O Αρης Βελουχιώτης και ο Νίκος Μπελογιάννης. Ο Tσε Γκεβάρα και ο Τζον Κένεντι. Ο Τσαρούχης και ο Μόραλης. Ο Ντισάν και η «Κρήνη» του.
*H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης
Ο Σεζάν και οι «Χαρτοπαίκτες» του. Ο Βερμέερ και η «Κεντήστρα» του. Ο επισκέπτης της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης του Δήμου Σκουλάκη στο Μουσείο Μπενάκη έχει την αίσθηση ότι ξεφυλλίζει μια εικονογραφημένη αυτοβιογραφία στην οποία εμπεριέχεται ένα ένθετο ιστορίας τέχνης.
Οι πρώτες του ζωγραφικές απόπειρες που ξεκινούν στη δεκαετία του ’60 έχουν να κάνουν με την αριστερή ιδεολογία του. Κορυφώνονται μάλιστα την περίοδο της χούντας η οποία αποτυπώνεται, με αρκετή δόση πικρής σάτιρας, στον πίνακα του Εθνικού Λαχείου όπου ο ένας στους δύο κερδίζει: τη σύλληψη και τα βασανιστήρια από τους αστυνομικούς. Ο ίδιος επέλεξε τη λύση της απόδρασης στην Αμερική και την Ευρώπη, αλλά κυρίως στο Παρίσι, όπου ανοίγουν τα μάτια, η ματιά και οι εικαστικοί ορίζοντες. Τα έργα του αρχίζουν να αποπνέουν ένα άρωμα κοσμοπολιτισμού από την ανάποδη, αφού τον στοιχειώνουν οι καταραμένοι Τουλούζ Λοτρέκ, Αμεντέο Μοντιλιάνι και Βαν Γκογκ. Ασκηση προσομοίωσης ο εθισμός στο αλκοόλ ή μήπως απελπισμένη διέξοδος στη διάψευση από την πολιτική; Οπως και να ’χει, εσωτερικοί και εξωτερικοί δαίμονες τον κρατούν για ένα διάστημα μακριά από τα τελάρα και τη μαγεία των χρωμάτων. Τον μίτο της εξόδου από τους σκοτεινούς λαβυρίνθους του ποτού και της ζωγραφικής απραξίας τού προσφέρει η τέταρτη σύζυγός του Αθηνά Ραπίτου.
Με χέρι σταθερό και σχέδιο καθαρό, δεξιότητα που είχε αποκτήσει από την ενασχόλησή του με το σκίτσο και τη γελοιογραφία σε διάφο- ρα ελληνικά και ξένα έντυπα, διανύει περίοδο δημιουργικής εφηβείας. Μελετά, ψάχνεται, αμφισβητεί και στο τέλος φθάνει στη φροϊδική πατροκτονία. «Σκοτώνει» τους μεγάλους δασκάλους για να απαλλαγεί από τη βαριά σκιά τους, διατηρεί όμως γι’ αυτούς τρυφερότητα και ευγνωμοσύνη. Ο Σκουλάκης διδάσκεται από τα περισσότερα ρεύματα του μοντερνισμού.
Παίρνει όμως από το καθένα ό,τι του χρειάζεται για να αρθρώσει τη δική του γλώσσα. Από τον φωτορεαλισμό την επιμονή στη λεπτομέρεια και την αναπαράσταση της πραγματικότητας, από την ποπ αρτ την κριτική στο αμερικανικό μοντέλο, από τον μαγικό ρεαλισμό την ποίηση της μεταφυσικής, σαν να ξετυλίγει στον καμβά κάποιο μυθιστόρημα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας.
Η τελευταία ενότητα είναι αφιερωμένη σε σκηνές από τα υπόγεια του ηλεκτρικού. Ο Σκουλάκης φαίνεται να ασπάζεται τον ορισμό του Γ. Ιωάννου πως Αριστερά είναι η διαρκής ευαισθησία. Το πορτρέτο ενός επαναστάτη είναι συναισθηματικά ισοδύναμο με τους ανώνυμους επιβάτες που περιμένουν το τρένο.
Αυτή την αγάπη για τον άνθρωπο που υπερβαίνει σχολές και τεχνοτροπίες ανέδειξε με μαεστρία και οργανωτική ικανότητα η επιμελήτρια της έκθεσης Ελένη Αθανασίου. Με την ίδια σεμνότητα που διέκρινε και τον καλλιτέχνη μάς τον ξανασυστήνει ως τον μεγάλο αντιφατικό. Κομψός και μποέμ, πολιτικοποιημένος μα και ανένταχτος, χιουμορίστας μα και σοβαρός, διέτρεξε αγέρωχος την οδύσσεια της τέχνης. Παραφράζοντας τα λόγια του Πατρίκιου, είχε πλήρη επίγνωση πως κανένας πίνακας δεν ανατρέπει καθεστώτα. Συνάμα ήταν σίγουρος πως η τέχνη είναι σαν ένα μάθημα ανατομίας μέσω του οποίου γνωρίζουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο.