«Η σημειολογία είναι η επιστήμη που μελετά οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ειπωθεί ένα ψέμα» έλεγε ο γκουρού της σημειολογίας Ουμπέρτο Εκο. Από σημειολογικής άποψης έχει ενδιαφέρον η τακτική του Κυριάκου Μητσοτάκη αμέσως μετά την επιστροφή του από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους. Ο πρωθυπουργός δεν προσέφυγε στη συνήθη τακτική του έπειτα από κάθε συνάντηση με τον Ταγίπ Ερντογάν, η οποία συνίστατο στο απλό «αφήνω τα εγχώρια και αναξιοπρεπή μέσα ενημέρωσης να θριαμβολογήσουν για το πώς κατατροπώθηκε και απομονώθηκε ο Τούρκος πρόεδρος από τον ανυποχώρητο Μητσοτάκη».
Οχι, ο Μητσοτάκης δεν άφησε άλλους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά, δεν ανέθεσε τη βρόμικη δουλειά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα ρεπορτάζ των φιλικών του καναλιών και των αναλυτών του «ωσαννά», αλλά επέλεξε να δώσει τηλεοπτική συνέντευξη αμέσως μόλις επέστρεψε. Σε αυτήν τη συνέντευξη, αφού εξέθεσε το «καλό κλίμα» που οικοδομείται με την Τουρκία και αφού ρωτήθηκε αν όσα περιγράφει μπορεί να οδηγήσουν «σε μια απομείωση της εθνικής κυριαρχίας», απάντησε:
«Αυτό είναι μια σχετική έννοια, αλλά πρέπει να σας πω ότι οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου μπορεί ενδεχομένως, ναι, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης».
Μόλις στις 2 Μαΐου, προεκλογικά φυσικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δηλώσει σε άλλη συνέντευξη ότι «δεν συζητάμε θέματα εθνικής κυριαρχίας με την Τουρκία». Είτε ζούμε έναν άλλο Μητσοτάκη είτε ζούμε απλώς έναν ψεύτη Μητσοτάκη. Εχει σημασία για τη σημειολογία ότι την περασμένη Πέμπτη ο Κυριάκος Μητσοτάκης με ανάρτησή του στον επίσημο λογαριασμό του στο Twitter αποκάλεσε τον Κοβατσέβσκι «πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας». Στο όχι και τόσο μακρινό 2019 ο Μητσοτάκης είχε κατηγορηματικά πει ότι δεν θα καλωσορίσει ποτέ Μακεδόνα πρωθυπουργό.
Ο Μητσοτάκης δεν ζει σε σύγχυση, ακολουθεί απλώς μια τακτική που εργαλειοποιεί κατά το δοκούν τα εθνικά θέματα και ενώ εμφανίζεται ως ανυποχώρητος πατριώτης κοπής του 1950 που επενδύει στον διχασμό και στην ενοχοποίηση των αντιπάλων του ως ανθελλήνων, στην πραγματικότητα είναι υποχωρητικός και παραχωρητικός στα πλαίσια μιας ιδιωτικής διπλωματίας και κρυφών οικονομικών συμφωνιών.
Οι ψίθυροι πλέον δεν προέρχονται από την αντιπολίτευση και τα μέσα ενημέρωσης που του ασκούν κριτική. Στο εσωτερικό της ΝΔ υπάρχει τμήμα, που κατά τον Μητσοτάκη έκανε καριέρα με τα εθνικά θέματα, το οποίο του αποδίδει το ξεπούλημα του Αιγαίου με το πρόσχημα της συνεκμετάλλευσης. Αυτό που φαίνεται πλέον είναι ότι αμέσως μετά τις εκλογές με τις οποίες σταθεροποίησε τη θέση του ο Μητσοτάκης προετοιμάζει την κοινή γνώμη γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Ο σχεδιασμός αυτός δεν ανήκει σε θεσμικά όργανα και δεν ακολουθεί την πάγια εξωτερική πολιτική της χώρας, αλλά αποτελεί ΙΧ διπλωματία της οποίας πυρήνας είναι ο Μητσοτάκης και η πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσινγκτον Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, η οποία έχει χειριστεί ως σήμερα τα ελληνοτουρκικά θέματα με ρόλο που μάλλον υπερβαίνει αυτόν που θεωρητικά της αναθέτει το ΥΠΕΞ. Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, η κ. Παπαδοπούλου θα αναλάβει οσονούπω την ηγεσία του ελληνικού ΥΠΕΞ, με τον Γιώργο Γεραπετρίτη να μετακινείται στη θέση του επιτρόπου, την οποία μάλλον θα εγκαταλείψει ο Μαργαρίτης Σχοινάς.
Η διπλωματική ήττα της χώρας στο Βίλνιους δεν αφορά μόνο την έγκριση προμήθειας μαχητικών αεροσκαφών F-16 από την Τουρκία, για τα οποία ο Ερντογάν «δεσμεύτηκε» ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ελλάδας. Η δέσμευση αυτή αποτελεί έτσι κι αλλιώς υποχρέωση των μελών της βορειοατλαντικής συμμαχίας, δηλαδή να μη χρησιμοποιούν τα όπλα που προμηθεύονται σε σύμμαχο χώρα, αλλά δεν εμπόδισε την Τουρκία να επέμβει στην Κύπρο με τα νατοϊκά όπλα. Η ομολογημένη ήττα της Ελλάδας συνοψίζεται κυρίως στις θέσεις του Ελληνα πρωθυπουργού.
Αυτό που περιγράφει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως εξεύρεση διόδων επαφής και διαλόγου είναι αναμφίβολα μια αναγκαιότητα. Οι δρόμοι επικοινωνίας και συνεννόησης όμως υπόκεινται σε κανόνες, δεν ορίζονται προσωπικά αλλά από τις εθνικές πολιτικές και αφορούν συγκεκριμένο πλαίσιο θεμάτων συζήτησης.
Για να επιστρέψουμε στη σημειολογία και την επιστήμη των ψεμάτων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την πρώτη του συνάντηση με τον Ερντογάν έχει σηματοδοτήσει τις προθέσεις του, τις οποίες μπορεί να κρύβει με ψέματα από το εσωτερικό κοινό αλλά στέλνει ως μηνύματα προς το εξωτερικό. Στις πέντε συναντήσεις που έχει πραγματοποιήσει με τον Τούρκο πρόεδρο σημειολογικά έχουν παρατηρηθεί τρία πράγματα. Δεν μιλά για τις παραβιάσεις και την επιθετικότητα της Τουρκίας, σαν να μην αποτελούν εμπόδιο στην εξεύρεση λύσης. Εχει εξαφανίσει την Κύπρο και το κυπριακό ως παράγοντα που καθορίζει αρνητικά τις σχέσεις των δύο χωρών. Και, το κυριότερο, μιλά συνεχώς για την ανάγκη καθορισμού θαλάσσιων ζωνών. Η έννοια της «θαλάσσιας ζώνης» δεν περιλαμβάνει μόνο την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, που κατά την πάγια ελληνική εξωτερική πολιτική αποτελούν το μοναδικό πρόβλημα προς επίλυση με την Τουρκία, αλλά και τα θαλάσσια σύνορα.
Γιατί ο Μητσοτάκης χρησιμοποιεί συνειδητά αυτό τον όρο, που δικαιώνει την Τουρκία στις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας; Υπάρχει θέμα καθορισμού συνόρων με την Τουρκία; Παραχωρεί ο Ελληνας πρωθυπουργός στον Ερντογάν το δικαίωμα να μιλά για αλλαγή συνόρων;
Μέχρι πριν από τη σύσκεψη του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους και τη συνέντευξη του Μητσοτάκη που ακολούθησε, η ρητορική που χρησιμοποιούσε ήταν απλώς μεταφράσιμη σε βαθμό ανησυχίας. Τώρα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ο Μητσοτάκης αποκαλεί την εθνική κυριαρχία «σχετική έννοια» και προαναγγέλλει υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις στο όνομα της διαπραγμάτευσης. Φυσικά κάθε διαπραγμάτευση απαιτεί υποχωρήσεις από κάθε πλευρά, αλλά η εθνική κυριαρχία για χώρες που δεν βρίσκονται σε πόλεμο δεν είναι κάτι διαπραγματεύσιμο.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν υπάρχει εθνική πολιτική. Ολα είναι διαπραγματεύσιμα και μάλιστα υπό το πρίσμα που διαπραγματεύεται τα πάντα. Την οικονομική διάσταση, που αποτελεί βάση του ιδιόμορφου ηθικοπολιτικού του συστήματος.
Το Αιγαίο αποτελεί πλέον το δεύτερο συνθετικό στον όρο Turkaegean που κυριαρχεί διεθνώς ως όρος της τουρκικής τουριστικής (και όχι μόνο) καμπάνιας. Αυτό που μένει είναι να αποτελέσει μια θάλασσα συνεκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου, στην οποία τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας θα έχουν υποχωρήσει.
Η όποια πατριωτική ρητορική του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά καιρούς είναι για να παραπλανεί το εκλογικό του κοινό και κυρίως για να επιδρά τοξικά και διχαστικά στην πολιτική σκηνή, ενοχοποιώντας τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο πολιτικός ο οποίος χαρακτήρισε την επίλυση του μακεδονικού με τη Συμφωνία των Πρεσπών ως προδοσία, αποκρύπτοντας την πάγια θέση του ίδιου του πατέρα του μόνο και μόνο για να καταλάβει την εξουσία, προετοιμάζει τη χώρα για παραχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Η (αναγκαία) συνεκμετάλλευση του Αιγαίου προτού επιλυθεί η μοναδική διαφορά του καθορισμού της ΑΟΖ εμπεριέχει τον κίνδυνο απώλειας κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και είναι ξεκάθαρο ότι αυτό γίνεται γιατί το επιλέγουν συμφέροντα τα οποία έχουν κοινή υφαλοκρηπίδα με την οικογένεια Μητσοτάκη.
Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνουν οι πατριώτες στη ΝΔ τύπου Σαμαρά. Θα φορέσουν ξανά την πανοπλία ή τους πέφτει βαριά και θα βουλιάξουν στα νερά του Αιγαίου; Το καταφύγιο του απατεώνα παραμένει σταθερά ο «πατριωτισμός».