Oταν το ποδόσφαιρο μονοπωλεί το προσκήνιο των εξελίξεων και γίνεται πρώτο θέμα της κυβερνητικής ατζέντας και των δελτίων ειδήσεων, το πρόβλημα της χώρας δεν είναι ο Ιβάν Σαββίδης ούτε ο Βαγγέλης Μαρινάκης.
Το πρόβλημα της χώρας είναι ο ψηφοφόρος. Αυτός που κρυμμένος πίσω από το παραβάν της κάλπης αντικαθιστά την καθημερινή φορεσιά του με σώβρακα και φανέλες. Ο έλεγχος της ποδοσφαιρικής «παράγκας» θα έπρεπε να είναι ένα περιθωριακό αφήγημα και να απασχολεί τους αργόσχολους του προποτζίδικου και τα γερόντια του καφενείου.
Τον ανάγει σε μείζον ζήτημα η συνήθεια του Nεοέλληνα να ψηφίζει με πυξίδα την μπάλα. Η πιθανότητα υποβιβασμού του ΠΑΟΚ πλημμύρισε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με βάσιμες απειλές για κλειστούς δρόμους, καμένα λάστιχα, ακόμη και ίδρυση «μαυρόασπρου» ψευδοκράτους βορείως των Τεμπών!
Οταν τούμπαρε το πράγμα και βρέθηκε κολλημένος στον τοίχο ο Ολυμπιακός, το αδυσώπητο Μαρινακέικο απείλησε την κυβέρνηση με απώλεια στήριξης, της ίδιας στήριξης που την ανέβασε στην εξουσία. Οι πολίτες που θα ’πρεπε να γελάνε και να βδελύσσονται με αυτές τις γελοιότητες συντάσσονται με τους ολιγάρχες και «υποχρεώνουν» τον πολιτικό κόσμο σε διαρκές ζύγισμα των αντιδράσεων, με ζύγι το ψηφοθηρικό κόστος.
Εάν το πόπολο διακρινόταν από ώριμο κριτήριο, δεν θα χάριζε δήμους εκατοντάδων χιλιάδων ψυχών σε ποδοσφαιράνθρωπους συζητήσιμης ηθικής ούτε θα έστελνε στα κοινοβούλια Ζαγοράκηδες και Ανατολάκηδες. Ισως αποτελεί κάποιου είδους κάρμα να πέσει αυτή η απίθανη κυβέρνηση εξαιτίας της μπάλας. Ο λαός που έχει κορόνα στο κεφάλι την ομαδάρα του αλλά αδιαφορεί για τις κομμένες συντάξεις, για τη διαλυμένη υγεία και για τον διασυρμό στα εθνικά θέματα αξίζει όλο τον Μητσοτάκη που μπορεί να καταναλώσει.