιά της.