Το περασμένο καλοκαίρι κατέθεσε έγκληση σε βάρος μου η Ενωση Αξιωματικών ΕΛΑΣ Κεντρικής Μακεδονίας για συκοφαντική δυσφήμηση που δήθεν προκλήθηκε από τοποθέτησή μου στο πλαίσιο ομιλίας μου τον Ιούλιο, η οποία είχε ως εξής: «Οσο για τους γνωστούς μπαχαλάκηδες, στους οποίους αναφέρθηκαν πολλοί συνάδελφοι, που μπαχαλάκιας ουσιαστικά είναι αυτός που φέρνει ανακατωσούρα, δεν είναι αυτός που διαδηλώνει, είναι ουσιαστικά αυτός που θέλει να προβοκάρει και να διαλύσει τη διαδήλωση. Είναι γνωστοί αυτοί οι μπαχαλάκηδες. Είναι γνωστοί και στην Ελληνική Αστυνομία. Συχνά είναι τα ίδια τα αστυνομικά όργανα, τα οποία ως κουκουλοφόροι θα ρίξουν μια μολότοφ για να διαλύσουν τη διαδήλωση».
Πρόκειται φυσικά για χαρακτηριστικό παράδειγμα στρατηγικής προσφυγής στη Δικαιοσύνη κατά του δικαιώματος στη δημόσια έκφραση. Για τις πρωτοβουλίες αυτές εφευρέθηκε και καθιερώθηκε διεθνώς το ακρωνύμιο SLAPP (strategic lawsuits against public participation) και τούτο ακριβώς διότι γίνονται αντιληπτές ως «ραπίσματα» σε βάρος της έκφρασης δημόσιας κριτικής.
Φυσικά, οι βλέψεις τέτοιων μηνυτών δεν αποσκοπούν στη δικαστική δικαίωση παρά μόνο ποντάρουν καταχρηστικά στον εκφοβισμό και στιγματισμό των «ενοχλητικών» φωνών και στην εξουθένωσή τους, ηθική ή άλλη. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στη διεθνή βιβλιογραφία, «οι καταγγελίες SLAPP στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ότι υπάρχει τίμημα για την ανοικτή πολιτική έκφραση».
Για την έγκληση αυτή κλήθηκα ενώπιον της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, στην οποία συζητήθηκε στις 25 Νοεμβρίου –πριν από την παραπομπή στην ολομέλεια– το ζήτημα της άρσης ασυλίας μου. Μάλιστα, όπως ο πρόεδρός της ρητά ανέφερε, η επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εξετάσει τη βασιμότητα της κατηγορίας, αλλά θα έκρινε «εάν ό,τι έκανε ο βουλευτής είναι κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή στην πολιτική του δραστηριότητα, μόνο αυτό. Δεν κάνουμε τίποτε άλλο».
Μετά τη σχετική διαβούλευση η επιτροπή αποφάσισε με πλειοψηφία της ΝΔ και της Ελληνικής Λύσης και αποχή του ΚΙΝΑΛ να εισηγηθεί στην ολομέλεια υπέρ της άρσης της ασυλίας μου επικαλούμενη το άρ. 62 παρ. 2 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο, ύστερα από άδεια της Bουλής».
Εδώ λοιπόν προκύπτει το εξής –αποκαλυπτικό των πραγματικών προθέσεων– παράδοξο. Η πλειοψηφία θεμελίωσε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο, το οποίο αφενός αμφισβητεί με τρόπο ακατανόητο την ίδια τη φύση της κοινοβουλευτικής ομιλίας – λες και θα μπορούσε να αποτελεί κάτι άλλο από άσκηση κοινοβουλευτικού καθήκοντος ή πολιτική τοποθέτηση– και αφετέρου καταλήγει λίγο πολύ ότι η ασυλία του εγκαλούμενου για συκοφαντική δυσφήμηση βουλευτή πρέπει τελικά πάντοτε να αίρεται, με τρόπο σχεδόν αντανακλαστικό.
Τι κι αν είναι σαφές και στον ανυποψίαστο ότι η πρωτοφανής έγκληση κινείται από πολιτικά ελατήρια με σκοπό τη φίμωση του πολιτικού μου λόγου; Τι κι αν στην κοινοβουλευτική μου παρουσία και στις δημόσιες τοποθετήσεις μου έχω στηρίξει σθεναρά και επανειλημμένα αιτήματα αστυνομικών και προτάσεις βελτίωσης των συνθηκών εργασίας τους; Τι κι αν η έγκληση είναι αβάσιμη; Τι κι αν δεν κινήθηκε εναντίον μου κανένας άλλος; Τίποτε από αυτά δεν απασχόλησε την πλειοψηφία, η οποία συνειδητά συνέβαλε στην ενίσχυση της απόπειρας φίμωσής μου, η οποία στερείται ακόμη και του ελάχιστου πολιτικού, ηθικού ή νομικού ερείσματος.
Σε κάθε περίπτωση λογαριάζουν λάθος εκείνοι που πιστεύουν ή ελπίζουν πως θα επικρατήσει η δολιότητα του βολονταρισμού τους. Ας ψάξουν αλλού για μάγουλα που γυρίζουν παθητικά περιμένοντας το επόμενο ράπισμα.
Η Αγγελική Αδαμοπούλου είναι υπεύθυνη τομέα Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ΜέΡΑ25, βουλευτής Α΄ Αθηνών