Suspiria: Ανάσα του Κακού

Suspiria: Ανάσα του Κακού

Το μεγαλύτερο λάθος που μπορείς να κάνεις με το «Suspiria» του Ντάριο Αρτζέντο είναι να το υποτιμήσεις. Να θεωρήσεις δηλαδή ότι δεν μπορεί να σε τρομάξει πλέον, 41 χρόνια από τότε που πρωτοπροβλήθηκε.

Το λάθος θα το αντιληφθείς κάπως αργά, όταν θα σε ρουφήξει στο παραλήρημά του και θα βγεις μέσα στη νύχτα να φωταγωγήσεις όλη τη γειτονιά, καλού κακού. Η ταινία που για δεκαετίες έχει κάνει χιλιάδες ανθρώπους να χάσουν τον ύπνο τους αφορά την ιστορία μιας Αμερικανίδας χορεύτριας η οποία ταξιδεύει στη Γερμανία για να φοιτήσει σε μια φημισμένη σχολή χορού. Σύντομα θα αντιληφθεί ότι το κτίριο της σχολής έχει καταληφθεί από σκοτεινές δυνάμεις. Κλασική υπόθεση ταινίας γκοθ τρόμου δηλαδή. Η συγκεκριμένη είναι γυρισμένη στην παράδοση του ιταλικού giallo και αποτελεί ελεύθερη απόδοση της ποιητικής πρόζας του Τόμας ντε Κουίνσι «Suspiria de profundis» (1845), μιας εξαιρετικής μελέτης για το ασυνείδητο πολλά χρόνια πριν από τη γέννηση του Φρόιντ.

Εξπρεσιονισμός στα 70s

Ακόμη και σήμερα κάνει εντύπωση πώς μια ταινία με τόσο μέτριες ερμηνείες όπως αυτή της πρωταγωνίστριας Τζέσικα Χάρπερ και της Στεφανία Κασίνι και μάλλον κακό σενάριο καταφέρνει να αναδειχθεί σε ταινία αναφοράς για τη φιλμογραφία τρόμου. Οι ηθοποιοί που συμμετείχαν προέρχονταν από διαφορετικές χώρες και καθένας έπαιζε στη γλώσσα του, άλλωστε την εποχή εκείνη ήταν πολύ διαδεδομένο το ντουμπλάζ, ειδικά στις ιταλικές ταινίες. Καμία σημασία όπως φάνηκε δεν είχαν όλα αυτά μπροστά σε αυτό που είχε στο μυαλό του ο Αρτζέντο. Να φτιάξει δηλαδή μια ταινία που εμπνέεται από την ουσία του γερμανικού εξπρεσιονισμού αλλά προσαρμοσμένη στην τρέλα των 70s.

Εδώ δεν θα στηνόταν ένα παιχνίδι φωτός-σκιάς αλλά θα χρησιμοποιούνταν χρώμα, πολύ χρώμα και μάλιστα στη βασική, αγνή και πιο έντονη εκδοχή του. Το αισθητικό αποτέλεσμα μοιάζει με ποιητικό ντελίριο, έναν διαρκή εφιάλτη με πρωταγωνιστή το κτίριο που το νιώθεις να αναπνέει σε κάθε καρέ, έτοιμο να κατασπαράξει τους ήρωες.

Ο Αρτζέντο έχει δηλώσει ότι εμπνεύστηκε τα χρώματα από τη «Χιονάτη» του Γουόλτ Ντίσνεϊ, ενώ η ταινία είναι από τις τελευταίες που γυρίστηκαν σε τεχνικολόρ. «Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω εντατικά τα βασικά χρώματα –το μπλε, το πράσινο και το κόκκινο– για να προσδιορίσω την κανονική ροή της ζωής και στη συνέχεια να εφαρμόσω ένα συμπληρωματικό χρώμα, κυρίως κίτρινο, για να τα μιάνω» είχε πει ο διευθυντής φωτογραφίας Λουτσιάνο Τόβολι, προσθέτοντας ότι η ταινία καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια τους αρχέγονους φόβους που φωλιάζουν μέσα μας και ότι δεν θα είχε το ίδιο βίαιο και προκλητικό αποτέλεσμα αν είχε χρησιμοποιήσει όλη την παλέτα των χρωμάτων.

Σινθεσάιζερ και στεναγμοί

Το «Suspiria» δεν θα ήταν η ταινία που ξέρουμε χωρίς τη δυσοίωνη μουσική της ιταλικής progressive rock μπάντας Goblin, η οποία είχε ξανασυνεργαστεί με τον Αρτζέντο δύο χρόνια πριν, στο «Profondo rosso». Εγραψαν ένα μεγάλο μέρος του σάουντρακ του «Suspiria» πολύ προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα, καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να δημιουργήσουν ελεύθερα, χωρίς τον περιορισμό των πλάνων. Χρησιμοποίησαν ως βάση το σινθεσάιζερ και κέντησαν το θέμα με ήχους από ντραμς, κουδούνια, έγχορδα, αφρικανικά κρουστά, ανθρώπινες ανάσες, στεναγμούς (αυτό σημαίνει η λατινική λέξη suspiria), ψιθύρους και φωνές.

Όλα τα παραπάνω εφαρμόστηκαν σε μια ιστορία που παντρεύει το υπερφυσικό με το gore σε τέτοιον βαθμό σαδισμού που ενοχλεί ακόμη και τα δυνατά στομάχια. Η σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια χτενίζεται και ανακαλύπτει στα μαλλιά της ένα σκουλήκι, μετά άλλο ένα και έπειτα παθαίνει παράκρουση με τα δεκάδες σκουλήκια που βλέπει στο ταβάνι είναι από τα πιο αξιοσημείωτα memento mori στην ιστορία του σινεμά.

Η ταινία αποτελεί την πρώτη της τριλογίας «Οι τρεις μητέρες» (αναφέρεται στους θρύλους τριών μαγισσών της Ευρώπης) και περιλαμβάνει επίσης το «Inferno» (1980) και το «The mother of tears» (2007). Στο μεγαλύτερο μέρος της γυρίστηκε στα στούντιο De Paoli στη Ρώμη όπου ανασυστάθηκε και η πρόσοψη του Whale House, μιας πολυτελούς γοτθικής κατοικίας του Φράιμπουργκ η οποία έγινε παγκοσμίως γνωστή μέσα από την ταινία. Κατά καιρούς έχει γραφτεί ότι ο Αρτζέντο έδωσε μεγάλη έμφαση στο gore και λιγότερη στην πλοκή, ότι μέσα από αυτή την ταινία εκφράζει τον μισογυνισμό του, ότι όχι μόνο έκλεψε ανελέητα τον «Εξορκιστή» (1973) και το «The sentinel» (1977) –με τον συλλεκτικό ελληνικό τίτλο «Αντίχριστος, ο άρχοντας του σκότους»– αλλά δεν κατάφερε καν να τιθασεύσει το υλικό του. Όπως και να έχει, για όσους αγαπούν αυτό το είδος η ταινία παραμένει τόσο ενοχλητική αλλά και τόσο γοητευτική που είναι δύσκολο να τη δει κανείς μόνο μία φορά. 

Ετικέτες

Documento Newsletter